Για τη νεφελώδη φύση της πραγματικότητας και τη λυτρωτική δύναμη του Μύθου
Σύμφωνα με την Ουπανισάδα Μπραχανταρυάκα, που χρονολογείται περίπου στον 9ο αιώνα π.Χ., στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τον Εαυτό. Αλλά, τη στιγμή που ο Εαυτός στοχάστηκε το Εγώ του, άρχισε να νιώθει το φόβο.
Έπειτα αναρωτήθηκε γιατί θα πρέπει να φοβάται, αφού ο κόσμος δεν καταλαμβάνεται από κάτι άλλο πέρα από τον ίδιο. Αυτό εξαφάνισε το φόβο του και γέννησε την επιθυμία για συντροφικότητα, που προκαλεί η αναγνώριση και η αίσθηση της μοναξιάς.
Ο Εαυτός χωρίστηκε στα δύο και έτσι δημιουργήθηκε το αρσενικό και το θηλυκό, οι δύο πόλοι της ύπαρξης, οι γεννήτορες των πάντων.
Τότε ήταν που ο Εαυτός αναφώνησε χαρούμενος: «Ο Κόσμος είμαι Εγώ»!
Διαβάζοντας τον παραπάνω μύθο, μας έρχεται σχεδόν αντανακλαστικά στο μυαλό η βιβλική διατύπωση: «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη».
Ο φόβος και η επιθυμία που ερείδονται στα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής, αποτελούν τους κινητήριους μοχλούς της προσπάθειας για την οριοθέτηση και την κατανόηση ενός κόσμου από καταβολής νεφελώδους και φαινομενικά ανερμάτιστου, αχανούς και πολλές φορές επικίνδυνου. «Ποιος έριξε τα όρη στο διάβα σου»;
Εκείνες τις στιγμές που τα πράγματα φαίνονται να παραπαίουν και να κλυδωνίζονται ανάμεσα στο φώς και το σκοτάδι, την γνώση και την άγνοια, την ύπαρξη και την ανυπαρξία, επιστρατεύεται από τον άνθρωπο ο Μύθος για να αποτελέσει την πυξίδα σε αυτή την παράξενη πλεύση στα αχαρτογράφητα νερά της ύπαρξης και ενός κόσμου που φαίνεται να βρίσκεται πάντα in statu nascendi.
«Αν δεν φτάσεις την αλήθεια, δεν θα μπορέσεις να τη διορθώσεις. Ωστόσο; αν δεν τη διορθώσεις, δεν θα μπορέσεις να τη φτάσεις.
Εν τω μεταξύ μην το βάζεις κάτω», αναφέρεται στο Βιβλίο των Συμβουλών. Το παραπάνω παράδοξο καταδεικνύει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο είναι τοποθετημένος ο άνθρωπος στον κόσμο. Ο άνθρωπος ως τρισυπόστατο όν, που απαρτίζεται από σώμα, σκέψη και συναίσθημα, επιδιώκει, μέσω της χρήσης όλων των εργαλείων που κατέχει, να ορίσει τον εαυτό του και τον κόσμο και να προσδιορίσει τη θέση του...
μέσα σε ένα Όλον που φαίνεται να κυβερνάται από τους νόμους της απροσδιοριστίας. Ως μοναχικός οδοιπόρος, αναζητά την Αλήθεια και στοχεύει διακαώς στην κατανόηση της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων. Πώς είναι δυνατόν όμως μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο να βρεθεί αυτό το αρχιμήδειο σταθερό σημείο; Ποια η απαρασάλευτη αφετηρία της σκέψης σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο πλαίσιο;
Υπάρχει άραγε αυτή η Αλήθεια ή μήπως «η μόνη αλήθεια είναι να μάθουμε να ελευθερωνόμαστε από το άφρονο πάθος της αλήθειας»;
Μήπως έχει δίκιο ο Alfred North Whitehead όταν γράφει πως : «Αλήθεια είναι όρος ο οποίος αναφέρεται μόνο στην εμφάνεια. Η πραγματικότητα ταυτίζεται με τον εαυτό της και δεν έχει νόημα να ρωτά κάποιος αν είναι αληθής ή ψευδής. Αλήθεια είναι η συμφωνία της εμφάνειας με την πραγματικότητα».
Γεννιέται λοιπόν η ανάγκη της χρήσης αυτής της αφαιρετικής παραστατικότητας που εξασφαλίζει ο Μύθος, από το εγγενές, χαρακτηριστικό στοιχείο του κόσμου να κρύβει την ουσία του και από την προσπάθεια υπέρβασής αυτής της κάλυψης ή μήπως αντί για απαντήσεις ο ίδιος ο Μύθος...
