«Ο καθένας τελικά παίρνει αυτό που του αξίζει», λέμε συχνά, θεωρώντας πως σε αυτόν τον κόσμο ο κακός θα τιμωρηθεί και ο καλός θα ανταμειφθεί για τις πράξεις ή τη συμπεριφορά του.
Είναι πράγματι δίκαιος ο κόσμος στον οποίο ζούμε;
Σαφώς όχι.
Τα παραδείγματα αναρίθμητα σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο και είναι περιττό να επαναληφθούν εδώ.
Παρ' όλα αυτά, βαθιά μέσα μας, έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο δίκαιο, όπου αργά ή γρήγορα, ο καθένας ανταμείβεται ή τιμωρείται για τις πράξεις και την συμπεριφορά του.
Η πίστη σε ένα δίκαιο κόσμο είναι μία καλά ριζωμένη πεποίθηση του ανθρώπου, που τον βοηθάει να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, φυσικό και κοινωνικό, ως σταθερό, ελεγχόμενο, ασφαλές και οργανωμένο με τάξη.
Τον βοηθάει να λειτουργήσει μέσα σε αυτό, να προβλέψει συμπεριφορές και καταστάσεις, να προετοιμαστεί για αυτές και εν τέλει, να αντεπεξέλθει καλύτερα στις καθημερινές δυσκολίες ή προκλήσεις της ζωής.
Τον βοηθάει επίσης να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό, αρκεί να φανταστούμε για μία στιγμή πώς θα νιώθαμε αν κάποιος μας έλεγε πως οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας, είναι τυχαίο, χαοτικό και χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό ή λόγο.
Πως, το να κάνεις σήμερα μία καλή πράξη δεν θα επιστρέψει αύριο ως καλό σε εσένα, αλλά θα χαθεί στο χάος του κόσμου.
Πως, αν κάποιος διαπράξει ένα έγκλημα εις βάρος σου, μπορεί και να μην συλληφθεί, να μην καταδικαστεί, να μην τιμωρηθεί.
Η ανασφάλειά μας θα εκτινάσσονταν στα ύψη και θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να προσαρμοστούμε σε μία τυχαία, ανεξέλεγκτη και χωρίς δικαιοσύνη κοινωνική ζωή.
Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτή η πεποίθηση εξυπηρετεί μία πολύ σημαντική, προσαρμοστική λειτουργία για το άτομο, είναι και πολύ δύσκολο να την εγκαταλείψει.
Φυσικά δεν ερχόμαστε στον κόσμο με αυτή την πεποίθηση.
Το βρέφος θα απαιτήσει άμεσα να φάει, να παρηγορηθεί, να απασχοληθεί από τον περίγυρό του.
Σταδιακά, όμως, τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν από τους γονείς και το σχολείο ότι, αν κάνουν αυτό που «πρέπει», τότε θα έχουν και μία ανταμοιβή.
Φυσικά μαθαίνουν και το αντίθετο: αν δεν κάνουν αυτό που πρέπει, θα τιμωρηθούν.
Παράλληλα μαθαίνουν πως η ανταμοιβή ή η τιμωρία, έρχεται ως κάτι που τους «αξίζει» για την συμπεριφορά που έδειξαν: Ένα άτακτο παιδί αξίζει την τιμωρία, διότι έκανε φασαρία –έκανε κάτι που «δεν έπρεπε». Ένα ήσυχο παιδί αξίζει την ανταμοιβή γιατί έκανε «αυτό που έπρεπε».
Και κάπως έτσι, ήδη από την παιδική ηλικία, διαμορφώνεται μία βάση πάνω στην οποία το άτομο, στη μετέπειτα εφηβική και ενήλικη ζωή του, θα στηριχθεί για να επιδιώξει τους προσωπικούς του στόχους και θα εξασφαλίσει μία ψυχολογική σταθερότητα και ασφάλεια.
Τι κερδίζουμε από αυτή την πεποίθηση, όμως;
Διότι προφανώς, για να ζούμε σε έναν κόσμο καταφανώς άδικο και να συνεχίζουμε, έστω και ασυνείδητα, να πιστεύουμε πως «δεν πειράζει, όλοι αργά ή γρήγορα, θα έχουν αυτό που τους αξίζει», κάτι κερδίζουμε.
Συνήθως, αυτό που κερδίζουμε είναι η συνοχή. Δεν ανατρέπεται η εικόνα του κόσμου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα μας.
Για να καταλάβουμε πώς ακριβώς το κάνουμε αυτό, θα δούμε ορισμένα παραδείγματα, τα οποία έχουν προκύψει από πολυάριθμες έρευνες.
