Μπορούμε να επιλέξουμε να ζήσουμε; Κι αν ναι, επιλέγουμε την επιβίωση με τον ίδιο τρόπο που επιλέγουμε μια αλλαξιά ρούχα ή ένα αυτοκίνητο; Πολλοί άνθρωποι έχουν καταλήξει στο να πιστέψουν ότι έτσι συμβαίνει. Παρ’ όλα αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι η επιβίωση μπορεί να μην επιλέγεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επιλέγουμε ένα απόκτημα.
Η ζωή δεν είναι απόκτημα. Εκείνοι πού θέλουν πάρα πολύ να ζήσουν κάποιες φορές μπορεί να πεθαίνουν και άλλοι, για τους οποίους η ζωή έχει λίγη γοητεία, συχνά συνεχίζουν. Πόσο παράξενο είναι ότι πολλοί από εμάς έχουν μια εσωτερική εμπειρία ότι υπάρχει κάποια διάσταση προσωπικής επιλογής που συνδέεται με την επιβίωση!
Στα χρόνια αυτά που παρατηρώ την επιβίωση, έχω έρθει να αναρωτιέμαι αν δεν υπάρχει μια θέληση στην οποία έχουμε πρόσβαση στα όνειρα και τις φανταστικές εικόνες η οποία είναι μέρος κάποιας βασικής κωδικοποίησης στο κέντρο της προσωπικής μας ζωής.
Εδώ στο βαθύ αυτό ασυνείδητο επίπεδο βρίσκεται η προσπάθεια να παραμείνουμε ενσαρκωμένοι για σκοπούς άγνωστους στο συνειδητό νου, ένα είδος δέσμευσης της προσωπικής μας δύναμης ζωής προς το συγκεκριμένο και το συμπαγές.
Ίσως κρυμμένη στην παρούσα συζήτηση για την προσωπική επιλογή και την τελική επιβίωση είναι μια παλαιότερη, πιο μυστηριώδης έννοια που ονομάζεται βούληση να ζήσουμε.
Αν έτσι συμβαίνει, πολλοί παράγοντες στο ασυνείδητο επίπεδο των πραγμάτων μπορεί να επηρεάζουν αυτή τη βούληση, την δύναμη της, την συνοχή της, και την επιμονή της. Οι πιο βαθιές και πιο ασυνείδητες πεποιθήσεις μας σχετικά με την ουσιαστική μας φύση, το πόσο άξιοι είμαστε για να ζήσουμε, μπορεί να λειτουργούν εδώ.
Μερικές φορές μια συστροφή στην βούληση για ζωή γίνεται εντελώς ξεκάθαρη μόνον όταν κάποιος αντιμετωπίσει την δυσκολία μιας σημαντικής ασθένειας.
Ο Μαξ ήταν το είδος του ανθρώπου που έζησε στα άκρα, καπνίζοντας, πίνοντας, εμπλεκόμενος σε καυγάδες, οδηγώντας γρήγορα αυτοκίνητα. Ήταν εκεί όπου βρίσκονταν το άκρον. Στα εξήντα-τρία, είχε παντρευτεί τέσσερις φορές και είχε φτιάξει και χάσει δύο περιουσίες.
Στο παρόν ήταν ένας επιτυχημένος κτηνοτρόφος. Ήταν καθισμένος στο γραφείο μου, με το βαρύ καπέλο του και τις παλιές μπότες, τόσο άβολα και ανήσυχα, όσο κι ένας από τους αγαπημένους του ταύρους πρωταθλητές που είχε χαρακτηριστεί ως πολύ μικρός.
Σε απάντηση στην ερωτήσεις μου σχετικά με το παρελθόν του, μου είπε ότι είχε μεγαλώσει σε ένα αγρόκτημα στα Μεσοδυτικά. Ο πατέρας του είχε υπάρξει cow boy, η μητέρα του η μοναχοκόρη του τραπεζίτη της πόλης.
Ήταν πολύ κοντά στην μητέρα του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ένα ανθεκτικό και ατρόμητο παιδί, είχε ζήσει πολύ κοντά στον πατέρα του. Ο πατέρας τους του αγαπούσε, είπε, και αποτράβηξε το βλέμμα του.
Τον κοίταξα να κάθεται εκεί, μεγάλος και ικανός και δείχνοντας απερίσκεπτος. Τα χέρια του, ξεκουράζονταν πάνω στα ντυμένα με τζιν γόνατα του, ήταν σημαδεμένα από μια ζωή εξωτερικής εργασίας. Ήταν τα χέρια ενός άντρα.
Γιατί λοιπόν είχα αυτή την αίσθηση της προστατευτικότητας, αυτή τη φευγαλέα αίσθηση ότι ήταν ένα αδύναμο μικρό αγόρι;
Ακολουθώντας αυτό το ένστικτο, τον ρώτησα τι γνώριζε σχετικά με την γέννηση του και τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Μου είπε ότι είχε γεννηθεί πρόωρα. Για τα πρώτα δύο ή τρία χρόνια της ζωής του ήταν ευαίσθητος στις ασθένειες και είχε απορροφήσει πολλή από την προσοχή, την ανησυχία, και τον χρόνο της μητέρας του.
