Ζω σε μία μεγαλούπολη, μόνος και περιπλανιέμαι τις περισσότερες φορές στο δρόμο… Χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Άλλοτε σκέφτομαι πως μπορεί και να μην είναι πραγματικότητα αυτό που ζω, μπορεί να ζω ένα παραμύθι. Και κάπως έτσι θα στο περιγράψω τώρα..
Είμαι σε αυτά τα γεμάτα σκόνη παλαιοπωλεία που η μυρωδιά των αντικειμένων ξεχύνεται σε όλο το τετράγωνο. Μου αρέσει εδώ, βλέπω τόσα πράγματα που κάποτε ήταν χρήσιμα και τώρα ο παλιατζής μου τα δίνει όσο όσο.
Σήμερα είδα ένα βάζο, λίγο αλλιώτικο απ’ όσα είχα δει μέχρι τώρα. Μπρούτζινο, τόσο θολό που πρόδιδε τα χρόνια του, λίγο χτυπημένο στη βάση του και με ένα περίεργο καπάκι που δε μπορώ να καταλάβω πως ανοίγει.
Δε ξέρω γιατί μου αρέσει τόσο αλλά το κρατάω πολύ ώρα στα χέρια μου σα να μη θέλω να το δει κάποιος άλλος και το πάρει αυτός αντί για μένα. Μάλλον θα πηγαίνει στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης μόλις το επισκευάσω και το γυαλίσω λίγο. Τουλάχιστον μέχρι να το βαρεθώ και καταλήξει κι αυτό στην αποθήκη και γίνει μέρος της δικιάς μου συλλογής με άχρηστα αντικείμενα.
Έχει φτάσει απόγευμα, κοντά βραδάκι κι ακόμα προσπαθώ να φτιάξω αυτό το καταραμένο βάζο. Τι ήθελα και το έπαιρνα;; Χάνω τόσο χρόνο ενώ θα μπορούσα να… Τι;; Δεν έχω δα και τις ασχολίες ή τις παρέες να με περιμένουν.
Μόνος σε μια πόλη τόσων εκατομμυρίων. Όλοι με βαρέθηκαν αλλά τους βαρέθηκα κι εγώ. Καλύτερα μάλλον να ασχολούμαι με αυτό το ηλίθιο βάζο που μου έχει σπάσει τα νεύρα αλλά τουλάχιστον είναι εδώ μαζί μου και..
ΚΛΙΚ.. Επιτέλους, άνοιξα το καπάκι.
Ήταν τόσο κολλημένο που δε γύρναγε. Παραλίγο να κοπώ αλλά τελευταία στιγμή το γλύτωσα. Τι στο καλό έχει μέσα αυτό; Γυρνάω το καπάκι και νιώθω σαν κάτι να προσπαθεί να βγει… Δε μπορεί… Είναι η ιδέα μου. Άλλη μια στροφή και το βάζο μου φεύγει από τα χέρια.
Το δωμάτιο σκοτείνιασε.
Ο χώρος μίκρυνε.
Άνεμος στροβιλίζει τα πάντα.
Ο αέρας έγινε αποπνικτικός.
Δύο μάτια με κοιτάνε.
Μπα, δε γίνεται αυτό.
Αρχίζω να βλέπω καλύτερα.
Προσαρμόζομαι στο σκοτάδι αλλά και πάλι δεν είναι όλα καθαρά.
Ακόμα αυτά τα μάτια με κοιτάνε.
Δε μιλάω. Δεν τολμώ να πω κάτι.
Τα μάτια έρχονται πιο κοντά.
Βλέπω μια σιλουέτα να έρχεται προς το μέρος μου κι εγώ κάνω βήματα προς τα πίσω.
Τοίχος. Δε έχω να πάω πουθενά τώρα.
«Ποιος είσαι;» η φωνή μου τρέμει.
«Επιτέλους, τόσα χρόνια κλεισμένος σε αυτό το βάζο» μου λέει
«Τι εννοείς;»
«Ακόμα να καταλάβεις τι έχεις κάνει; Με ελευθέρωσες. Είμαι κοντά 80 χρόνια μέσα εκεί» και κλωτσάει με δύναμη το βάζο που κάνει ένα εκκωφαντικό θόρυβο σπάζοντας την απόλυτη πια σιωπή του σπιτιού.
«Δεν έκανα κάτι. Μη με ανακατεύεις.» βγάζοντας όσο θάρρος μου έχει απομείνει.