Στην περίπτωση μίας καταφανούς αδικίας, που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να την αναστρέψουμε, προσπαθούμε, με διάφορους τρόπους να την εκλογικεύσουμε.
Πώς;
Στην περίπτωση των παιδιών, για παράδειγμα, η «τιμωρία» δεν εκλαμβάνεται από τον γονιό ως αδικία.
Δεν σκεφτόμαστε δηλαδή, ως γονείς, ότι αδικούμε το παιδί μας βάζοντάς το τιμωρία για κάτι «κακό» που έκανε. Θεωρούμε ότι πράττουμε στα πλαίσια της ορθής διαπαιδαγώγησης των παιδιών.
Εκλογικεύουμε την αδικία (και την παρουσιάζουμε και στο παιδί μας έτσι) ως μέσον καλύτερης προετοιμασίας του παιδιού για τον κόσμο.
Άλλες φορές, επειδή δεν μπορούμε να αλλάξουμε την αδικία που βλέπουμε να συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλάζουμε την ίδια την πραγματικότητα, διαστρεβλώνοντας τα αίτια της αδικίας : ο απολυμένος φταίει ο ίδιος για την απόλυσή του, η γυναίκα ήταν προκλητικά ντυμένη και φέρει ευθύνη....
για τον βιασμό της, ο οδηγός δεν πρόσεχε και προκάλεσε ο ίδιος το ατύχημα, ο φίλος μας που διαγνώστηκε με καρκίνο φταίει ο ίδιος που δεν πρόσεχε τη διατροφή του, κάπνιζε, δεν αθλούνταν, κλπ.
Η ιδέα ότι μπορεί να μας συμβεί κάτι αρνητικό καθαρά και μόνο λόγω τύχης, μας είναι σχεδόν αδιανόητη, μας πανικοβάλει. Άλλωστε το βλέπουμε και στον εαυτό μας.
Όταν εμείς οι ίδιοι βιώνουμε κάποια αδικία (πέσαμε θύμα ληστείας, κακοποίησης, αρρωστήσαμε, κλπ) συχνά σπεύδουμε να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας: «Τα ήθελα και τα 'παθα», «δεν πρόσεχα όσο έπρεπε», «δεν έκανα όλα όσα έπρεπε και να τώρα» – «μου άξιζε ό,τι μου συνέβη».
Άλλες φορές πάλι, δείχνουμε υπερβολικά μεγάλη (μεγαλύτερη απ' ότι δικαιολογεί η ίδια η πραγματικότητα) εμπιστοσύνη στους θεσμούς: μιλάμε για «δίκαιη» καταδίκη ενός εγκληματία, λέμε «δεν μπορεί, για να μου έβαλε αυτόν τον βαθμό ο καθηγητής, θα έχει δίκιο» ή δικαιολογούμε τις απολύσεις ως «ανάγκη να επιβιώσει η επιχείρηση».
Από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος μας επιτρέπει να βλέπουμε το μέλλον με αισιοδοξία και πως οι εξελίξεις τελικά θα είναι προβλέψιμες, ελεγχόμενες και σταθερές.
Δεν θα έρθουν ανατροπές στη ζωή μας. Κάπως έτσι, ωθούμαστε στο να συμπεριφερόμαστε στους άλλους τίμια, ειλικρινά, θετικά, πιστεύοντας πως, «αφού του συμπεριφέρομαι σωστά, θα μου συμπεριφερθεί κι αυτός έτσι».
Στη βάση της δικής μας «ορθής» συμπεριφοράς, διαμορφώνουμε προσδοκίες για την συμπεριφορά του άλλου.
Για αυτό και νιώθουμε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μας όταν αντιλαμβανόμαστε πως ο άλλος μας εξαπάτησε ή μας παραπλάνησε.
Ανατρέπονται οι πυρηνικές πεποιθήσεις μας γύρω από το πώς (νομίζουμε ότι) λειτουργεί ο κόσμος.
Τέλος, κάποιοι άνθρωποι έχουν έντονο μέσα τους το κίνητρο για διατήρηση, ενίσχυση ή αποκατάσταση της δικαιοσύνης.
Εδώ εντάσσονται οι άνθρωποι που σπεύδουν να βοηθήσουν τα θύματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, που συμμετέχουν σε εθελοντικές οργανώσεις, που εργάζονται σε υπηρεσίες όπως η πυροσβεστική και το 166 : είναι τόσο ισχυρή η αίσθηση του δικαίου μέσα τους, που οδηγούνται στην αυτοθυσία προκειμένου να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη του κόσμου που μας περιβάλλει.
Η πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι δίκαιος είναι ένα από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της σύγχρονης εποχής.