μέσω της αφαιρετικής του προσέγγισης των πραγμάτων επιτείνει αυτή την ψευδαίσθηση και συνεισφέρει στον χαοτικό στροβιλισμό της απροσδιοριστίας, ενδυναμώνοντάς τον;
Η χρήση του Μύθου τις περισσότερες φορές ξεκινά ως Κοσμογονία.
Εξυπηρετεί την ανάγκη του ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται in medias res, να ανακαλύψει, να αναδημιουργήσει την αρχή του μίτου, την εναρκτήρια στιγμή όλων των πραγμάτων. Οι ατέλειωτες παραλλαγές του «Εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», συναντώνται στην κοσμογονική αφήγηση κάθε λαού και κάθε τόπου.
«Σ’ αυτό τον κόσμο, όταν δεν είχε ακόμα λαμπρότητα και φώς και ήταν τυλιγμένος από παντού με απόλυτο σκοτάδι, ήρθε σε ύπαρξη – σαν αρχέγονη αιτία της δημιουργίας – ένα πανίσχυρο αυγό, το μοναδικό ανεξάντλητο σπέρμα όλων των δημιουργημένων πραγμάτων.
Ονομαζόταν μεγάλος ουράνιος κόσμος και σχηματίστηκε στην αρχή της Μεγάλης Εποχής. Σε εκείνον τον ουράνιο κόσμο, όπως μας λένε, ο ακτινοβόλος Μπράχμα, αυτή η θαυμαστή, αιώνια και ασύλληπτη οντότητα, ήταν παρών παντού. Απ’ αυτό το αυγό βγήκε ο κύριος Μπράχμα.
Έτσι στην αρχή υπήρχε αυτός ο μόνος δημιουργός μαζί με τον Βίσνου και τον Σίβα. Ύστερα εμφανίστηκε ο Πούρουσα , το αρχέγονο Πρόσωπο, που όλοι οι σοφοί τον γνωρίζουν με το όνομα Ατμάν και επίσης οι θεοί. Μετά από αυτούς γεννήθηκαν οι σοφοί.
Έπειτα δημιουργήθηκαν τα ουράνια ύδατα, το στερέωμα, η γη, ο αέρας, ο ουρανός, τα σημεία του ορίζοντα, τα έτη, οι εποχές, οι μήνες, τα δεκαπενθήμερα και το ημερονύκτιο, όπου η μέρα διαδέχεται τη νύχτα. Έτσι δημιουργήθηκαν όλα τα πράγματα που είναι γνωστά στους ανθρώπους.
Και οτιδήποτε υπάρχει στο σύμπαν των δημιουργημένων πραγμάτων, έμψυχο ή άψυχο, στο τέλος του κόσμου και μετά το τέλος της μεγάλης Εποχής, θα χαθεί ξανά.
Στην αρχή της κάθε Εποχής, όλα τα πράγματα ξαναγεννιούνται και σαν τους καρπούς της γης, διαδέχονται το ένα το άλλο με την κατάλληλη σειρά της εποχής τους.
Έτσι συνεχίζει να περιστρέφεται αιώνια στον κόσμο αυτός ο τροχός, που προκαλεί τη γέννηση και την καταστροφή όλων των πραγμάτων», διαβάζουμε στην αρχή του ινδικού έπους Mahabharata.
Γέννηση και θάνατος, δημιουργία και καταστροφή, έναρξη και πέρας, συναρτούν αδιαχώριστα δίπολα, καθοδηγητικά ορόσημα της ανθρώπινης διάνοιας, στην προσπάθειά της να αποδώσει μια ταυτότητα στα πράγματα για να μπορέσει έπειτα να τα ερμηνεύσει.
Την παρουσία του κοσμογονικού αυγού την ξανασυναντάμε και στην αρχαία ελληνική μυθολογική σκέψη, καθώς όπως διαβάζουμε στους Όρνιθες του Αριστοφάνη :
«Στην αρχή υπήρχε το Χάος, η Νύχτα, το μαύρο Έρεβος και ο πλατύς Τάρτατος και δεν υπήρχε ούτε η Γή, ούτε ο Αέρας, ούτε ο Ουρανός. Και στους άπειρους κόλπους του Ερέβους, η μαυροφτέρουγη Νύχτα γεννάει πρώτα ένα ανεμόδαρτο αυγό, από όπου, σαν ήρθε η ώρα, βγήκε ο φλογερός ο Έρωτας, με χρυσά φτερά να αστράφτουν στη ράχη του, όμοιος με ανεμοστρόβιλο.
Αυτός, σμίγοντας με το φτερωτό, σκοτεινό Χάος στον πλατύ Τάρταρο, ξεκλώσσησε τη γενιά μας και την πρωτόβγαλε στο φώς. Δεν υπήρχε γενιά αθανάτων πριν ο Έρωτας όλα τα ανακατέψει. Όταν όμως αναμείχθηκαν, δημιουργήθηκε ο Ουρανός, ο Ωκεανός, η Γή και η άφθαρτη γενιά των μακαρίων θεών».
