Για κάποιους ανθρώπους, η ιδέα να ζήσουν χωρίς να αισθάνονται ότι ελέγχουν τα πάντα, μπορεί να γίνει πολύ τρομακτική. Τα παιχνίδια δύναμης είναι ο μόνος τρόπος που ξέρουν να υπάρχουν και, συνήθως, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δοκιμάσουν άλλο τρόπο. Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, οι άνθρωποι αυτοί παίζοντας παιχνίδια καταφέρνουν να δημιουργήσουν μία ψευδή, τις περισσότερες φορές, αίσθηση ότι είναι άτρωτοι και καλύτεροι ή σημαντικότεροι από τους άλλους.
Κανείς δεν εγκαταλείπει εύκολα μια τέτοια αίσθηση. Αν η αντίληψη που έχουμε για εμάς εξαρτάται από την αίσθηση ότι είμαστε δυνατοί, η εγκατάλειψη αυτής της αίσθησης θα σημαίνει περίπου ότι απαρνιόμαστε τον εαυτό μας. Το ζητούμενο όμως δεν είναι να απαρνηθούμε τη δύναμή μας, αλλά μάλλον να καταφέρουμε να μην μας ελέγχει η ανάγκη μας για έλεγχο.
Δεν σημαίνει ότι δεν θα δείξουμε ποτέ τη δύναμή μας, ούτε ότι δεν θα παλέψουμε αν βρεθούμε στην ανάγκη να προστατέψουμε τον εαυτό μας. Σημαίνει όμως ότι, από ένα σημείο και μετά, αποφασίζουμε να μην σπαταλάμε πλέον ενέργεια σε λάθος πράγματα ή, με άλλα λόγια, αποφασίσουμε να επιλέγουμε πιο προσεκτικά τις μάχες που δίνουμε.
ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΠΑΙΖΩ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Το καμπανάκι ότι κάτι δεν πάει καλά στις σχέσεις μας χτυπάει για πρώτη φορά όταν συνειδητοποιούμε ότι, αντί να σχετιζόμαστε, να μαθαίνουμε και να χαιρόμαστε τους ανθρώπους, παίζουμε παιχνίδια μαζί τους. Αρχίζουμε να αποστρεφόμαστε τα παιχνίδια, όταν φτάνουμε να ομολογήσουμε αυτό που πάντα ξέραμε: ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τους άλλους.
Ότι είναι μάταιο να προσπαθούμε να τους αλλάξουμε, να τους αναγκάσουμε να κάνουν αυτό που θέλουμε και, κυρίως, να προσπαθούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους για εμάς.
Εξάλλου και να μπορούσαμε, τι νόημα έχει να καταφέρουμε να κάνουμε τον άλλον ότι θέλουμε, αφού πρώτα τον έχουμε αποδυναμώσει με χίλια δυο τεχνάσματα; Πόση ικανοποίηση μπορεί να προσφέρει η αίσθηση ότι ο άλλος είναι εκεί και συμφωνεί μαζί μας, όχι επειδή το έχει αποφασίσει ελεύθερα, αλλά επειδή αισθάνεται εξαιρετικά αδύναμος ή πολύ κουρασμένος για να κάνει διαφορετικά;
Πόσο ήσυχα μπορούμε να κοιμόμαστε τα βράδια αν ξέρουμε ότι κακομεταχειριζόμαστε ο ένας τα κουμπιά του άλλου, δηλαδή τα ευάλωτα σημεία, τους χειρότερους φόβους και τις πιο αγωνιώδεις σκέψεις του; Κάποια στιγμή, συνειδητοποιούμε το πόσο οι ίδιοι συμβάλλουμε στη διαφορά δύναμης που εγκαθιδρύεται στη σχέση.
Το πόσο οι ίδιοι φερόμαστε με τρόπους που δείχνουν ότι αντιμετωπίζουμε τον άλλον σαν να έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη από εμάς και τον εαυτό μας σαν να έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη από εκείνον. Καταλαβαίνουμε ότι οικειοθελώς επιλέγουμε το ρόλο του «θύτη» ή του «θύματος» αντί του φίλου, του συντρόφου και συνομιλητή.
