Εγώ και ο εαυτός μου. Αναμέτρηση χρόνων. Πορεία σταθερή. Στόχος ένας! Να σε συναντήσω. Να αποκτήσω σχέση μαζί σου. Να συνδεθώ, να επικοινωνήσω. Να βουτήξω να πιάσω το πολύτιμο πετράδι σου, να φέρω στο φως το θησαυρό σου. Δύσκολο έργο. Τεράστια πρόκληση.
Κρύβω όμως έναν άσσο στο μανίκι μου. Ξέρω ότι το πετράδι υπάρχει. Ο θησαυρός είναι εκεί. Αυτό που μένει είναι να τον φέρω στην επιφάνεια.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε που έπαιζες με τον θησαυρό σου, τον θαύμαζες και τον έδειχνες στους ανθρώπους χωρίς φόβο. Ησουν πολύ μικρός τότε κι εσύ και ο θησαυρός σου ήσασταν ένα!
Καθόσουν στο πάτωμα και τον άπλωνες όλο καμάρι μαζί με τα παιχνίδια σου και έπαιζες και γινόσουν ένα μαζί του και όλοι, ότι και να έκανες, ακόμα και αταξία και ζαβολιά, είχαν ένα καλό λόγο, ένα χαμόγελο στα χείλη τους για σένα.
Ο θησαυρός σου ήταν ανεκτίμητος, όσο κι εσύ. Δεν χρειαζόταν να αποδείξεις τίποτα και σε κανένα, έδινες τόση χαρά και μόνο με την παρουσία σου… εσύ ήσουν ο ίδιος ο θησαυρός!
Πέρασαν όμως τα χρόνια και τον θησαυρό σου τον ξέχασες σε μια γωνιά μέσα σου, όπως ξέχασες τα περισσότερα παιχνίδια σου. Αρχισες να ασχολείσαι τότε με άλλα πράγματα γιατί αναπόφευκτα έπρεπε να ενταχθείς στο κοινωνικό σύνολο και να αναπτύξεις κοινωνικές σχέσεις.
Εκεί ξέχασες λιγάκι να παίζεις, αν και πάντα μέσα σου ένιωθες την ανάγκη να το κάνεις.
Σιγά–σιγά άρχισες να τα βρίσκεις σκούρα. Αρχισες να συνειδητοποιείς ότι τέλειωσαν τα παιχνίδια και άρχισε η αληθινή ζωή. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιπίλαγαν μια καραμέλα “Οι σχέσεις είναι δύσκολες!”, μέχρι που τη γεύτηκες κι εσύ και δεν σου άρεσε καθόλου.
Ενώ εσύ ήθελες να παίξεις και να εκτιμήσουν αυτό που είσαι, ξαφνικά τα λάθη σου ήταν κατακριτέα και άξια τιμωρίας, δύσκολα κάποιος σου συγχωρούσε ένα παράπτωμα, μία λάθος κίνησή σου, μέχρι που έφτασες στο σημείο εσύ πρώτος να τιμωρείς τον εαυτό σου και χωρίς να το καταλάβεις άρχισες κάποιες φορές να φοράς μάσκες, γιατί αυτό που ήσουν, φοβόσουν να το φέρεις στην επιφάνεια.
Οι σχέσεις ξεκινούσαν με παιχνίδι αλλά κατέληγαν να σε πληγώνουν με τις προεξοχές τους.
Κι εσύ όχι μόνο ξέχασες τον θησαυρό σου, αλλά φρόντισες να τον θάψεις βαθυά μέσα σου. Κι αν κάτι έφερνες στην επιφάνεια κάποιες φορές και γυάλιζε, ήταν κάτι που λαμπύριζε και θάμπωνε στην αρχή αλλά μετά έχανε την λάμψη του γιατί δεν ήταν ατόφιο, δεν ήταν μασίφ.
Ακόμα κι αν κάτι ερχόταν από μέσα σου και ξεπηδούσε πηγαία, το είχες κουκουλώσει τόσο καλά, που δεν το άφηνες να βγει στην επιφάνεια.
Έτσι, με τα χρόνια που πέρασαν, κατάλαβες ότι αντί να ριχτείς στη δουλειά να ανασύρεις τον θησαυρό από μέσα σου, εσύ από φόβο τον έθαβες όλο και περισσότερο, όπως τσιμεντώνουν τη γη. Φέρε στο νου σου την εικόνα.
Το χώμα θα βγάλει χορταράκια, άνθη, αγριολούλουδα. Αν το φυτέψεις, θα σου δώσει καρπούς. Τη ζωή την ίδια. Κι εσύ αντί να κάνεις αυτό, άρχισες να πετάς με το τσουβάλι προς την λάθος κατεύθυνση, δηλαδή μέσα σου, ότι σε πόνεσε από τους ανθρώπους, ότι σε απογοήτευσε, ότι σε παίδεψε.
Ξέχασες να ποτίσεις, να ξεχορταριάσεις, να οργώσεις για να ανασάνει το χώμα, να φυτέψεις για να πάρεις καρπούς. Ξέχασες να απολαμβάνεις το παιχνίδι με το ίδιο σου τον εαυτό.
Άφησες τη γη σου απεριποίητη, χωρίς ούτε ένα φράχτη τριγύρω της και επέτρεπες στον καθένα μα πιο πολύ στον εαυτό σου να την ποδοπατάει.