Ως τέτοιο, έχει τις θετικές και τις αρνητικές του διαστάσεις.
Έχει αποδειχθεί πως η δοξασία του δίκαιου κόσμου είναι εξαιρετικά λειτουργική για τον άνθρωπο, διότι αποτελεί ένα είδος άμυνας απέναντι στο στρες που βιώνει, ενώ παράλληλα αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης συμπεριφορών που προσανατολίζονται στην προσπάθεια, την επιτυχία, τον προγραμματισμό και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής.
Ταυτόχρονα, συμβάλλει σε ένα αυξημένο αίσθημα προσωπικής ευεξίας, καθώς, όσο περισσότερο ένας άνθρωπος πιστεύει ότι ζει σε έναν δίκαιο κόσμο, τόσο περισσότερο δίκαιη θα φροντίζει να είναι η συμπεριφορά του, θα δείχνει εμπιστοσύνη στο μέλλον του και θα κρίνει ως δίκαια τα όσα του συμβαίνουν, με αποτέλεσμα να νιώθει μεγαλύτερη ισορροπία στη ζωή του.
Επίσης, άνθρωποι με ισχυρή πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου φέρουν περισσότερες πιθανότητες να βοηθήσουν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, έχουν υψηλότερο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, παραμένουν προσηλωμένοι στη χρήση δίκαιων και θεμιτών μέσων....
αποφεύγουν συμπεριφορές που παραβιάζουν τους κανόνες και αρνούνται να υποθάλψουν μία απάτη, ένα ψέμα ή κάποια άλλη συμπεριφορά εκμεταλλευτικού τύπου (ακριβώς επειδή φοβούνται τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών τους σε έναν κόσμο που είναι δίκαιος).
Από την άλλη πλευρά, μελέτες έχουν δείξει πως οι άνθρωποι, που πιστεύουν σταθερά και έντονα ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος, τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί και αυταρχικοί (πολιτικά και ιδεολογικά τοποθετούμενοι στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος), πιο πλούσιοι, πιο θρήσκοι αλλά και πιο αυτάρκεις έναντι όσων διατηρούν ασθενέστερη πίστη στην δικαιοσύνη του κόσμου.
Σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, η πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου συνοδεύεται από κάποιους κινδύνους που αξίζουν περαιτέρω προβληματισμού:
Για παράδειγμα, θεωρώντας πως, «όπου φτωχός και η μοίρα του», ωθούμαστε στο να κανονικοποιήσουμε την αδικία, να την εκλογικεύσουμε, να την δούμε ως κάτι φυσικό και αναπότρεπτο, για το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα.
Άμεση απόρροια αυτού, είναι η αδράνεια σε κοινωνικό επίπεδο :
Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για την αδικία, αφού ο καθένας λαμβάνει στη ζωή αυτό που του αξίζει («για να είναι φτωχός θα φταίει αυτός, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο»), μειώνεται το κίνητρο για κοινωνική αλλαγή, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι κάτι, κάποιος, κάπου, λογικά, θα φροντίσει ώστε το μέλλον να είναι καλύτερο για αυτούς τους ανθρώπους.
Τέλος, στενεύει το πεδίο της ατομικής δράσης μας, με την έννοια ότι μας αρκεί να ξέρουμε πως εμείς κάνουμε αυτό το λίγο, το ελάχιστο, καλό που μπορούμε και περνάει από το χέρι μας, χωρίς να είναι απαραίτητα ανάγκη να γίνουν αλλαγές σε ευρύτερο κοινωνικό ή θεσμικό επίπεδο.
Το αν πιστεύει κανείς ότι ο κόσμος είναι δίκαιος ή όχι δεν εντάσσεται σε αξιολογικές κρίσεις του τύπου «καλό» ή «κακό».
Είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες της σύγχρονης κοινωνίας και μεγαλώνουμε, λιγότερο ή περισσότερο, στην βάση αυτής της πεποίθησης.
Όπως κάθε ιδεολογία όμως, έτσι και αυτή έρχεται να μειώσει και να υποτιμήσει οτιδήποτε δεν είναι σύμφωνο με τον τρόπο που αυτή εκλαμβάνει την πραγματικότητα.
Επιπλέον, το αν και το κατά πόσο ένας άνθρωπος θα υιοθετήσει τελικά αυτή την άποψη, εξαρτάται από τον ίδιο και τις ψυχικές του αντοχές.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα προσφέρει γόνιμο έδαφος για προβληματισμό, αυτοπαρατήρηση και αυτοκριτική, καθώς και για προσεκτική παρατήρηση των μηνυμάτων που εκφράζονται διαμέσου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν σήμερα η κοινωνία και οι θεσμοί της.
Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος