Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά ενεργοποιεί τον εγκέφαλο και ενισχύει την απόκρισή του στη γλώσσα, διαμορφώνοντας μακροπρόθεσμες γλωσσικές δεξιότητες.
Νέα έρευνα περιγράφει έναν απλό και ισχυρό τρόπο διαμόρφωσης των παιδικών εγκεφάλων και απευθύνεται κυρίως σε γονείς, εκπαιδευτικούς, κηδεμόνες και φροντιστές: μιλήστε μαζί τους, συχνά κι από νωρίς.
Έρευνα του Psychological Science δείχνει πώς η συζήτηση - η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ένα γονιό ή ένα φροντιστή και στο παιδί - ενεργοποιεί το κέντρο της γλώσσας στον παιδικό εγκέφαλο.
Είναι η πρώτη έρευνα που υποδεικνύει μια σχέση ανάμεσα στις λέξεις που τα παιδιά ακούνε στο σπίτι και στην ανάπτυξη των νευρωνικών ικανοτήτων επεξεργασίας- μαρτυρώντας, στην πραγματικότητα, ότι ο τρόπος που οι γονείς μιλούν στα παιδιά τους αλλάζει τους εγκεφάλους των τελευταίων.
Μη μιλάτε απλά στο παιδί σας, μιλήστε με το παιδί σας. Η αλληλεπίδραση, και όχι απαραίτητα ο αριθμός των λέξεων που ένα παιδί ακούει, δημιουργεί αξιοσημείωτες αλλαγές στον εγκέφαλο και θέτει μια γερή βάση για την ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων στο σχολείο.
Αυτή η νέα έρευνα - της οποίας κύρια ερευνήτρια ήταν η Rachel Romeo από το Harvard και το MIT, με συναδέλφους και συνεργάτες από αυτά τα πανεπιστήμια, αλλά και από το Πανεπιστήμιο της Pennsylvania - προσθέτει αυτό που οι ερευνητές γνώριζαν από παλιά για τις συνδέσεις ανάμεσα στο «περιβάλλον γλώσσας» και στην παιδική γνωστική ανάπτυξη, τη γλωσσική, γραμματική και συντακτική ανάπτυξη και τη λεκτική ικανότητα.
Στις αρχές του 1995 μια σημαντική έρευνα αποκάλυψε το δραματικό χάσμα στον αριθμό των λέξεων που ακούγονταν από παιδιά (τόσο χαμηλών, όσο και υψηλότερων, κοινωνικών τάξεων). Από τότε έχει δοθεί μεγαλύτερη προσοχή ως προς τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου των παιδιών και ως προς την έκθεση σε αυτό.
Αλλά η παρούσα εργασία έρχεται να προσθέσει κάτι πολύ σημαντικό : το σημαντικό δεν είναι τόσο η ποσότητα των λέξεων που τα παιδιά ακούνε, αλλά η ποιότητα.
Τα νέα ευρήματα δείχνουν και τις επιδράσεις της ποιότητας στον εγκέφαλο : «Συγκεκριμένα, αφού αποκλείσαμε τον κοινωνικοοικονομικό παράγοντα, βρήκαμε ότι ο αριθμός των λέξεων που ειπώθηκαν από τους ενήλικες δεν σχετίζονταν με τη νευρωνική επεξεργασία της γλώσσας, αλλά με το βαθμό αλληλεπίδρασης» ανέφερε η Romeo.
«Και ότι η νευρωνική απόκριση, με τη σειρά της, προέβλεψε τις γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών. Πρόκειται για την ποιότητα της γλώσσας στην οποία εκτίθενται, πέρα από την ποσότητα των λέξεων».
Η έρευνα
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ειδικά μαγνητόφωνα για να καταγράψουν κάθε λέξη που εκφράζεται ή ακούγεται από 36 παιδιά ηλικίας 4-6 ετών, προερχόμενα από διάφορα κοινωνικοοικονομικά πλαίσια κατά τη διάρκεια των 2 ημερών. Οι ηχογραφήσεις αναλύθηκαν, ώστε να μετρηθεί ο αριθμός των λέξεων που εκφράστηκαν από το κάθε παιδί, ο αριθμός των λέξεων που άκουσε κάθε παιδί και ο βαθμός αλληλεπιδράσεων κατά τη συζήτηση - ο βαθμός ανταλλαγής απόψεων δηλαδή από κάθε ενήλικα ή παιδί.
Συγκρίνοντας αυτές τις μετρήσεις με τις εγκεφαλικές τομογραφίες των παιδιών, η ανάλυση βρήκε ότι οι διαφορές στον αριθμό των ανταλλαγών κατά το διάλογο επηρέαζαν τη φυσιολογία του εγκεφάλου, όπως και τις διαφορές στις γλωσσικές δεξιότητες, που συμπεριελάμβαναν το λεξιλόγιο, τη γραμματική και την κατανόηση του κειμένου.
Συμπέρασμα
Ο βαθμός αλληλεπίδρασης είναι βασικό κλειδί εδώ. Η ανταλλαγή λέξεων, «η σειρά μου και η σειρά σου» είναι που βοηθά τα παιδιά να ευημερήσουν. Εδώ εμπλέκεται όχι μόνο, όμως, μια γλωσσικού τύπου ανταλλαγή, αλλά επίσης μια κοινωνική αλληλεπίδραση που γνωρίζουμε ότι είναι σημαντική για την ανάπτυξη των γνωστικών δεξιοτήτων.
Αυτή η έρευνα μας δείχνει πόσο σημαντικό είναι οι φροντιστές/ κηδεμόνες να μη μιλούν μόνο στα παιδιά, αλλά να μιλούν με αυτά. Ακόμα και από τη βρεφική ηλικία, χρειάζεται να θεωρήσουμε ότι υπάρχει αλληλεπίδραση κατά την επαφή μας.
Φυσικά, η «συζήτηση» είναι πολύ διαφορετική με τα μικρότερα παιδιά : με τα βρέφη είναι περισσότερο ήχοι και εκφράσεις του προσώπου, με τα νήπια, είναι πολλές φορές η επανάληψη και η συμπλήρωση προτάσεων, με τα μεγαλύτερα παιδιά είναι κυρίως ερωτήσεις «ποιος, τι, που και πώς».
Όποια και αν είναι η μορφή της αλληλεπίδρασης, όμως, η συζήτηση είναι αυτή που θα ενισχύσει τις γλωσσικές δεξιότητες και την σχετική νευρωνική ανάπτυξη. Κι αυτό ισχύει για όλα τα κοινωνικοοικονομικά επίπεδα. Και είναι σχεδόν μαγικός ο τρόπος που εμείς οι ενήλικες μπορούμε να επηρεάσουμε τη βιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου.
https://www.gse.harvard.edu/news/uk/15/02/smart-talk
http://journals.sagepub.com/doi/full/10.1177/0956797617742725