Η αγανάκτηση του πατέρα του είχε μαζευτεί μέχρι που σε έναν βίαιο τσακωμό με τη μητέρα του της είχε πει, «Αν αυτό το κωλόπαιδο ήταν ένα από τα ζώα, θα το είχα αφήσει έξω να πεθάνει από την πείνα».
Τον ρώτησα αν αυτό το είχε ακούσει κατά λάθος ή κάποιος του το είχε πει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί, είπε, αλλά το γνώριζε από πάντα και ήξερε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είχε συμβεί.
Η δυσαρέσκεια του πατέρα του προς αυτόν είχε παραμείνει χωρίς καμία αλλαγή ακόμα και μετά που είχε μεγαλώσει και είχε γίνει σωματικά σκληρός. «Δεν ήταν άνθρωπος που συγχωρούσε», είπε.
Μερικές φορές ο πατέρας του δεν του μιλούσε ούτε αναγνώριζε την παρουσία του επί εβδομάδες, και συμπεριφέρονταν σαν αυτός να μην ήταν καν εκεί. Ποτέ δεν ήξερε γιατί. Δεν είχε ζήσει μια εύκολη παιδική ηλικία και στα δεκαπέντε ο Μαξ έφυγε από το σπίτι.
Ενοχλημένος από τις ερωτήσεις μου, με ρώτησε γιατί όλα αυτά ήταν σημαντικά. Κτυπούσε νευρικά το πόδι του και τα μάτια του ήταν ανήσυχα. Με τα χέρια του κτυπούσε τις τσέπες του αφηρημένα.
Αναρωτήθηκα αν επιθυμούσε να καπνίσει. Του είπα ότι η στάση των ανθρώπων προς των εαυτό τους μερικές φορές το έκανε πιο εύκολο ή πιο δύσκολο να ανακτήσουν την υγεία τους και γι’ αυτό ήταν καλό να καταλάβουμε όσο περισσότερα μπορούσαμε.
Τότε άρχισε να μιλάει σχετικά με τις αυτό-καταστροφικές του τάσεις. Μου είπε ότι είχε «κυνηγήσει τον θάνατο» για όσο μπορούσε να θυμηθεί, και περιέγραψε χρόνια σκληρής ζωής και πολλούς τραυματισμούς.
Ακόμα και σαν παιδί είχε μια τάση στα ατυχήματα και αυτό είχε τραβήξει ακόμη περισσότερο την προσοχή της μητέρας του προς αυτόν και έτρεφε την αγανάκτηση του πατέρα του. Δεν καταλάβαινε γιατί συνέβαινε αυτό και ήταν αθλητικός και καλά συντονισμένος. «Πάντα ένιωθα σαν να μην μετρούσα, ότι δεν ήμουν καλός».
Οι πολλές επιτυχίες του, στις επιχειρήσεις ή τα αθλήματα ή με τις γυναίκες, δεν είχαν κατευνάσει αυτά τα συναισθήματα αλλά μόνον τα κάλυπταν. «Χες τα όλα», είπε θλιμμένα. «Ίσως», είπα, «ήταν δύσκολο να νιώθεις εν τάξει επειδή δεν μπόρεσες ποτέ να είσαι σίγουρα τι ήταν αυτό που χρειαζόσουν να κάνεις για να είσαι εν τάξει».
Με κοίταξε, προβληματισμένος. «Αν υποτίθεται ότι έπρεπε να ζήσεις για να ευχαριστήσεις την μητέρα σου, ή να πεθάνεις για να ευχαριστήσεις στον πατέρα σου», είπα.
Η παρατήρηση μου τον σοκάρισε. Συχνά είχε αναρωτηθεί αν είχε ζήσει απρόσεκτα με σκοπό να κερδίσει την επιδοκιμασία του πατέρα του ή για να αποδείξει στον εαυτό του ότι ήταν σκληρός. Αυτό του θύμισε και κάτι άλλο.
«Από τη στιγμή που γεννήθηκα, ήμουν ένα αληθινό αγκάθι γι’ αυτόν απλά και μόνον επειδή ήμουν εκεί. Τίποτα από αυτά που έκανα δεν μπόρεσε να το αλλάξει αυτό. Σε καμία περίπτωση δεν με ήθελε».
Του υπενθύμισα ότι παρά το πόσο κοντά με το θάνατο είχε έλθει επανειλημμένα, τα σπασμένα κόκκαλα, τα ατυχήματα, τα ρίσκα που έπαιρνε σχεδόν καθημερινά, ήταν ακόμη εδώ. Τον ρώτησα τι νόμιζε ότι τον είχε κάνει να τα βγάλει πέρα.
