Πολλές φορές ακούμε τον τελευταίο καιρό να λένε οι γνωστοί και φίλοι : Σηκώνω μεγάλο σταυρό!
Ναι, περνάμε, πράγματι, πολύ δύσκολες μέρες. Και πολλοί συνάνθρωποι μας βρίσκονται σε απόγνωση. Η ζωή τους ανατράπηκε εντελώς. Τα σχέδια, τα όνειρα γίνηκαν θρύψαλα. Σαν να πέρασε ένα σαρωτικό τσουνάμι και να άφησε πίσω του μόνο ερείπια και εκατοντάδες χιλιάδων θύματα.
Χωρίς να είναι θεωρίες συνομωσίας, υποστηρίζεται από κάποιους ότι η τεχνολογία μπορεί να προκαλέσει τεχνητούς σεισμούς και παλιρροϊκά κύματα μεγάλης έντασης. Παρόμοιο είναι το παγκόσμιο παλιρροϊκό κύματα που προκάλεσαν οι κερδοσκοπικοί οίκοι στους λαούς. Βασικός τους στόχος είναι να αυξήσουν οι άπληστοι τα κέρδη τους και μέσα από τον οικονομικό στραγγαλισμό των χωρών προσπαθούν να επιβάλουν την παγκόσμια δικτατορία τους.
Τεχνητά δημιούργησαν - με βάση ένα καλοστημένο σχέδιο - μια οικονομική κρίση. Κάποιοι την χαρακτηρίζουν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, που γίνεται όχι με τη δύναμη του πυρός, αλλά με τη δύναμη των ομολόγων και των οικονομικών δεικτών. Βασικό θύμα αυτής της παγκόσμιας κρίσης η πατρίδα μας, η οποία έχει χάσει την κυριαρχία της έχοντας εκχωρήσει εδαφικά και διοικητικά δικαιώματα σε ξένα κέντρα. Η κυβέρνηση δεν διοικεί. Απλά επιβάλει τα μέτρα που επιθυμεί, διαμέσου της τρόικας, η οικονομική μαφία των πλουσίων.
Η οικονομική κρίση άλλους λαούς τους έπληξε πολύ κι άλλους μέτρια. Πάντως παρατηρείται ένα μεγάλο πισωγύρισμα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Οι άνθρωποι σηκώνουν, άλλοι μεγάλους κι άλλοι μικρότερους, σταυρούς και πορεύονται το δικό τους δρόμο προς τον προσωπικό τους Γολγοθά.
Θαμπωθήκαμε από τα καλογυαλισμένα μπακίρια και τα καθρεφτάκια του υλικού πολιτισμού. Πιστέψαμε ότι το υλιστικό μπούκωμα μας έκανε ανεξάρτητους και δυνατούς. Μα ζούσαμε ένα όνειρο απατηλό!
Ώσπου μας τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια και σωριαστήκαμε κάτω, άλλος μπρούμυτα, άλλος ανάσκελα κι άλλος πλάγια. Και φάγαμε μπόλικο χώμα! Η στυφή του γεύση μας μουδιάζει τα χείλια και η σκόνη μας πνίγει τα ρουθούνια. Τα μάτια είναι θολά και δεν μπορούν να διακρίνουν όσα γίνονται για εμάς - χωρίς, όμως, εμάς - μέσα στο θολό τοπίο. Τα αυτιά μας βουίζουν από τις καθημερινές ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Τα χέρια μας παράλυσαν. Χάσαμε την αφή των αγαθών που αποκτήσαμε με ιδρώτα και αίμα γιατί οι οικονομικοί μαφιόζοι μας τα παίρνουν μέσα από τα νεκρά χέρια μας. Μας εγκατέλειψαν οι αισθήσεις. Χάθηκε ο κόσμος που ξέραμε.
