Mιά μέρα ἡ κυρία Μύγα πῆρε μιά τολμηρή ἀπόφαση:
— Θά πάω νά δῶ πῶς ζεῖ στό παλάτι της ἡ ξαδέρφη μου ἡ μέλισσα, εἶπε.
Μιά καί δύο λοιπόν, στολίστηκε, φόρεσε τό ὡραιότερο μαῦρο της ἀραχνοΰφαντο φόρεμα μέ τήν ὑπέροχη γκρίζα κάπα της κι ὅλο καμάρι ἔφτασε στό παλάτι καί χτύπησε. Τόκ-τόκ!
— Ὤ! Χαίρετε, κυρία Μύγα, τί θέλετε παρακαλῶ; εἶπε μιά μικρή χαριτωμένη μελισσούλα πού ἦταν θυρωρός.
— Χαίρετε! Εἶμαι μιά μακρινή ξαδέρφη τῆς νοικοκυρᾶς τοῦ σπιτιοῦ. Ἐπιθυμῶ νά τῆς κάνω ἐπίσκεψη, εἶπε ἡ κυρία Μύγα μέ τρόπο μεγαλόπρεπο.
— Περιμένετε, κυρία Μύγα, σᾶς παρακαλῶ. Ἕνα λεπτό νά τό πῶ στή μαμά μου.
Στό μεταξύ ἡ κ. Μύγα, ὅλο καί ἔσιαζε τά φορέματά της καί ὅλο ὀσμιζόταν τή γύρω περιοχή.
— Δυστυχῶς, μονολογοῦσε, δέν μυρίζει τίποτε ἀπ᾽ ὅ,τι ἀρέσει σέ μᾶς τίς μύγες.
— Κυρία Μύγα μου, φώναξε λαχανιασμένη ἡ μελισσούλα, ἡ κυρία μαμά μου εἶπε ὅτι δυστυχῶς δέν μπορεῖ νά σᾶς δεῖ, ἄν καί τό ἐπιθυμεῖ πάρα πολύ, γιατί κάθε λεπτό τῆς ὥρας εἶναι ἀπασχολημένη μέ σοβαρές ἐργασίες.
Ἀκόμη μοῦ εἶπε νά σᾶς πῶ, ὅτι δυστυχῶς καί στό παλάτι μας δέν μπορεῖτε νά μπεῖτε, γιατί τόπος γιά ἐπισκέψεις δέν ὑπάρχει. Ἀκόμη καί στίς πιό μικρές γωνιές του γινόνται σοβαρές ἐργασίες. Ὅμως μιά καί ἤρθατε καί εἶστε καί συγγενής μας, μπορῶ νά σᾶς φιλοξενήσω γιά λίγο στίς βεράντες μας, μπορῶ καί στόν κῆπο μας.
Ὅπου θέλετε.
Σέ λίγο ἡ μικρή θυρωρός, ἀφοῦ ἄφησε στό θυρωρεῖο ἄλλη ἀδελφούλα, ξεναγοῦσε στόν κῆπο τήν κ. Μύγα.
— Ξαδελφούλα μου, εἶπε ἡ κ. Μύγα, ὁ κόσμος λέει πώς φτιάχνετε ὑπέροχα γλυκά. Εἶναι ἀλήθεια;
— Ναί, καί βέβαια εἶναι ἀλήθεια. Καί κοιτάξτε! Αὐτή τή στιγμή ἀπό τό παλάτι μᾶς στέλνουν ἕνα δίσκο μέ ὡραῖο γλυκό καί νεράκι δροσερό.
— Τί χαρά! φώναξε μέ λιχουδιά ἡ μύγα καί θρονιάστηκε σέ μιά πέτρινη πολυθρόνα πού ἦταν ἐκεῖ κοντά. Καί χωρίς ντροπή ρίχτηκε κυριολεκτικά στό κεχριμπαρένιο μέλι, πού τῆς φέρανε.
— Λοιπόν, μελισσούλα, εἶπε, ἀφοῦ χόρτασε γλείφοντας συνεχῶς τά δάχτυλά της, λοιπόν ξαδερφούλα, ἐσεῖς φτιάχνετε τό ὑπέροχο αὐτό γλύκισμα;
— Ναί, ἐμεῖς.
— Καί τό τρῶτε ὅλο;
— Ὄχι, δίνουμε καί σέ ὅλους τούς καλούς ἀνθρώπους καί κυρίως στά παιδάκια, στούς γέροντες, στούς ἀρρώστους. Φτιάχνουμε καί ὡραῖο κερί. Δοκίμασε λίγο νά δεῖς!
— Τί τό κάνετε τό κερί;
— Τό κάνουν οἱ ἄνθρωποι λαμπάδες καί τό πᾶνε στήν ἐκκλησία.
— Κουτές πού εἴσαστε πού δίνετε στούς ἀνθρώπους τόσο ὡραῖα πράγματα!
— Ἐσεῖς κ. Μύγα, τί προσφέρετε στούς ἀνθρώπους;
— Ἐμεῖς; Ἄς γελάσω! χά!χά! Τίποτε ἀπολύτως.
— Μά γιατί; Δέν τούς ἀγαπᾶτε;
— Ἐμεῖς τούς ἀγαπᾶμε, μά ἐκεῖνοι μᾶς κατηγοροῦν ὅτι τούς ἐνοχλοῦμε˙ λέει ὅτι τούς λερώνουμε, λέει ὅτι τούς κουβαλᾶμε μαζί μας μικρόβια, ἀρρώστιες καί χίλια-δυό ἄλλα πράγματα! Μᾶς συκοφαντοῦν, ξαδέρφη μου, μᾶς συκοφαντοῦν.
Ὤ! μά βλέπω καί τά δικά σου πόδια λερωμένα. Καί σύ μικρόβια κουβαλᾶς;
— Ὄχι, κ. Μύγα, εἶναι ἡ γύρη ἀπό τά λουλούδια. Μ᾽ αὐτήν ταΐζω τά ἀδερφάκια μου!
— Ταΐζεις ἀδερφάκια; Ἄλλη μεγάλη κουταμάρα!
— Μά γιατί; Ἐσεῖς δέν ταΐζετε τ᾽ ἀδερφάκια σας;
— Ἀδερφάκια; Δέν ἔχω! Οὔτε ξέρω ἄν ἔχω!
— Ἀλήθεια, κ. Μύγα, ποῦ εἶναι τό δικό σας παλάτι; Μοῦ τό δείχνετε, σᾶς παρακαλῶ;
— Παλάτι, κοπέλα μου, ἐμεῖς δέν ἔχουμε!
— Οὔτε σπίτι; Ποῦ μένετε τότε;
— Οὔτε σπίτι! Σπίτια μας εἶναι ὅλος ὁ κόσμος. Ὅπου θέλουμε νά μένουμε.
— Δηλαδή;
— Νά, μέσα στά σπίτια τῶν ἀνθρώπων. Στά τραπέζια τους, στά κρεβάτια, στά ροῦχα, στίς κουζίνες. Κι ὅταν μερικοί εἶναι καθαροί καί μᾶς διώχνουν ἀπ᾽ τά σπίτια τους, ζοῦμε ἔξω στούς δρόμους, ὅπου νά ᾽ναι!
— Καί τί ἐργασία κάνετε;
— Ἐργασία; Ζῶ! Αὐτό κάνω μόνο.
— Καί δέν ὠφελεῖτε κανένα γύρω σας; Δέν τό πιστεύω!
— Τί κουτή πού εἶσαι καημένη! Νά τό πιστέψεις! Ὠφελῶ τόν ἑαυτό μου. Καί αὐτό φτάνει. Ἀλλά πολλά εἴπαμε, εἶπε νευριασμένη καί σηκώθηκε. Δέν ἔχεις τίποτε ἄλλο νά μοῦ δείξεις;
— Πῶς! Ἔχω ὅλα τά ὡραῖα λουλούδια τοῦ κήπου μας. Ἐλᾶτε νά σᾶς δείξω ποιό ἔχει πιό πολύ νέκταρ!
— Δέν μπορῶ νά ζήσω μέ νέκταρ μόνον ἐγώ. Θέλω καί ἄλλες νοστιμιές.
— Νοστιμιές; Ὤ, μά τί θά θέλατε κ. Μύγα, νά σᾶς προσφέρω. Πέστε μου καί θά τό ἑτοιμάσω εὐχαρίστως!
— Τί νά μοῦ ἑτοιμάσεις, κοπέλα μου; Εἶναι φανερό πώς ἐσύ ζεῖς πολύ διαφορετικά ἀπ᾽ ὅ,τι ζοῦμε ἐμεῖς οἱ μύγες. Μά, γιά στάσου. Δέν ὑπάρχει κανένας στάβλος ἐ δῶ κοντά;
— Ὑπάρχει ἕνας, ἀλλά μακριά ἀπό ἐδῶ. Νά,ἐκεῖ ψηλά.
— Καλά. Μήπως εἶδες πουθενά καί κανένα ψοφίμι;
— Ναί, ἕνα σκυλί ψόφησε μέσα σέ κεῖνο τό λιβάδι. Ὅμως μήν πᾶς ἀπό κεῖ, γιατί μπορεῖς νά λερώσεις τά ὡραῖα σου ροῦχα!
— Ἐγώ ἐκεῖ πάω, γιατί ἐμένα αὐτά μοῦ ἀρέσουν…
Καί φράπ! ἔφυγε χωρίς νά χαιρετήσει. Σέ λίγο ὅμως φώναξε ἀπό μακριά:
— Θά ξανάρθω, θά ξανάρθω σύντομα, γιατί οἱ μελισσοῦλες εἶστε καλές καί περιποιητικές!
Λυπήθηκε μ᾽ ὅλα αὐτά ἡ μελισσούλα κι ἔτρεξε στή Βασίλισσα μαμά της.
— Μανούλα, αὐτό ἔγινε μέ τήν κ. Μύγα! Δέν ἔχει σπίτι οὔτε ταΐζει ἀδερφάκια, οὔτε κάνει καμιά δουλειά! Μέ τούς ἀνθρώπους δέν τά ἔχει καλά καί κανένα δέν ὠφελεῖ ἀλλά τούς βλάπτει! Καί ξέρεις, μανούλα, ζήταγε στό τέλος στάβλους καί ψοφίμια. Πόσο λυπήθηκα!
— Μή λυπᾶσαι, χρυσό μου, τῆς εἶπε γλυκά ἡ μητέρα της. Μόνο πρόσεξε καλά τί θά σοῦ πῶ: Ἄν ξανάρθει ἡ κ. Μύγα, καί θά ξανάρθει, νά τῆς πεῖ πώς τό σωστό εἶναι οἱ μύγες νά κάνουν παρέα μέ τίς μύγες καί οἱ μέλισσες μέ τίς μέλισσες!
Ἔτσι κοριτσάκι μου;
(Ἀναδημοσίευση ἀπό τό βιβλίο:Κούκου ἀπό τή λεμονιά τῆς Θ. Πιτυλάκη)