Σε μια πλάση που κυριαρχείται από δύο αντίρροπες και ίσες δυνάμεις, αρσενικό και θηλυκό, άνω και κάτω, αριστερά και δεξιά, ψυχρό και θερμό, γιν και γιάνγκ, απαιτείται η ύπαρξη της τρίτης ενοποιητικής δύναμης, του Έρωτος για να δημιουργηθούν τα πάντα.
«Ο Έρως, ο ωραιότερος από τους αθάνατους θεούς, αυτός που λύνει του κορμιού τα μέλη και σε θεών και ανθρώπων τα στήθια, δαμάζει το νου και τη συνετή ορμήνια», όπως μας τον περιγράφει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, αποτελεί τη ζωοποιό δύναμη, εισάγει την κίνηση στο ακίνητο και πνέει ως ο θυελλώδης άνεμος, που ταρακουνά συθέμελα την ύπαρξη και θέτει τη ζωή, θεμελιώνοντας τον Κόσμο.
Ποιες είναι όμως αυτές οι ιδιότητες του κόσμου, οι οποίες τον καθιστούν απρόσιτο, του επιτρέπουν να κρύβει από τα ανθρώπινα μάτια την εσώτερη ουσία του, τον κάνουν να φαντάζει σαν πλάνη και αντικατοπτρισμός και κάτω από την επιρροή τους ο νους φαίνεται «πιο θολός και από το πυκνό αγριόχορτο που αργοσαπίζει στα νερά της Λήθης»;
Ένας νευραλγικής σημασίας περιγραφικός όρος τόσο για την ινδική φιλοσοφία όσο και για την ινδική μυθολογία είναι ο όρος Maya.
Η Maya είναι η αυταπάτη, η δύναμη της φύσης που αποκρύπτει και σκιάζει, η δημιουργός δύναμη του πέπλου των ψευδαισθήσεων, του φαινομενικού και της δυαδικότητας. Η Maya θεωρείται ταυτόχρονα αληθινή και μη αληθινή.
Αληθινή καθώς εμφανίζεται στον εκδηλούμενο κόσμο και αποτελεί ανθρώπινο βίωμα τροφοδοτώντας τις αισθήσεις, αλλά την ίδια στιγμή μη αληθινή, καθώς είναι το προϊόν μιας αυταπάτης, που αποκρύπτει την ενότητα του κόσμου από τη ματιά των ανθρώπων και τον παρουσιάζει ως κατακερματισμένο και άστοχο.
Για όσο διάστημα ο άνθρωπος αποτελεί βορά των επιθυμιών του και ταυτίζεται με τον κόσμο των αισθήσεων και των απολαύσεων, η δύναμη της Maya είναι αυτή που του αποκρύπτει την αλήθεια και τον αποδεσμεύει από το θαύμα τους ουσιαστικής θέασης του κόσμου.
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από την επιθυμία. Όσο επιθυμούμε αντικρίζουμε τα φαινόμενα. Ελευθερωμένοι από κάθε επιθυμία αντικρίζουμε το μυστήριο», διαβάζουμε στο βιβλίο του Lao Tse.
«Αδιαφορία για τα αντικείμενα των αισθήσεων και ακόμα έλλειψη εγωισμού, μη προσκόλληση, μη ταύτιση, σταθερή αταραξία σε όλα όσα συμβαίνουν, κατανόηση του σκοπού της γνώσης της Αλήθειας. Αυτό λέγεται Γνώση. Ό,τι είναι αντίθετο σε αυτό, είναι αγνωσία», αναφέρει η Bhagavad Gita.
Το αρχαίο ελληνικό αντίστοιχο της Maya το συναντάμε στην πλατωνική Πολιτεία κατά την αφήγηση του μύθου του σπηλαίου.
Μύθος και πραγματικότητα, συμβολισμός και ψευδαίσθηση συμπλέκονται ξανά καθώς διαβάζουμε: «Ύστερα από αυτά, δοκίμασε να απεικονίσεις την ανθρώπινη φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της πλάθοντας με το νου σου μια κατάσταση όπως η ακόλουθη.
Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σε ένα οίκημα υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φώς σε μεγάλη απόσταση, θα απλώνεται σε όλο το μήκος της σπηλιάς , και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους.
Κι ένα φώς να τους έρχεται από ψηλά και από μακριά , από μια φωτιά που θα καίει πίσω τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να περνάει ένας δρόμος.
Κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στον δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν από εκεί τα τεχνάσματά τους.