Και τώρα, φορτωμένοι τον προσωπικό μας σταυρό πορευόμαστε τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά. Για να γίνει πιο ανάλαφρο το βάδισμα θα χρησιμοποιήσουμε μια ιστορία. Αν θέλετε, πέστε το και παραμύθι. Μα να' στε σίγουροι πως θα αλαφρώσει το βάρος του σταυρού :
[[ Ένας συνάνθρωπό μας κάθε μέρα παραπονιόταν για την κακή του τύχη και για όλα αυτά που του συνέβαιναν. Είχε φτάσει στα όρια της απελπισίας. Πολλά τα προβλήματά του. Ήταν πελαγωμένος. Έτσι θεωρούσε ότι κουβαλούσε βαρύ σταυρό στη ζωή του και δε μπορούσε πλέον να τον σηκώσει.
Ένα βράδυ, πριν κοιμηθεί, παρακάλεσε το Θεό να ελαφρύνει το φορτίο του. "Κύριε, δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν αντέχω άλλο. Ο σταυρός που κουβαλώ είναι πολύ βαρύς, ασήκωτος". Το βράδυ εκείνο εμφανίστηκε ο Κύριος στο όνειρό του. Τον οδήγησε σε μια αποθήκη και του είπε: "Παιδί μου, εάν δεν μπορείς να βαστάξεις το βάρος του σταυρού σου, τότε πήγαινε και τοποθέτησε τον μέσα σε αυτή την αποθήκη. Σου δίνω το δικαίωμα να αλλάξεις τον σταυρό σου με έναν άλλον, όποιον θέλεις."
Η αποθήκη ήταν γεμάτη σταυρούς όλων των σχημάτων, και ο καθένας είχε γραμμένο το όνομα του ιδιοκτήτη του. Μερικοί ήταν τόσο μεγάλοι ώστε να μην φαίνονται οι κορυφές τους. άλλοι ήταν μέτριοι. Ο άνθρωπος φανερά ανακουφισμένος απάντησε,: "Σ' ευχαριστώ, Κύριε μου", κι άρχισε να ψάχνει. Κάποια στιγμή διάλεξε έναν μεσαίου μεγέθους σταυρό, όμως, όταν είδε ότι πάνω του ήταν γραμμένο το όνομα ενός καλού του φίλου, τον άφησε.
Τελικά, μετά από πολλές δοκιμές και όπως ο Θεός του είχε επιτρέψει, διάλεξε το μικρότερο σταυρό που μπορούσε να βρει. "Θα ήθελα αυτόν τον σταυρό, Κύριε" ψιθύρισε ο άνθρωπός μας. "Παιδί μου, ξέρεις, αυτός είναι ο δικός σου σταυρός που μόλις έφερες εδώ μέσα!", του απάντησε ο Θεός. Πρόσεξε καλύτερα το σταυρό και με μεγάλη έκπληξη, διαπίστωσε ότι πάνω του ήταν γραμμένο το δικό του όνομα!]]
Ο σταυρός είναι προσωπικός. Ο καθένας μας έχει το δικό του σταυρό. Ο επουράνιος Πατέρας έχει φροντίσει ώστε ο σταυρός μας να είναι στα μέτρα μας. Αν είμαστε αδύναμοι, ο σταυρός μας είναι ελαφρύς. Αν είμαστε δυνατοί, τότε ίσως μας έχει ορίσει βαρύτερο σταυρό. Ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης έλεγε : "Ο Καλός Θεός οικονομάει για τον κάθε άνθρωπο έναν σταυρό ανάλογο με την αντοχή του, όχι για να βασανιστή, αλλά για να ανέβη από τον σταυρό στον Ουρανό - γιατί στην ουσία ο σταυρός είναι σκάλα προς τον Ουρανό."
Είναι φυσικό να θέλουμε να αποφύγουμε τις δοκιμασίες. Ιδίως όταν ο σταυρός είναι βαρύς. Ακόμη και ο ίδιος ο Ιησούς είπε εκείνο το βράδυ της μεγάλης αγωνίας στον κήπο της Γεθσημανή: "πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο" (Ματθαίος, κστ΄, 39). Αν ο σαρκωθείς Λόγος ζήτησε να μη δοκιμάσει το βάρος του σταυρού, δεν είναι κατακριτέος όποιος από εμάς ζητάει, αντί το πικρό ποτήρι της δοκιμασίας, να γευτεί το δροσερό ποτήρι της χαράς.