Αναγνωρίζουμε, εν ολίγοις, ότι έχουμε αποφύγει ή αποτύχει να σχετιστούμε ως ισότιμοι και αναλαμβάνουμε την ευθύνη αυτής της συμπεριφοράς. Τότε είναι που αποφασίζουμε να παραιτηθούμε από τον έλεγχο, όχι επειδή είμαστε «αδύναμοι», αλλά επειδή συνειδητοποιούμε ότι έχουμε μπλέξει σε λάθος παιχνίδι.
Αποφασίζουμε να αφήσουμε το τιμόνι γιατί πλέον καταλαβαίνουμε ότι οδηγούμαστε αλλού από εκεί που θέλουμε να πάμε. Παραιτούμαστε και στην ουσία είναι σαν να παραδεχόμαστε άφοβα και μεγαλειωδώς την «ήττα» και «αδυναμία» μας, δηλαδή την ανάγκη μας για τους άλλους.
ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΘΑ ΠΕΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΟΜΑΙ Η μετάβαση από τη μεγαλοπρεπή «παντοδυναμία» στη «γήινη» δύναμη ή στο μοίρασμα της δύναμης δεν είναι εύκολη, αλλά συγκεκριμένες απελευθερωτικές κινήσεις μπορούν να μας ανοίξουν το δρόμο:
Για αρχή, αντιμετωπίζουμε τους απωθημένους φόβους, τις τραυματικές εμπειρίες και τις διαστρεβλωμένες αντιλήψεις που διεγείρουν την ανασφάλειά μας και, συνακόλουθα, υποκινούν τα παιχνίδια δύναμης, έτσι ώστε να πάψουν να μας καθορίζουν.
Βρίσκουμε και αναγνωρίζουμε τα τυφλά μας σημεία. Για ποιο λόγο η συμπεριφορά κάποιου μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε άσχημα, να μας δημιουργήσει ενοχή ή να μας κάνει να ντραπούμε; Γιατί ανταποκρινόμαστε και αντιδρούμε στους κανόνες και στις αξίες των άλλων, αντί να εμπιστευόμαστε τους δικούς μας κώδικες;
Πού τελικά «πατάνε» οι απόπειρες χειρισμού του άλλου και καταφέρνουν να μας παρασύρουν; Προσπαθούμε να γίνουμε αυτόνομοι και ανεξάρτητοι, χωρίς να μετράμε την αξία μας με βάση την αποδοχή των άλλων.
Ανακαλύπτουμε ή δημιουργούμε μέσα μας αυτά που αναζητούμε να πάρουμε απέξω: εκτίμηση, φροντίδα και αγάπη για τον εαυτό μας. Επαναστατούμε και προκαλούμε: αμφισβητούμε την εξουσία, πηγαίνουμε κόντρα στο ρεύμα και κάνουμε άβολες ερωτήσεις.
Σταματάμε να είμαστε τα «καλά και υπάκουα παιδιά» και παύουμε να φοβόμαστε ότι οι άλλοι θα θυμώσουν ή θα μας απορρίψουν αν συγκρουστούμε ή εναντιωθούμε[2]. Παραδεχόμαστε ότι αξιολογούμε ως πολύτιμη την αγάπη των άλλων, αλλά δεν της επιτρέπουμε να μας σέρνει από τη μύτη. Κι ακόμα αποσυνδέουμε την αίσθηση της ύπαρξης και ταυτότητάς μας από την παρουσία συγκεκριμένων σχέσεων στη ζωή μας.
Εκφράζουμε αυτό που σκεφτόμαστε και δείχνουμε αυτό που αισθανόμαστε, δηλαδή με δυο λόγια είμαστε ο αυθεντικός εαυτός μας κάθε στιγμή. Επιτρέπουμε στους άλλους να είναι δυνατοί. Παύουμε να πιστεύουμε ότι αν τους αφήσουμε ελεύθερους να κάνουν όποια επιλογή θέλουν, εκείνοι θα επιλέξουν να μας απορρίψουν, εγκαταλείψουν, γελοιοποιήσουν ή κακοποιήσουν.
Δεν επηρεαζόμαστε από τις κοινωνικές συνθήκες ή πιέσεις σε σημείο που να χάνουμε το κέντρο βάρους μας. Δεν αφήνουμε τα περιφερειακά εξωτερικά γεγονότα να φέρουν τούμπα τη ζωή μας και δεν παίρνουμε προσωπικά αυτά που λένε και κάνουν οι άλλοι.