Ξέχασες θησαυρό, τα ξέχασες όλα. Ζιζάνια φυτρώνανε το ένα μετά το άλλο μέσα σου, κάποιοι περαστικοί πέταγαν τα σκουπίδια τους στο εγκαταλελειμμένο μέρος, κάποιοι άλλοι άδειασαν τα μπάζα τους εκεί γιατί ήταν εύκολο αφού δεν τους έλεγε κανένας όχι και το μέρος παρέμενε απροστάτευτο.
Ανάσα δεν έπαιρνες από πουθενά. Τον ένιωθες όμως το θησαυρό ότι ήταν κάπου μέσα σου και σου ζητούσε να βγει στην επιφάνεια, όπως το αγριολούλουδο που ζητά να ανθίσει. Η γη όσο και να την μπαζώσεις, θα βρει τον δρόμο της.
Πόσες φορές έχεις δει στην άκρη ενός τσιμεντένιου δρόμου, να ξεπροβάλει θαρραλέα η δύναμη της φύσης! Ενα χορτάρι, ένα λουλούδι μπορεί να φυτρώσει στα πιο απίθανα μέρη, σε τόσο δα λίγο χώμα, θα βγει να δηλώσει περίτρανα την παρουσία του, θα βγει στο φως να δείξει όλο καμάρι το θησαυρό του.
Η ζωή λοιπόν στα έφερε έτσι, που το πήρες τελικά το μήνυμα. Ηρθε η ώρα να ψάξεις το θησαυρό σου. Μέσα σου.
Ήρθε η ώρα να θυμηθείς ό,τι είχες ξεχάσει, ήρθε η ώρα να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου σοβαρά και με υπευθυνότητα. Χρειάστηκες εργαλεία. Ενα καλέμι κι ένα σφυρί για να σπάσεις το σκληρό τσιμέντο, χέρια δυνατά για να πετάξεις μακρυά ότι άχρηστο κουβάλησες και σε βάραινε χρόνια ολόκληρα, μια αξίνα για να σκάψεις.
Χρειάστηκες επίσης μεγεθυντικό φακό για να δεις στην πραγματική τους διάσταση αυτά που θεωρούσες μικρά μέσα σου.
Δυό τρεις καρδιακούς φίλους να σου υποδείξουν με αγάπη αυτό που εσύ δεν έβλεπες ξεκάθαρα, μία επιστημονική προσέγγιση να σε ταρακουνήσει, το Θεό τον ίδιο να σε ξυπνήσει!
Οσο πιο βαθιά έσκαβες μέσα σου, τόσο περισσότερο ήθελες να πας. Η διαφορά ήταν πως τώρα δεν ήθελες να βυθιστείς για να πονέσεις, αλλά για να λυτρωθείς!
Χρειάστηκε να καθαρίσεις παλιές βαθυές πληγές, να βγάλεις επιδέσμους από πληγές που κακοφόρμισαν γιατί δεν τις περιποιήθηκες, να επουλώσεις τραύματα.
Πόνεσες κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, τράβηξες τσιρότα, με χαρά είδες ότι κάποιες πληγές ήταν έτοιμες να κλείσουν, με ακόμα μεγαλύτερη ότι κάποιες έκλεισαν και δεν σου καθόριζαν πια τη ζωή σου και ξαφνικά… η αξίνα σου έφτασε στο στόχο!
Χτύπησε το κουτί του θησαυρού σου κι εκεί άφησες το εργαλείο και έσκυψες πάνω από το πολύτιμο κουτί με την καρδιά σου να χτυπάει σαν τρελλή και με τα χέρια σου, άρχισες να σκάβεις με λαχτάρα γύρω του για να το φέρεις στην επιφάνεια.
Εκανες βουτιά μέσα σου και μαγεύτηκες από αυτό που είσαι! Βρήκες τον θησαυρό σου και τον έφερες στο φως! Αρχισες να χαίρεσαι όπως όταν ήσουν παιδί.
Τον πήρες στην αγκαλιά σου, τον χάιδεψες, τον φίλησες, δάκρυσες από χαρά κι από συγκίνηση, του ζήτησες συγγνώμη που τον ξέχασες τόσα χρόνια.
Ενιωσες την ευλογία αυτής της ανακάλυψης να πλημυρίζει ολόκληρο το είναι σου, ένιωσες το κάθε κύτταρό σου να γεμίζει από χαρά, ένιωσες απέραντη ευγνωμοσύνη για το Θείο αυτό δώρο και μια φωνή μέσα σου να φωνάζει… «Ελευθερώθηκα!»…
Ξανάγινες παιδί… άπλωσες τον θησαυρό μπροστά σου να τον χαίρεσαι εσύ και οι άνθρωποι χωρίς να φοβάσαι πια τίποτα απολύτως… γιατί ο θησαυρός δεν είναι μόνο δικός σου και δεν είναι μόνο πολύτιμος για σένα.
Είναι για όλους τους ανθρώπους και συνειδητά πια τον αποκάλυψες και τον άπλωσες στο πάτωμα κι έκατσες να παίξεις μαζί του και με τους ανθρώπους, χωρίς να φοβάσαι αν θα χτυπήσεις ή αν θα πονέσεις.
Γιατί κατάλαβες ότι και αυτό μέρος του παιχνιδιού είναι, αρκεί να το δεις έτσι και να μην επιτρέψεις ξανά, κανένας φόβος να σου καθορίσει το ποιος είσαι.
Γιατί τελικά όποιος τολμά να πετάξει τους φόβους του και να μπει στο παιχνίδι της ζωής, ξέρει και να το απολαμβάνει. Γιατί τελικά… όποιος έχει κοιτάξει μέσα του, δε φοβάται τίποτα!