Όμως, φαίνεται ότι ποτήρια με διαφορετικές δόσεις πίκρας, είναι έτοιμα και μας περιμένουν πάνω στο δίσκο της ζωής.
Ο Ιησούς βέβαια, εκεί κάτω από την ελιά αυτή το σκοτεινή νυχτιά, αμέσως συναισθάνθηκε το μεγάλο έργο που έπρεπε να τελειώσει και είπε: "πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ' ως σύ" (Ματθαίος, κστ΄, 39). Αυτός όμως ήταν Θεός, έστω κι αν βίωνε την αδυναμία της σάρκας, την ανημποριά του ανθρώπου, που δεν έχει την επίγνωση της επικείμενης ανάστασης, όπως ο Χριστός.
Ο άνθρωπος έχει κάθε δικαίωμα - και του αναγνωρίζεται από τον γεμάτο κατανόηση Πατέρα του - να παραπονιέται, να γκρινιάζει. Γι' αυτό ο Ν. Καζαντζάκης μέσα από ένα πρόσωπο που χρησιμοποιεί στο μυθιστόρημά του "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", απευθύνεται στο Θεό και του λέει:
[[ Γιατί είμαστε, μαθές, άνθρωποι, έχουμε ψυχή, έχουμε φωνή, θα φωνάζουμε! Κι αν κάποτε πούμε κι ένα λόγο περίσσιο, μην αγριεύεις άνθρωποι είμαστε, βασανισμένα πλάσματα, έχουμε πολλές σκοτούρες, έρχεται ώρα που η καρδιά δε βαστάει, θα σκάσει, και πετάει τον περίσσιο λόγο κι αλαφρώνει. Βαριά 'ναι η ζωή, κι αν δεν υπήρχες εσύ, Κύριε, θα πιάναμε όλοι, γυναίκες κι άντρες, χέρι χέρι, να γκρεμιστούμε, να γλυτώσουμε.]]
Και ο Θεός απλώνει το χέρι Του! Μας γεμίζει με θέληση, με θάρρος. Μας εγκαρδιώνει, μας εμπνέει. Ή στέλνει κάποιον στο δρόμο μας να γίνει ο στυλοβάτης μας, ο οδηγός άλλοτε που θα μας βγάλει από τα αδιέξοδα. Έναν τέτοιο παρουσιάζει και πάλι ο Κρητικός συγγραφέας στο ίδιο μυθιστόρημα να δίνει θάρρος στους ξεριζωμένους κάτοικους που έψαχναν για νέα πατρίδα :
[[Σήκωσε το σκελεθρωμένο κεφάλι ο εκατοχρονίτης παππούς, τ' ατσίνουρα ματάκια του σπίθισαν:
- Έχω δει, παιδιά μου, τρεις φορές να φυτεύονται και να ξεπατώνονται χωριά. Ξεπατώθηκαν από την πανούκλα τη μια φορά, από το σεισμό την άλλη, και τώρα να, από τον Τούρκο. Μα και τρεις φορές είδα το σπόρο του ανθρώπου να φυτρώνει, πότε στα ίδια χώματα, πότε πιο πέρα. Ένας παπάς έκανε αγιασμό, άρχιζαν οι μαστόροι να χτίζουν, πέφταμε όλοι απάνω στη γης και τη σκάβαμε, έπαιρναν τα παλικάρια τις γυναίκες, και στο χρόνο απάνω, τι χαρά ήταν εκείνη, βρε παιδιά! έβγανε αστάχυ η γης, σηκώνονταν ο καπνός πάνω από τα σπίτια, νιαούριζαν τα μωρά- ξεφύτρωνε το χωριό! Κουράγιο, μωρέ παιδιά, και πάλι θα ξεφυτρώσει!
- Γειά σου, γέρο γέρο- Πανάγο! φώναξαν οι άντρες και γέλασε το αχείλι τους? εσύ, παππούλη, έβαλες κάτω και το Χάρο. Εσύ 'σαι ο Διγενής, που λένε.
