Ο τρόπος που μιλάει κανείς μπορεί να υποδείξει αν βιώνει έντονο άγχος ή αν βρίσκεται σε φάση κατάθλιψης, αποκαλύπτει μια νέα αμερικανο-γερμανική επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Journal of Personality and Society Psychology.
Οι αγχώδεις διαταραχές και η κατάθλιψη συνήθως χαρακτηρίζονται από τις έντονες ανησυχίες, την επίμονη λύπη, την απελπισία ή την έλλειψη κινήτρων. Άλλοτε πάλι όμως τα σημάδια της κακής ψυχικής υγείας είναι πιο ασαφή και ανιχνεύονται, για παράδειγμα, στον τρόπο που εκφράζεται το άτομο.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές στη μελέτη τους, τα αρνητικά συναισθήματα – όπως αυτά που βιώνει ένα άτομο με άγχος ή κατάθλιψη – συνδέονται άμεσα με δύο λέξεις: το «εγώ» και το «εμένα».
Το εύρημα αυτό σίγουρα προκαλεί έκπληξη, αφού μέχρι τώρα είχε επικρατήσει η άποψη ότι ένα άτομο που χρησιμοποιεί συχνά τη συγκεκριμένη προσωπική αντωνυμία για να μιλήσει για τον εαυτό του έχει πιθανότατα τάσεις ναρκισσισμού και όχι άγχους ή κατάθλιψης.
Μάλιστα, οι ερευνητές αναφέρουν στη μελέτη τους ότι τα άτομα που χρησιμοποιούν συχνά το «εγώ» και το «εμένα» είναι γενικώς προδιατεθειμένα να νιώθουν κυρίως αρνητικά παρά θετικά συναισθήματα.
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που αφορούσαν περισσότερους από 4.700 ανθρώπους, οι οποίοι συμμετείχαν σε μια σειρά από πειράματα σχετικά με τον τρόπο έκφρασης (γραπτός και προφορικός λόγος) και την κατάσταση της ψυχικής υγείας.
Από τα δεδομένα προέκυψε ότι οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν κατά μέσο όρο 16.000 λέξεις την ημέρα, εκ των οποίων περίπου 1.400 ήταν αντωνυμίες σε α’ ενικό πρόσωπο.
Σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα των ψυχολογικών τεστ, διαπιστώθηκε ότι οι συμμετέχοντες που ήταν επιρρεπείς στο άγχος και στην κατάθλιψη χρησιμοποιούσαν την προσωπική αντωνυμία πολύ συχνότερα, συγκεκριμένα έως και 2.000 φορές την ημέρα.
Σχολιάζοντας τα νέα ευρήματα, η βασική συντάκτρια της μελέτης, Άλισον Τάκμαν, από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, επισημαίνει πως η τάση ενός ατόμου να χρησιμοποιεί πολύ την προσωπική αντωνυμία είναι ενδεικτική όχι μόνο για το άγχος ή την κατάθλιψη που ενδεχομένως το ταλαιπωρεί, αλλά για μια γενικότερη τάση να βιώνει περισσότερα αρνητικά συναισθήματα από τον μέσο άνθρωπο.
Αυτό, προσθέτει η ερευνήτρια, συνεπάγεται πως ο τρόπος που εκφράζεται κανείς μπορεί να «προειδοποιήσει» και για άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας, πέραν του άγχους και της κατάθλιψης.
Κατάθλιψη : Μια τόσο δυσάρεστη ψυχική διαταραχή που κάποτε, το μακρινό 1621, ο Ρόμπερτ Μπάρτον είχε πει πως «αν υπάρχει κόλαση πάνω στη Γη θα τη βρείτε στην καρδιά ενός μελαγχολικού» (Τhe Anatomy of Melancholy). Σήμερα είναι τόσο συχνή που σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας υποφέρουν απ’ αυτήν παγκοσμίως περισσότεροι από 300 εκατ. άνθρωποι όλων των ηλικιών.
Συχνά μεταμφιεσμένη και με τους μισούς ασθενείς να μην την αντιμετωπίζουν, είναι μια ψυχική διαταραχή που παρότι είναι ιάσιμη μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες περιπτώσεις (περίπου 15%) μέχρι και στην απόπειρα αυτοκτονίας. Σύμφωνα μάλιστα με τον ΠΟΥ περίπου 800.000 άνθρωποι κάθε χρόνο γίνονται αυτόχειρες.