Τέλος, παίρνουμε αποφάσεις υψηλού ρίσκου: Αν έχουμε θητεύσει ως «αδύναμοι» αποφασίζουμε αν τολμάμε να ξεβολευτούμε και να πετάξουμε από πάνω μας το ρόλο του «θύματος», ενώ αν έχουμε υπάρξει «δυνατοί» αποφασίζουμε αν αντέχουμε να αφοπλιστούμε και να αφήσουμε τους άλλους να μας δουν χωρίς την πανοπλία του «δυνατού».
ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ ΕΠΙ ΙΣΟΙΣ ΟΡΟΙΣ;
Τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα: Τι θα συμβεί αν, διαβάζοντας αυτό το άρθρο ή κάποιο άλλο παρόμοιο, αποφασίσουμε ότι δεν θέλουμε πλέον να παίζουμε παιχνίδια και επιστρέψουμε στη σχέση μας με την πρόθεση να εφαρμόσουμε αυτή τη νέα γνώση και στάση;
Είναι μάλλον απίθανο ότι ο άλλος θα ακολουθήσει με χαρά το νέο σχέδιο ή ότι θα συμφωνήσει αμέσως να παίξει με τους νέους, έστω πιο ισότιμους, όρους. Το ότι αλλάξαμε ή αλλάζουμε εμείς, δυστυχώς δε σημαίνει ότι ο γονιός, ο σύντροφος, ο φίλος και ο αδερφός μας θα θελήσουν να κάνουν το ίδιο.
Αν νοιαζόμαστε και αγαπάμε, θα προσπαθήσουμε φυσικά να διαπραγματευτούμε έναν κοινό τόπο και μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία, αλλά αυτό μπορεί να πετύχει μόνο αν ο άλλος θελήσει να συνεργαστεί και να μπει σε διαδικασία διαπραγμάτευσης. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αμφισβητήσει και να εγκαταλείψει τη λογική του «παίχτη».
Θα πρέπει δηλαδή να μετακινηθεί από μία διλημματική και διχοτομική λογική του τύπου «είτε/είτε» (δυνατός/αδύνατος, ανώτερος/κατώτερος, νικητής/χαμένος) σε μια περισσότερο πλουραλιστική και πολυδιάστατη λογική[3].
Για να το πούμε και πιο θεωρητικά, ο άλλος θα πρέπει να μετακινηθεί από τη θέση του zero-sum game (παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου κερδίζω εγώ σημαίνει χάνεις εσύ και αυτό που χάνω ή κερδίζω με αυτό που χάνεις ή κερδίζεις δίνουν άθροισμα μηδέν) προς ένα win-win game (παιχνίδι αμοιβαίου οφέλους, όπου κερδίζω εγώ σημαίνει κερδίζεις κι εσύ, αν και όχι απαραίτητα στον ίδιο βαθμό ή με τον ίδιο τρόπο).
Το κακό είναι ότι τα παιχνίδια δύναμης είναι βαθιά εγκατεστημένες και ενσωματωμένες συμπεριφορές και, όπως έχουμε ήδη πει, είναι δύσκολο να αλλάξουν.
Αν έχει εδραιωθεί το μοντέλο του δυνατού – αδύναμου στη σχέση, ο «δυνατός», ο οποίος έχει απολαύσει για καιρό τα οφέλη της δύναμής του, δεν θα δει με καλό μάτι την απόφαση του «αδύναμου» να πάψει να είναι «θύμα», ούτε θα δεχτεί έτσι απλά να χάσει ή να παραχωρήσει μέρος των προνομίων του.
Είτε αποφασίσει να συνεργαστεί είτε όχι, δεν θα το κάνει χωρίς πρώτα να αγωνιστεί να κρατήσει τη θέση του – θα παλέψει, θα κλιμακώσει τα παιχνίδια ή τελικά θα αποσυρθεί τερματίζοντας τη σχέση.
Κάποιος μπορεί να ελπίζει ότι, σπάζοντας τη σιωπή που καλύπτει τα παιχνίδια δύναμης και δίνοντας αυθεντική ανατροφοδότηση στον άλλο σχετικά με τις συνέπειες αυτών που κάνει, θα καταφέρει να σπάσει το φαύλο κύκλο του ανταγωνισμού, θα βοηθήσει τον άλλο να βγει από τις ψευδαισθήσεις και, εν τέλει, θα βοηθήσει τη σχέση.