- Εγώ 'μαι, μαθές! απολογήθηκε ο γέρος με σιγουράδα. ]]
Κάποιες φορές τα προβλήματα της ζωής μας φαίνονται ακατανίκητα και απροσπέλαστα. Νομίζουμε πως δεν μπορούν ν' αντιμετωπιστούν. Πιστεύουμε ότι ο σταυρός που σηκώνουμε είναι βαρύς. Δεν πρέπει να τα χάνουμε, να ολιγοψυχήσουμε και να αποθαρρυνθούμε.
Θα μας βοηθήσει πολύ αν κοιτάξουμε γύρω μας. Τότε θα δούμε καταστάσεις πολύ πιο δύσκολες, σταυρούς τεράστιους, που οι άλλοι άνθρωποι καλούνται να σηκώσουν. Τότε θα ανακαλύψουμε ότι ο δικός μας σταυρός πολλές φορές είναι πολύ ελαφρύς σε σύγκριση με τους σταυρούς των άλλων συνανθρώπων σου. Και μόνο τότε, μπορούμε να θεωρήσουμε τον εαυτό μας πολύ πιο "τυχερό" από ότι νομίζαμε . Μη λησμονούμε εκείνον - που λέγεται - ότι παραπονιόταν πως δεν είχε παπούτσια. Ώσπου συνάντησε κάποιον που δεν είχε πόδια.
Παραπονιόμασταν σαν παρέα στη δουλειά για τις μειώσεις των μισθών, τις μεγάλες αυξήσεις στην αγορά, τα χαράτσια και τον μεγάλο φόρο. Για την προοπτική να μην πάρουμε εφάπαξ και ότι η ζωή μας και οι κόποι μας πήγαν στράφι, όταν καταντήσουμε να πάρουμε την εθνική σύνταξη των 300 ευρώ. Μέχρι που μας έπεσε ο κεραυνός! Φιλικό μας ζευγάρι είχε έναν 18-χρονο γιο, πολύ καλό μαθητή και εξαίρετο παιδί. Το περσινό καλοκαίρι έδωσε εξετάσεις και πέρασε σε πολύ καλή σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών.
Στα πρώτα μαθήματα, ήρθαν και οι πρώτες ενοχλήσεις. Άρχισαν τις ιατρικές εξετάσεις και δυστυχώς διαπιστώθηκε καρκίνος. Αντί να παρακολουθήσει ο νεαρός τα μαθήματα, άρχισε τις χημειοθεραπείες. Κι αφού βασανίστηκε ο ίδιος και η οικογένειά του για ένα δεκάμηνο, στο τέλος του φετινού καλοκαιριού έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Οι δικοί μας σταυροί, μπροστά στους σταυρούς του νέου και των γονιών του, ήταν μικρά σταυρουδάκια, που φοράμε στο λαιμό.
Σταυρουδάκια χαρακτήρισε τους μικρούς μας σταυρούς ο χαρισματικός γέροντας Παΐσιος μπροστά στο σταυρό που σήκωσε ο Χριστός: " Να, τέτοια σταυρουδάκια είναι οι δικοί μας σταυροί, σαν αυτά που κρεμούμε στον λαιμό μας και μας προστατεύουν στην ζωή μας.
Τι νομίζεις, έχουμε μεγάλο σταυρό εμείς; Μόνον ο Σταυρός του Χριστού μας ήταν πολύ βαρύς, γιατί ο Χριστός από αγάπη προς εμάς τους ανθρώπους δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει για τον εαυτό Του την θεϊκή Του δύναμη. Και στην συνέχεια σηκώνει το βάρος των σταυρών όλου του κόσμου και μας ελαφρώνει από τους πόνους των δοκιμασιών με την θεία Του βοήθεια και με την γλυκιά Του παρηγοριά."
Οι δοκιμασίες της ζωής είναι μαθήματα για την ψυχή μας. Σαν τη φωτιά στο μάλαμα, την καθαρίζουν από τα ξένα μέταλλα και την μαλακώνουν. Τότε το ενοικούν μέσα μας πνεύμα, σαν τον καλό κοσμηματοποιό, της δίνει ένα ωραίο σχήμα, της προσθέτει και το μαργαριτάρι της επιτυχίας και την κάνει ένα ωραιότατο κόσμημα.