Ειδικά στην Ελλάδα είναι ενδεικτικό το πόσο έχουν αυξηθεί τα κρούσματα μείζονος κατάθλιψης τα χρόνια της κρίσης, καθώς έρευνα του 2013 έδειξε ότι σε σχέση με το 2009, στην αρχή ουσιαστικά της οικονομικής κρίσης, τα ποσοστά σχεδόν διπλασιάστηκαν.
“Πρόκειται για μια πολύ συχνή και δυσάρεστη ψυχική διαταραχή, της οποίας η συχνότητα στην πορεία του χρόνου αυξάνεται” μας εξήγησε ο ειδικός, επιβεβαιώνοντας τις έρευνες: “Προτιμάει πιο πολύ τις γυναίκες, είναι η διπλάσια η συχνότητα σε σχέση με τους άντρες και σε αυτό έχουν συμβάλει διάφοροι παράγοντες”.
Κατάθλιψη “είναι νόσος που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο αυτοκτονίας, με τα στοιχεία να αναφέρουν πως το 15% των ασθενών, κάνουν σχετική απόπειρα”. Ένα άλλο ανησυχητικό στοιχείο είναι πως “υπολογίζεται ότι περίπου το 12% των αντρών και το 25% των γυναικών θα παρουσιάσουν κατάθλιψη τουλάχιστον μια φορά”, ενώ “υπάρχει και η χρόνια κατάθλιψη περίπου στο 5% του πληθυσμού”.
1. Τι συμβαίνει όταν κάποιος πάσχει από κατάθλιψη :
*Δεν χαίρεται
*Νιώθει μια βαθιά θλίψη
*Έχει ανορεξία
*Έχει αϋπνία
*Δεν μπορεί να κλάψει πολλές φορές
*Χάνει τα ενδιαφέροντά του, την αυτοπεποίθησή του, την αυτοεκτίμησή του
*Άγχεται
*Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί ή να εστιάσει κάπου την προσοχή του
*Κατακλύζεται από ενοχές που μπορεί να είναι εντελώς αστήρικτες και αβάσιμες
*Χάνει τη ζωντάνια του
*Όλα τα βλέπει βουνό
*Έχει “κομμάρες”, δηλαδή σωματική αδυναμία και πιστεύει ότι δεν πρόκειται να γίνει καλά. Αυτό ενισχύει τον αυτοκτονικό ιδεασμό και μπορεί να αποπειραθεί αυτοκτονία
2.Τα αίτια που οδηγούν στην κατάθλιψη
“Κατ’ αρχάς, ευθύνονται γενετικοί παράγοντες, κάτι που έχει αποδειχθεί από διάφορες μελέτες. Συμβάλλουν βέβαια και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Είναι τα στρες της ζωής. Μπορεί να είναι άμεσα, όπως τώρα με την κρίση που στρεσάρονται και δεν τα βγάζουν πέρα.
Οι στρεσογόνοι παράγοντες μπορεί να είναι και παλαιότεροι. Όπως πρώιμη γονεϊκή αποστέρηση, σεξουαλική κακοποίηση, χρήση ουσιών. Είναι κι αυτοί παράγοντες που μπορεί να συμβάλουν στην εκδήλωση της κατάθλιψης”.
Αυτό που παρατηρείται “είναι ότι υπάρχει μια διαταραχή της ισορροπίας των αμυνών του εγκεφάλου, της σεροτονίνης κυρίως, που επηρεάζει άμεσα τη διάθεση, τα αισθήματα, τη μνήμη, την όρεξη, την αντοχή στον πόνο, την αυτοπεποίθηση, τον ύπνο, την πέψη και τη ρύθμιση στη θερμοκρασία του σώματος. Η μειωμένη δραστηριότητα αυτών των συστημάτων μπορεί να εκφράζεται με κατάθλιψη”.
3.Η μεταμφιεσμένη κατάθλιψη
“Μερικές φορές δεν φαίνονται αυτές οι τάσεις γι’ αυτό πρέπει πάντα ο γιατρός να ψάξει αν υπάρχουν”, ο οποίος πρόσθεσε ότι “πολλές φορές η κατάθλιψη δεν παρουσιάζεται με αυτά τα συμπτώματα, τα ψυχολογικά αλλά με σωματικά. Είναι αυτό που λέμε μεταμφιεσμένη κατάθλιψη.