Πιθανά κάποιοι θα δεχτούν με χαρά αυτό το «δώρο» και θα δοκιμάσουν να αλλάξουν τρόπους, αλλά δυστυχώς κάποιοι άλλοι θα το γυρίσουν πίσω χωρίς καν να το ανοίξουν. Αν η ανάγκη του άλλου για έλεγχο είναι εξαιρετικά ανθεκτική και περισσότερο σημαντική από την όποια αγάπη μπορεί να έχει για μας, η σχέση δεν θα αντέξει.
Αν σχετιστήκαμε μαζί του με βάση την άρρητη συμφωνία να πάρουμε εμείς το ρόλο του «αδύναμου» ώστε εκείνος να νιώθει «δυνατός», η σχέση θα πάψει να επιτελεί τη λειτουργία της όταν χαλάσει αυτό το μοντέλο. Τελικά, αν το μόνο που μας ένωσε και μας ενώνει είναι τα παιχνίδια δύναμης, δεν θα μείνει τίποτα όταν τα αφαιρέσουμε.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν η μάχη είναι το μόνο που απέμεινε να μας συνδέει, τότε απελευθερωνόμαστε μόνο αν βγούμε ολοκληρωτικά από το παιχνίδι. Η τελευταία κίνηση «δύναμης» και ο μόνος τρόπος να «κερδίσουμε» αυτό το, έτσι κι αλλιώς, χαμένο παιχνίδι είναι να σταματήσουμε να παίζουμε.
Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ
Το αισιόδοξο συμπέρασμα είναι ότι, παρόλο που δεν καταφέραμε να αγαπηθούμε και να μοιραστούμε τη δύναμή μας όντας μαζί, μπορούμε τουλάχιστον να σεβαστούμε ο ένας τον άλλο από μακριά. Είναι ίσως ο μόνος τρόπος να ανακτήσουμε την αξιοπρέπεια που ενδεχομένως χάσαμε σπαταλώντας χρόνο και ενέργεια σε παιχνίδια δύναμης.
Μια τέτοια εξέλιξη είναι και μια ευκαρία να καταλάβουμε ότι η «δύναμη» δεν είναι ένα εμπόρευμα που το πάμε και το φέρνουμε ούτε κάτι που υπάρχει εις βάρος κάποιου άλλου, αλλά κάτι που αισθανόμαστε ή δεν αισθανόμαστε μέσα μας.
Έτσι κι αλλιώς, μπροστά στη ζωή είμαστε όλοι αδύναμοι και αβοήθητοι. Κατασκευάσαμε την έννοια της δύναμης στην προσπάθειά μας να μην νιώθουμε εντελώς χαμένοι, αλλά αντί να την ελέγχουμε καταλήξαμε να μας ελέγχει.
Τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι η «δύναμη» είναι απλώς ένα κατασκεύασμα και ότι ο έλεγχος που υποτίθεται προσφέρει είναι μια ψευδαίσθηση, η ζωή παύει να στριμώχνεται σε τεχνητά κουτάκια και ξαναγίνεται απρόβλεπτη, μεταβαλλόμενη και, μοιραία, αβέβαιη.
Παύει να περιλαμβάνει αμοιβαία αποκλειόμενες (άσπρο-μαύρο) και ιεραρχικές (ανώτερος-κατώτερος) κατηγορίες και ξαναγίνεται πολύχρωμη και πολυδιάστατη. Κι εμείς, σε συμφωνία με την αβέβαιη και μεταβαλλόμενη φύση της ζωής γινόμαστε πιο ανθρώπινοι, πιο ευάλωτοι, αλλά και πιο ευέλικτοι – με κάποιο τρόπο, όταν παραιτούμαστε από τον έλεγχο, είναι σαν να επιστρέφουμε στο ανθρώπινο είδος.
Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η ευάλωτη και συγχρόνως ευέλικτη θέση προσφέρει συχνά περισσότερο «έλεγχο» από ότι οι αγωνιώδεις, ψυχαναγκαστικές προσπάθειες να εκβιάσουμε τον έλεγχο. Όταν παραδεχόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες και ανάγκες και, συνάμα, αναγνωρίζουμε και στον άλλο το δικαίωμα να υπάρχει και να κινείται ελεύθερα μαζί μας, εκείνος, βλέποντας ότι δεν προσπαθούμε να τον ελέγξουμε και καθώς δεν νιώθει απειλή, φοβάται λιγότερο να ρισκάρει, να μας προσεγγίσει και να ανοιχτεί.
Τελικά, είναι η δύναμη της αυτοεκτίμησης, της αυτοπεποίθησης και της ενσυναίσθησης αυτή που μας απελευθερώνει. Αυτές είναι οι τρεις ποιότητες που δίνουν την αίσθηση της πραγματικής δύναμης[6], δηλαδή εκείνης της ήρεμης δύναμης που δεν χαλάει τον κόσμο, αλλά που απλώς υπάρχει και ακτινοβολεί, χωρίς να χρειάζεται επιδείξεις ή αποδείξεις.
Όλο αυτό που περιγράφουμε εδώ έχει μία ηρεμία που απουσιάζει από τους ανταγωνισμούς στους οποίους οι περισσότεροι είμαστε μαθημένοι. Έχει την ηρεμία του να αφήνουμε τα πράγματα απλώς να συμβαίνουν χωρίς να επιτρέπουμε στον εγωισμό μας να μας παρασύρει σε επικίνδυνους δρόμους.
Έχει την αποδοχή των δεδομένων περιορισμών μας και την επιλογή να ασχολούμαστε μόνο με αυτά που μπορούμε να επηρεάσουμε (τον εαυτό μας κυρίως), αφήνοντας τα υπόλοιπα στη δική τους μοίρα.
Είναι το σημείο όπου δεν έχουμε ανάγκη να βάλουμε σε βάθρο κανέναν ούτε έχουμε ανάγκη να βάλουμε τον εαυτό μας σε βάθρο. Το σημείο όπου δεν έχουμε πλέον την ανάγκη να «νικήσουμε» εις βάρος κάποιου άλλου, γιατί νιώθουμε ήδη «νικητές». Μάλιστα, αν νιώθουμε ήδη νικητές, μπορούμε ακόμα και να χαρίσουμε μια δυο νίκες σε εκείνους που επιμένουν να εξαρτούν τη ζωή τους από αυτό.
ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ… Σε πρακτικό επίπεδο: Αν δεν είστε σίγουροι με ποιο τρόπο θέλετε να αποκριθείτε σε μία κατάσταση στην οποία αντιλαμβάνεστε ότι κάποιος προσπαθεί να παίξει παιχνίδια εις βάρος σας, ίσως είναι καλύτερα να μην βιαστείτε να αποφασίσετε, αλλά να δώσετε μια ευκαιρία στον εαυτό σας, στον άλλο και στα πράγματα λέγοντας: «δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ.
Επίσης, αν κάποιος σας θέσει ένα τελεσίγραφο, εκτός από την επιλογή της αποδέσμευσης: «όχι, δεν χρειάζομαι τόσο πολύ αυτό που μου δίνεις», να θυμάστε ότι υπάρχει και η επιλογή του: «ναι, χρειάζομαι αυτό που μου δίνεις, αλλά όχι με τους όρους σου»[9], που σημαίνει ότι υπάρχει τρόπος να παραδεχτούμε την «αδυναμία» μας σε κάποιον, χωρίς αυτό να μας κάνει «αδύναμους».
Σε επίπεδο αρχής: Αυτό που μας διασφαλίζει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το αν υφιστάμεθα παιχνίδι δύναμης ή όχι, είναι να κάνουμε παντού και πάντοτε αυτό που θέλουμε.
Αφού παιχνίδι δύναμης εξ′ ορισμού σημαίνει «κάνω κάτι που δεν θέλω να κάνω»[10], αν συναινέσω σε κάτι επειδή το θέλω και επιπλέον αναλάβω την ευθύνη αυτού που επέλεξα να κάνω, θα ξέρω ότι λειτούργησα ελεύθερα και σε συμφωνία με τις δικές μου προθέσεις, ανεξάρτητα από τις όποιες, ύποπτες ή μη, προθέσεις του άλλου.
Η αντίθετη στάση του «με παρέσυρε», με χρησιμοποίησε» ή «με έπαιξε» είναι στάση που μόνο στο μυαλό κάποιου με χαμηλή αυτοεκτίμηση θα αναπτυχθεί[11] και επιπλέον είναι παιχνίδι δύναμης από την ανάποδη…
Βιβή Φατούρου,
Ψυχολόγος & Σύμβουλος Ψυχικής
http://www.vivifatourou.gr