Έτσι ο άνθρωπος γίνεται το πραγματικό κόσμημα του Κόσμου! Για να γίνει από άνθρωπος - θηρίο πραγματικός άνθρωπος απαιτείται αγώνας. Εδώ είναι τα μαρμαρένια αλώνια που θα κονταροχτυπηθεί με ότι του στέκεται εμπόδιο, με οτιδήποτε του αντιστέκεται γι' αυτό, για το οποίο είναι προορισμένος: Να νικήσει τους πειρασμούς και τις αντιστάσεις της ύλης και να πνευματοποιηθεί.
Ο Ν. Καζαντζάκης παρουσιάζει τον παπα-Φώτη, στο "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", να μιλάει γι' αυτό τον αγώνα στον Μανολιό:
[[- Θα χρειαστεί πολύς αγώνας, γέροντά μου, για να μπορέσουμε να βρούμε το δίκιο μας, έλεγε ο Μανολιός αξίζει να σπαταλήσουμε τόσον καιρό για τα επίγεια;
- Αξίζει, αξίζει, Μανολιό! αποκρίθηκε ο παπα-Φώτης και το μάτι του έλαμψε. Μια φορά έλεγα κι εγώ: Γιατί να παλεύω για τα επίγεια; Τι μ' ενδιαφέρει ο κόσμος τούτος; είμαι εξόριστος τ' ουρανού και βιάζομαι να γυρίσω στην πατρίδα μου. Μα σιγά σιγά κατάλαβα κανένας δεν μπορεί να μπει στον ουρανό αν δε νικήσει πρώτα τη γης, και κανένας δεν μπορεί να νικήσει τη γης αν δεν παλεύει με λύσσα κι υπομονή και χωρίς συμβιβασμό μαζί της.
Από τη γης μονάχα μπορεί να πάρει φόρα ο άνθρωπος και να πηδήξει στον ουρανό. Παπα-Γρηγόρηδες, Λαδάδες, Αγάδες, νοικοκυραίοι, είναι δυνάμεις του κακού που μας έπεσε ο κλήρος να παλέψουμε αν ρίξουμε τ' άρματα, είμαστε χαμένοι, και κάτω στη γης κι απάνω στον ουρανό. ]]
Οι όποιες αποτυχίες στα μαθήματα σαν μαθητές ή φοιτητές, ο αποτυχημένος γάμος, η ανεπιτυχής επιλογή του επαγγέλματος, μας προκαλούν πόνο και θλίψη. Οι σοβαρές ασθένειες, η περιφρόνηση, η ατιμία, η συκοφαντία, οι τρικλοποδιές από τους συναδέλφους στον εργασιακό χώρο, η απόλυση από την εργασία, η απώλεια της περιουσίας, η ζήλεια των συζύγων κ.α. είναι κάποια από τα κακά με τα οποία παλεύουμε. Είναι οι μικροί ή οι μεγάλοι μας σταυροί, αλλά από την άλλη μεριά και τα μεγάλα μαθήματα ζωής.
Αυτά γίνονται και τα εφόδια για να ξεπεράσουμε άλλες - μεγαλύτερες- δυσκολίες, που θα βρούμε σε άλλες φάσεις της ζωής μας. Κι εδώ θα αναφέρουμε μια άλλη ιστορία :
[[ Κάποτε μια ομάδα αχθοφόρων ανέλαβαν να μεταφέρουν κάποιους σταυρούς σε μια μακρινή απόσταση και να πάρουν έναν καλό μισθό. Έτσι φορτώθηκε ο καθένας από έναν σταυρό πήραν και το δρόμο που τους υπόδειξαν. Ένας απ' αυτούς παραπονιόταν με το παραμικρό και επιζητούσε να ελαφρώσει το φορτίο του. Στο δρόμο βρήκε ένα πριόνι. Έκοψε ένα μικρό κομμάτι και μίκρυνε το σταυρό του.