Μπορεί να είναι πόνοι στο σώμα, ζαλάδες κι άλλα επώδυνα σωματικά συμπτώματα που να κάνουν κάποιον να τρέχει από γιατρό σε γιατρό και στο βάθος να είναι κατάθλιψη. Κι ενώ δεν θεραπεύεται με άλλες σωματικές θεραπείες, με αντικαταθλιπτική θεραπεία οι πόνοι υποχωρούν”, προσθέτει ακόμη.
4.Τα διαγνωστικά κριτήρια
Για να μη χρησιμοποιούμε επί ματαίω, μια “βαριά” λέξη σε νόημα και ουσία, ο πρόεδρος του κλάδου Κλινικής Ψυχοφαρμακολογίας της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας επισημαίνει ότι “υπάρχουν καθιερωμένα διαγνωστικά κριτήρια, με τα οποία γίνεται η διάγνωση της κατάθλιψης.
Δεν είναι με το παραμικρό ότι έχει κάποιος κατάθλιψη. Υπάρχουν κριτήρια που έχει καθορίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και βάσει αυτών κάνουμε τις διαγνώσεις.
Έχει ενοχοποιηθεί η κατάθλιψη που δεν θεραπεύεται ως προδιαθεσικός παράγοντας για την άνοια, που είναι μια απειλή της κοινωνίας, ένας μπαμπούλας. Υπολογίζεται ότι το 2050 οι άνθρωποι με άνοια θα είναι περίπου 300 και εκατομμύρια. Είναι ένα μείζον, αυξανόμενο πρόβλημα. Και η κατάθλιψη θεωρείται ότι προδιαθέτει για άνοια”.
Έχει προσδιοριστεί σε ποια ηλικία εμφανίζεται το πρόβλημα;
“Είναι κυρίως ανάμεσα στα 25 με τα 30 χρόνια. Υπάρχει όμως, και η λεγόμενη διπολική κατάθλιψη, αυτή που εναλλάσσεται με μανιακό επεισόδιο (αυτό που παλαιά αποκαλούσαμε μανιοκατάθλιψη) που αρχίζει πιο νωρίς. Μάλιστα είναι πολύ ανθεκτική και πιο αυτοκτονική. Χαρακτηριστικά, περίπου 20% των ατόμων αυτών κάνουν απόπειρα. Είναι και διαφορετική η αντιμετώπισή της. Δεν είναι τα αντικαταθλιπτικά αλλά σταθεροποιητικά της βίας”.
5.Η διάγνωση, η θεραπεία, η εξάρτηση και το στίγμα
Ο κ. Αλεβίζος λέει πως “είναι πολύ σημαντικό ότι πρόκειται για μια θεραπεύσιμη κατάσταση, δηλαδή πολύ μικρά ποσοστά μένουν με υπολειμματικά συμπτώματα. Συχνά πάει πολύ καλά, αλλά αυτό που παρατηρείται είναι ότι περίπου οι μισοί δεν κάνουν θεραπεία.
Υπάρχουν κυρίως, οι λανθασμένες αντιλήψεις για τα φάρμακα που πολλές φορές φτάνουν στην μαγική πρωτόγονη σκέψη. Υπάρχουν κάποιες δογματικές τάσεις κατά φαρμάκων, και τα ΜΜΕ ευνοούν αυτή την τάση. Και βέβαια το στίγμα: ότι αν δηλαδή κάποιος πάρει φάρμακα, που τα θεωρούν όλα ψυχοφάρμακα, βαπτίζεται άρρωστος».
«Επίσης, πάρα πολλοί φοβούνται και αυτό είναι μέγιστο λάθος: ότι κάνουν εξάρτηση. Δεν κάνουν εξάρτηση! Αυτό θα έπρεπε να το φωνάζουμε. Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν εξάρτηση. Εκτός από κάποια ηρεμιστικά, όταν τα πάρει κανείς χωρίς τις ιατρικές ενδείξεις.
Αυτό είναι μεγάλο παραμύθι και επιζήμιο. Σκεφτείτε ότι το 50% δεν κάνουν θεραπεία, ενώ θα μπορούσαν να τα πάνε πολύ καλά και διερωτηθείτε πώς θα είναι το μέλλον τους. Μπορεί δηλαδή, να χρειαστεί να νοσηλευτούν, να κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας, να χάσουν τη δουλειά τους, να διακόψουν τις σπουδές τους. Είναι δηλαδή, πάρα πολύ επιζήμια”.
Βασίλειο Αλεβίζο, αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών / news247.grgovastileto.gr , onmed.gr