«Εσύ το άνοιξες, άρα εσύ με ελευθέρωσες. Με ρώτησες τι είμαι. Μάλλον δεν έχεις ξαναδεί τζίνι.»
«Τζίνι;; Όχι, όχι ποτέ. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχετε.» θέλω να καταπιώ τη γλώσσα μου τώρα καθώς βλέπω τα μάτια του να αγριεύουν.
«Πως τολμάς άνθρωπε; Υπάρχω εκατοντάδες χρόνια πριν από σένα!!» η φωνή του με τράνταξε ολόκληρο και μαζεύτηκα σαν μικρό τρομαγμένο παιδάκι που έχει κουλουριαστεί.
«Συγνώμη… συγνώμη… συγνώμη» δε μπορώ ούτε να τον κοιτάξω.
«Τέλος πάντων. Είσαι πολύ μικρός για να ασχοληθώ μαζί σου. Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Με ελευθέρωσες κι έτσι πρέπει να σου πραγματοποιήσω μία ευχή για να είμαι πραγματικά ελεύθερος. Σε ακούω..»
«Μία ευχή;;… Δε ξέρω. Δεν έχω ιδέα αν θέλω κάτι από εσένα»
«Μπορείς να ζητήσεις ότι θέλεις και σε ένα δευτερόλεπτο θα το έχεις;»
«Αλήθεια… Άφησε με… Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι τώρα»
«Άκουσε με… Σκέψου, τι σου λείπει περισσότερο και ζήτησε το μου» η φωνή του είναι πιο μαλακή και δε με τρομάζει πια. Τώρα καταλαβαίνω πως είμαι ξανά όρθιος και πια μιλάω πιο καθαρά.
«Μέχρι πότε μπορώ να το σκεφτώ;»
«Αύριο τέτοια ώρα θα ξαναέρθω. Να έχεις βρει κάτι.»
Πέρασε η νύχτα χωρίς να το καταλάβω. Τι είναι αυτό που θέλω περισσότερο στη ζωή μου; Ακόμα δε μπορώ να βρω. Δε με νοιάζουν τα χρήματα. Έτσι κι αλλιώς δε βγαίνω και πολύ από το σπίτι για να τα χαλάσω.
Δεν ήμουν ποτέ της φανταχτερής ζωής. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει και σε λίγα λεπτά θα ξαναέρθει το τζίνι. Δεν έχω βρει τι θέλω ακόμα. Δεν έχω κι έναν.. Αυτό είναι! Βρήκα τι θα ζητήσω!!
«Ελπίζω να βρήκες τι ευχή θα μου ζητήσεις.»
«Ναι… Βρήκα. Λοιπόν, ξέρω μπορεί να σου φανεί λίγο περίεργο αλλά αυτό που θέλω είναι να γίνεις φίλος μου!» χαμογελάω με την έκφραση που έχει πάρει. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, σα να μην πιστεύει αυτό που του είπα.
«Δε γίνεται κάτι τέτοιο. Θα σου πραγματοποιήσω όποια άλλη ευχή θέλεις»
«Αφού είπες πως μπορώ να ζητήσω οτιδήποτε θέλω και μου λείπει. Δεν έχω ούτε ένα φίλο. Άρα θα γίνεις εσύ. Αυτό μου λείπει τώρα»
«Δεν κατάλαβες καλά. Οτιδήποτε υλικό ήθελα να πω.»
«Όχι, κατάλαβα και θυμάμαι πολύ καλά. Δεν αλλάζω γνώμη.»
«Μα δε μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Απαγορεύεται. Μόνο με τα μικρά παιδιά μπορώ να είμαι φίλος.»
«Γιατί το λες αυτό; Θες να πεις πως με τα παιδιά γίνεται;»
«Σαφώς και γίνεται. Σκέψου πόσες φορές έχεις ακούσει μικρά παιδιά να μιλάνε με τους φανταστικούς φίλους τους. Ποιοι νομίζεις πως είναι; Είναι πολύ συχνή ευχή αυτή για ένα παιδί. Δεν το νοιάζει να έχει λεφτά, δόξα, καταξίωση. Αυτό που θέλει είναι ένας πραγματικός φίλος. Είναι τόσο αθώα που δε μπορούμε να τους πούμε όχι σε μια τέτοια ευχή.»
Με κοιτάει με ένα βλέμμα ικανοποίησης, σα να λέει από μέσα του πως δεν έχω κάτι άλλο να πω. Το κεφάλι μου είναι σκυφτό κι έτοιμο να σπάσει. Νιώθω το αίμα μου να χτυπάει στα μελίγγια.