Μετά από λίγο έκοψε κι άλλο κομμάτι. Σε λίγο ακόμη ένα. Κι αφού κόντυνε αρκετά ελάφρωσε σημαντικά το βάρος του σταυρού του. Χαμογελαστός, γιατί οι σύντροφοι βογκούσαν από τον κόπο, προχωρούσε με ευκολία, ώσπου συνάντησαν μια χαράδρα. Οι άλλοι κατέβασαν από τον ώμο τον σταυρό τους, τον έσπρωξαν σιγά σιγά και γεφύρωσαν τη χαράδρα.
Πάτησαν στον σταυρό τους και πέρασαν στην αντικρινή πλευρά. Μετά τον έσυραν, τον φορτώθηκαν στον ώμο και τράβηξαν το δρόμο τους, ώσπου έφτασαν στο τέρμα, όπου πήραν τον μισθό τους. Ο κομμένος σταυρός του εξυπνάκια αχθοφόρου δεν έφτανε να γεφυρώσει τη χαράδρα, την οποία ποτέ δεν πέρασε κι έτσι δεν έφτασε στον προορισμό του, οπότε έμεινε χωρίς μισθό. ]]
Επομένως, πιθανόν ο μεγάλος σταυρός να μας βοηθήσει να γεφυρώσουμε τη ζωή μας! Έτσι ας έχουμε υπομονή- όση μπορούμε- κι αν είναι δυνατόν ας πούμε: "πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω" (Λουκάς, κβ΄, 42)
O σταυρός συνδέεται με κάποιου είδους θάνατο. Θάνατο μιας συνήθειας, θάνατο μιας νοοτροπίας. Και μετά το θάνατο, την ταφή του παλιού, έρχεται η ανάσταση, η ανάδυση του νέου και φωτεινού? Κάτι καινούριο προκύπτει, κάτι καλύτερο! Αφού έχει πεθάνει το κατώτερο και έχει εγερθεί από τον τάφο το ανώτερο, θα ισχύσει το "τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών" (Ματθαίος, ιγ΄, 43). Κι όπως λέει ο Απ. Παύλος :
"ούτω και η ανάστασις των νεκρών. σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία?.σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν." (Παύλος, Α΄ επιστ. προς Κορινθίους, ιε΄, 42, 44).
Ο άνθρωπος είναι ικανός για όλα. Μπορεί να κάνει τη γη κόλαση, μπορεί να την κάνει και παράδεισο. Όπως λέει ο Καζαντζάκης :
[[Μωρέ, θεριό, αλήθεια, είναι ο άνθρωπος, συλλογίστηκε. Ό,τι θέλει κάνει, όποια στράτα θέλει παίρνει. Η πόρτα της Κόλασης κι η πόρτα της Παράδεισος είναι κολλητά, κι όπου θέλει μπαίνει? Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο? ο άνθρωπος, όπου θέλει! ]]
Στον καθένα μας έχει ειπωθεί : "ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι" (Ματθαίος, ιστ΄, 24) Στο χέρι μας είναι η επιλογή. Όπως στο χέρι του Ηρακλή ήταν να διαλέξει ποιο δρόμο θα ακολουθήσει, της Αρετής ή της Κακίας.
Κι ο μεγάλος δάσκαλος της ανθρωπότητας- γι ατί ο Ηρακλής ήταν ένας από τους πρόδρομους του Χριστού - διάλεξε τον πολύ δύσκολο δρόμο να γίνει υπηρέτης της ανθρωπότητας και να την απαλλάξει από πολλά δεινά. Δε λογάριασε κόπο, αντιξοότητες, κακουχίες και κινδύνους. Εκτέλεσε τους άθλους του και στο τέλος κέρδισε μια θέση στον Όλυμπο. Έγινε ισόθεος!