Φαντάσου ακόμα ότι κατά μήκος σε αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι, αγάλματα και άλλα ομοιώματα ζώων , από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο. […]
Μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους βλέπουν ποτέ τους τίποτα άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φώς αντίκρυ τους στον τοίχο της σπηλιάς»; Τόσο στην αρχαιοελληνική όσο και στην ινδική προσέγγιση,
Φαινομενικότητα και Αλήθεια εναλλάσσονται αενάως και στο ενδιάμεσο εμφανίζεται μετέωρος ο άνθρωπος ως αποδέκτης και δυνητικός αποκρυπτογράφος μιας σκιώδους σημειολογίας.
Ποια είναι όμως η λειτουργία του Μύθου για τον άνθρωπο, αλλά και την ανθρώπινη κοινότητα;
Ποια η παιδευτική του αξία και η σημασία του για την ενσωμάτωση του ανθρώπου στο περιβάλλον του; Όπως αναφέρει ο Joseph Campbell: «Οι μύθοι είναι ενδείξεις των πνευματικών δυνατοτήτων της ανθρώπινης ζωής.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο μύθος είναι το μυστικό άνοιγμα από το οποίο διαμοιράζονται οι ανεξάντλητες ενέργειες του κόσμου στην ανθρώπινη πολιτιστική εκδήλωση.
Οι θρησκείες, οι φιλοσοφίες, οι τέχνες , οι κοινωνικές δομές του πρωτόγονου και του ιστορικού ανθρώπου, οι πρώτες τεχνολογικές και επιστημονικές ανακαλύψεις, καθώς και τα όνειρα του εφιαλτικού ύπνου, αναδύονται από το βασικό μαγικό κύκλο του μύθου.
Η πρωταρχική λειτουργία της μυθολογίας και των τυπικών ήταν ο εφοδιασμός με σύμβολα, που θα προωθούσαν το ανθρώπινο πνεύμα, σε αντίθεση με τις συνηθισμένες ανθρώπινες φαντασιώσεις, που τείνουν στην παρεμπόδισή του.
Η τελετουργία, η μυθολογία και η μεταφυσική δεν είναι παρά οι οδηγοί, οι οποίοι θα επιφέρουν μια υπερβατική φώτιση, προς την οποία το τελικό βήμα θα γίνει από τον καθένα ξεχωριστά μέσα στην ιδιαίτερη σιωπηλή εμπειρία του».
Ο Μύθος διδάσκει στον άνθρωπο, πως ο μοναδικός τρόπος για να ξεφύγει από την σχεδόν μαγική επιρροή της ψευδαίσθησης του κόσμου είναι να μετατραπεί ο ίδιος σε ψευδαίσθηση αποφεύγοντας την ταύτιση με μια πραγματικότητα ορισμένη από τη σχετικότητα.
Αν η θέαση του κόσμου των αισθήσεων δεν είναι παρά η σκιά της πραγματικότητας, αξίζει άραγε ο άνθρωπος να μπει στον κόπο για μια σκιά;
Ο Μύθος με τα ορόσημα που θέτει καθοδηγεί τον άνθρωπο στο να παρατήσει την αναζήτηση μιας σκιάς και να δημιουργήσει τη δική του πραγματικότητα, να βιώσει τη δική του αλήθεια, μια αλήθεια συνυφασμένη με την παράδοση και το πέρασμα των εποχών , που σφυρηλάτησαν την ανθρώπινη εμπειρία σε αυτό τον κόσμο.
Κρίνεται λοιπόν άτοπο το ερώτημα για το κατά πόσο συντελείται το πέρασμα από το Μύθο στο Λόγο.
Το αδάμαστο μυθολογικό στοιχείο πάντα θα καραδοκεί στις σκοτεινές γωνίες της πραγματικότητας και θα ωθεί τον άνθρωπο να κλέψει ξανά τα μήλα των Εσπερίδων και τη φωτιά από τους θεούς, να κάνει το επικίνδυνο ταξίδι για την ανεύρεση του Χρυσόμαλλου Δέρατος, να περάσει αλώβητος από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και να στοχεύσει σωστά τεντώνοντας το τόξο του Οδυσσέα.
Ο Μύθος και η ακαταμάχητη δύναμή του πάντα θα ωθούν τους ανθρώπους στην απελευθέρωση από όλα τα δεσμά, καθώς ελευθερία σημαίνει αλήθεια μέσα στην αυτοπραγμάτωση, μοναχικό μονοπάτι αλλά και υπευθυνότητα στη ματιά και την τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα καθώς : «Καθήκον όποιου αγαπάει τους ανθρώπους είναι να τους κάνει να γελούν με την αλήθεια, να κάνει την αλήθεια να γελάει».
Δημήτρης Ψαλλίδας