Μου περνάνε χίλιες σκέψεις αυτή τη στιγμή και δε ξέρω πώς να αρχίσω. Θα του τα πω ένα χεράκι κι ας μη με πιστέψει. Θα του τα πω κι ας με περάσει για τρελό.
«Και ποιος σου είπε εσένα πως δεν είμαι κι εγώ αθώος; Ποιος σου είπε πως και όλοι οι ενήλικες δεν είναι αθώοι;»
«Τι κάθεσαι και μου λες τώρα; Και βέβαια δεν είστε αθώοι. Έχετε μέσα σας κακία, ιδιοτέλεια, εκμετάλλευση. Ένα παιδί δεν έχει τίποτα από αυτά. Γεννιέται κι έχει μέσα του καλοσύνη, αγάπη και καμία προσδοκία από τους άλλους.»
«Μη ξεχνάς τζίνι. Ήμουν κι εγώ κάποτε παιδί. Άρα είχα κι εγώ μέσα μου καλοσύνη κι αγάπη άνευ όρων. Μέχρι που κάποια στιγμή οι γονείς μου είπαν πως δεν πρέπει να είμαι τόσο καλός γιατί ο κόσμος γύρω μου είναι σκληρός κι έτσι έγινα κι εγώ σκληρός.
Μου είπαν ότι δε μπορώ να κάνω ότι θέλω στη ζωή μου γιατί υπάρχουν τα όρια που αυτοί σκέφτηκαν για μένα κι έτσι τα όνειρα μου μίκρυναν. Μου έμαθαν να φοβάμαι τη γύμνια μου αφού είναι αμαρτία.
Αργότερα το σχολείο και η κοινωνία μου είπαν να μη γελάω συνέχεια γιατί θα είμαι ο αδύναμος. Μου έμαθαν πως όποιο στόχο κι αν πετύχω, να μην το γιορτάσω αλλά να πάω στον επόμενο άμεσα. Χωρίς σταματημό, χωρίς ένα μπράβο προς εμένα να προλάβω να πω, χωρίς να νιώσω περήφανος, χωρίς έλεος τελικά.
Μου ξερίζωσαν όλοι μαζί τη φαντασία και τη δημιουργικότητα αφού με έπεισαν πως μου είναι άχρηστα και δε θα με βοηθήσουν ποτέ. Ένιωθα κάποτε μεγάλος παρόλο που ήμουν μικρός και τελικά κατάφεραν να με μικρύνουν κι άλλο. Άρχισα να σκέφτομαι πως όλοι θέλουν να με εκμεταλλευτούν κι έγινα επιφυλακτικός με όλους.
Έτσι η καλοσύνη δεν έφυγε αλλά κρύφτηκε. Μπολιάστηκα. Ναι… Αυτό τελικά το κατάφεραν. Με έθρεψαν μίσος, φόβο κι ανασφάλεια. Δεν είχα, δεν έχω κι ούτε θα έχω μέσα μου κακία. Έχω έλλειψη καλοσύνης. Έλλειψη αγάπης. Άρα για ποια αθωότητα μιλάς; Για αυτή που είχα και την έθαψα ή για αυτή που πιστεύεις πως έχουν μόνο τα παιδιά;»
Προσπαθώ να σταματήσω τα δάκρυα μου αλλά δεν τα καταφέρνω. Κλαίω. Ήθελα να τα πω όλα αυτά εδώ και τόσα χρόνια. Νιώθω λύτρωση που βγήκαν από μέσα μου έστω και σε αυτό το τζίνι. Σε αυτό το τζίνι που τώρα έχει καθίσει κάτω και δε μιλάει. Έχει κρύψει το πρόσωπο του και.. τι κάνει;;
Νομίζω ήταν λυγμός αυτός που άκουσα. Ή είναι δικός μου; Όχι, δικός του είναι. Έρχεται κοντά, με παίρνει αγκαλιά και με σφίγγει τόσο πολύ που δε με έχουν σφίξει ποτέ. Τον ακούω να λέει..
«Συγχωρέσε με…κι επέτρεψε μου να είμαι από δω και πέρα φίλος σου!»
Και καθόμαστε έτσι αγκαλιά… χωρίς να πούμε τίποτα άλλο πια… με δάκρυα στα μάτια…
Νίκος Τσόγκας
awakengr.com Photo by Nick Corbell