Στο δρόμο προς το Γολγοθά, βρέθηκε ο Σίμωνας ο Κυρηναίος, που για λίγο σήκωσε τον σταυρό του Ιησού. Οι ευαγγελιστές μας παρουσιάζουν τον Σίμωνα να αγγαρεύτηκε από τους Ρωμαίους: " Εξερχόμενοι δε εύρον άνθρωπον Κυρηναίον ονόματι Σίμωνα? τούτον ηγγάρευσαν ίνα άρη τον σταυρόν αυτού" (Ματθαίος, κζ΄, 32)
Ο Ν. Καζαντζάκης δίνει άλλη διάσταση στη βοήθεια του Σίμωνα προς τον ταλαιπωρημένο Ιησού. Στο τόσο πολύ συκοφαντημένο από την εκκλησία μυθιστόρημά του "Ο Τελευταίος Πειρασμός", παρουσιάζει τον Κυρηναίο να υπερασπίζεται τον Ιησού τη στιγμή που τον εγκατέλειψαν οι μαθητές Του. Κι ενώ οι σύντροφοι του Χριστού είχαν λουφάξει από τον φόβο, αυτός βγήκε για να τον ενθαρρύνει και μόλις σκόνταψε, πήγε μόνος του και του πήρε τον σταυρό.
Ας δούμε το σχετικό απόσπασμα :
[[Ωστόσο οι μαθητές είχαν τρυπώσει στην ταβέρνα του Σίμωνα του Κυρηναίου και περίμεναν να τελέψει ο σταυρωμός, να πέσει η νύχτα να μην τους δει κανένας, και να φύγουν. Κουκουβισμένοι πίσω από τα βαρέλια, είχαν στήσει το αυτί τους έξω στο δρόμο κι αφουγκράζονταν το πλήθος που περνούσε.
Τη στιγμή εκείνη ο Σίμωνας ο Κυρηναίος έδωκε μια, άνοιξε την πόρτα της ταβέρνας και μπήκε τα ρούχα του ήταν ξεσκισμένα, το πρόσωπό του και το στήθος του όλο αίματα, και το δεξιό του μάτι πρησμένο κι έτρεχε. Βλαστημούσε και μούγκριζε πέταξε από πάνω του τα κουρέλια που του 'χαν απομείνει , βούτηξε το κεφάλι του στο μαστέλο, όπου έπλενε τα κρασοπότηρα, άρπαξε ένα πεσκίρι, σφούγγιξε το απανωκόρμι του κι όλο μούγκριζε κι έφτυνε ύστερα έβαλε το στόμα του στην κάνουλα του βαρελιού ήπιε άκουσε σαματά πίσω από τα βαρέλια, έσκυψε, είδε ένα σωρό κουβαριασμένους τους Μαθητές αγρίεψε.
- Φτου, να χαθείτε, παλιοτόμαρα! τους φώναξε έτσι, μωρέ, παρατούν τον αρχηγό τους, έτσι το σκάζουν από τον πόλεμο, παλιο-Γαλιλαίοι, παλιο-Σαμαρείτες, παλιάνθρωποι;
- Η ψυχή μας ήθελε, μωρά Σίμωνα, αποκότησε ο Πέτρος, η ψυχή μας ήθελε, ένας Θεός το ξέρει, μα το κορμί.
- Σκασμός, φαφλατά! Μωρέ, όταν η ψυχή θέλει, τι θα πει κορμί; Όλα γίνουνται ψυχή, κι η μαγκούρα που κρατάς και το ρούχο που φοράς, κι η πέτρα που πατάς, όλα, όλα! Να, κοιτάχτε, μωρέ κιοτήδες τα κρέατά μου, ολόμπλαβα! κουρέλια τα ρούχα μου, και κοντεύουν να χυθούν τα μάτια μου γιατί; α να χαθείτε, παλιομαθητάδες! γιατί, μωρέ, υπερασπίστηκα το δάσκαλό σας, τα 'βαλα μ' ένα λαό, εγώ, εγώ, ο ταβερνιάρης, ο παλιο-Κυρηναίος!
Και γιατί το 'καμα; γιατί πίστευα πως ήταν ο Μεσσίας και την άλλη μέρα θα μ' έκανε μεγάλο και τρανό; Καθόλου, μα καθόλου μα γιατί μ' έπιασε το φιλότιμο, ανάθεμά το, και δεν το μετανιώνω!
Πηγαινόρχουνταν απάνω κάτω, σκόνταφτε στα σκαμνιά, έφτυνε και βλαστημούσε.
Έφτυσε πάλι, πήγε κι άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στο κατώφλι ασκοφυσώντας. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει κόσμο, άντρες, γυναίκες, έτρεχαν, φώναζαν :
- Έρχεται, έρχεται, έρχεται ο βασιλιάς των Ιουδαίων, γιούχα!
Οι μαθητές τρύπωξαν πάλι πίσω από τα βαρέλια ο Σίμωνας στράφηκε :
- Μωρέ αφιλότιμοι, φώναξε, δε βγαίνετε έξω να τον δείτε; να σας δει κι αυτός, να παρηγορηθεί ο κακομοίρης; Ε, το λοιπόν, εγώ θα βγω και θα του γνέψω, εδώ 'μαι, ο Σίμωνας ο Κυρηναίος, παρών!
Είπε, κι έδωκε ένα σάλτο και στάθηκε στο δρόμο.
Κύματα κύματα το πλήθος περνούσε μπροστά καβαλάρηδες Ρωμαίοι πίσω ο Ιησούς φορτωμένος το σταυρό, έτρεχαν τα αίματα αποπάνω του και τα ρούχα του κρέμουνταν ξεσκλίδια δεν είχε πια ανάκαρα να περπατήσει, όλο και σκουντουφλούσε και μπροσμούρωνε να πέσει, κι όλο και τον έστηναν όρθιο και του 'διναν κλωτσιές και προχωρούσε.
Έτρεχαν πίσω του οι κουτσοί, οι στραβοί, οι σακάτες, φουρκισμένοι γιατί δεν τους είχε γιάνει, και τον βλαστημούσαν και τον χτυπούσαν με τα δεκανίκια και τα ραβδιά τους. Και κάθε τόσο κοίταγε γύρα του δε θα φανεί κανένα ς σύντροφος; τι γίνηκαν οι αγαπημένοι;
Απόξω από την ταβέρνα στράφηκε, είδε τον ταβερνιάρη να του κουνάει το χέρι χάρηκε η καρδιά του, έκαμε να κουνήσει το κεφάλι, να τον αντιχαιρετήσει, μα σκόνταψε σε μιαν πέτρα και σωριάστηκε χάμω, με το σταυρό στη ράχη μούγκρισε από τον πόνο.
Χύμηξε ο Κυρηναίος, ανασήκωσε τον Ιησού, πήρε το σταυρό, τον φορτώθηκε στις πλάτες του, στράφηκε, χαμογέλασε στον Ιησού :
- Κουράγιο, του 'πε, εδώ 'μαι εγώ, μη φοβάσαι.
Βγήκαν από την πόρτα του Δαβίδ, πήραν τον ανήφορο κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή του Γολγοθά όλο πέτρες κι αγκάθια και κόκαλα εδώ σταύρωναν τους αντάρτες, άφηναν τους σταυρωμένους και τους έτρωγαν τα όρνια, βρωμούσε ο αγέρας ψοφίμι. Ξεφόρτωσε από πάνω του ο Κυρηναίος το σταυρό, δυο στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν και να τον μπήγουν βαθιά στις πέτρες? ]]
Μπορεί και στο δικό μας δρόμο να βρεθεί κάποιος Σίμωνας! Όποιος κι αν είναι ο σταυρός μας, όποιος κι αν είναι ο πόνος μας, να μη ξεχνάμε ότι μετά τη μπόρα πάντοτε βγαίνει ο ήλιος. Μπορεί να παραπατούμε, μπορεί να πέφτουμε, αλλά υπάρχει πάντοτε ένας φύλακας άγγελος σταλμένος από το Θεό για να μας παραστέκει, να μας βοηθάει να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες. Στη "σκοτεινή νύχτα της ψυχής" δε θα είμαστε μόνοι, γιατί και σ' εμάς "ώφθη δε αυτώ άγγελος απ' ουρανού ενισχύων αυτόν" (Λουκάς, κβ΄, 43).
Ας οπλιστούμε με θάρρος αυτή τη δύσκολη εποχή, που μας βαραίνει ακόμη περισσότερο ο προσωπικός σταυρός μας. Γιατί ακολουθεί η Ανάσταση. Μπορεί λίγο να αργήσει, μα σίγουρα θα έρθει.
Ο Δημήτρης Μάρκου
Συγγραφέας και εκπαιδευτικός