«Η τύχη», είπε γρήγορα. Του έριξα ένα σκεπτικό βλέμμα. Κανείς δεν ήταν τόσο τυχερός. Κάθισε για λίγο με τις σκέψεις του. Μετά με μια αβέβαιη φωνή που σχεδόν δεν μπορούσε να ακουστεί, μου είπε ότι αυτός ο ίδιος πάντα ήθελε να ζήσει. Με δυσκολία μπορούσα να τον ακούσω.
«Μπορείς να το πεις αυτό λίγο πιο δυνατά;» Κοίταξε το χαλάκι ανάμεσα στις μπότες του. Χωρίς να μπορεί να μιλήσει, απλά έγνεψε. Σχεδόν ψιθυριστά είπε, «Ντρέπομαι».
Η καρδιά μου πήγε σ’ αυτόν. Με τρεμάμενη φωνή είπε, «Κάτι μέσα μου θέλει να ζήσει». Τα μάτια του ήταν ακόμη καρφωμένα στο χαλάκι. «Πες το, Μαξ», σκέφτηκα. «Πες το μέχρι να γίνει αληθινό». Αναρωτήθηκα αν τολμούσα να τον πιέσω λίγο περισσότερο.
«Νομίζεις ότι μπορείς να με κοιτάζεις και να μου το πεις αυτό;» Τον ρώτησα. Μπορούσα να αισθανθώ τον πόλεμο που γίνονταν μέσα του. Το είχα παρακάνει; Δεν είχε ποτέ αντιμετωπίσει τον πατέρα του.
Το πιο πιθανόν, το να πει ένα τόσο απλό πράγμα δυνατό ήταν ενάντια σε μια στάση που είχε κρατήσει ολόκληρη ζωή. Ίσως δεν ήταν σε θέση να ελευθερώσει τον εαυτό του ακόμα και τόσο λίγο. Με μια προσπάθεια σήκωσε τα μάτια του, η φωνή του ακόμη κομμένη, αλλά όχι πια αδύνατον να ακουστεί.
«Θέλω να ζήσω», είπε ξεκάθαρα. Κοιτάξαμε ο έναν τον άλλον για λίγες στιγμές αλλά δεν κατέβασε τα μάτια. Του χαμογέλασα. «Κι εγώ θέλω να ζήσεις», του είπα.
Ένας τρόπος να δούμε την ιστορία του Μαξ θα ήταν να θεωρήσουμε ότι η παλιά διαφωνία μεταξύ των γονιών του είχε συνεχιστεί στον ασυνείδητο νου του.
Μπερδεμένος και πιασμένος μεταξύ στην αφοσίωση της μητέρας του στη ζωή του και την επιθυμία του πατέρα του να εξαφανιστεί, είχε ζήσει καβάλα στον φράκτη μεταξύ ζωή και θανάτου όλα αυτά τα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, αν και ήταν κρυμμένο, ο ίδιος είχε κρατήσει την τελική του ψήφο.
Ίσως η ένταση του εσωτερικού διαλόγου το είχε κάνει απαραίτητο γι’ αυτόν να διαβεβαιώνει τον εαυτό του για την δική του επιλογή φτάνοντας στα άκρα και ρίχνοντας την ψήφο του ξανά και ξανά. Κάθε φορά που είχε επιβιώσει μπόρεσε να νιώσει για ακόμη μια φορά την δική του επιθυμία να ζήσει.
Όταν ο ασυνείδητος πόλεμος είναι τόσο έντονος, ίσως να πρέπει να ξανακάνεις την επιλογή συχνά μέσω ατυχημάτων και επικίνδυνης ζωής, απλά για να είσαι σίγουρος.
Ο καρκίνος ήταν μόνο η τελευταία σε μια μακρά σειρά κρίσεων η οποία έβαζε το ερώτημα της ζωής του σε δοκιμασία. Ήταν ο λόγος που αυτός ήταν εδώ.
Αλλά τώρα που είχε καρκίνο θα ήταν απαραίτητο να επιλέξει μια κι έξω. Η επιβίωση από μια ασθένεια που απειλεί τη ζωή μπορεί να απαιτήσει μια τέτοια συνεκτικότητα μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης επιλογής.
Ο Μαξ είχε μεταστατικό καρκίνο του εντέρου. Οι ειδικοί του είχαν δώσει αποθαρρυντικές στατιστικές και πρόσφεραν μόνον μια προσεγμένη πρόγνωση. Αλλά η εμπειρογνωμοσύνη δεν είναι ικανότητα να βλέπεις το μέλλον.
Σαν ειδικοί, έχουμε να κάνουμε μόνον με πιθανότητες και όχι συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Όπως και οι περισσότεροι που κάνουν μια τέτοια δουλειά, έχω δει ότι η πρόγνωση μπορεί να μην είναι η πραγματικότητα όπως και ο χάρτης δεν είναι η περιοχή ή το σχέδιο το κτίριο.
Ο Μαξ έζησε οκτώ χρόνια μετά από αυτήν την πρώτη συνάντηση. Δουλέψαμε μαζί για λίγα χρόνια διερευνώντας την πόρτα που είχε ανοίξει στην πρώτη αυτή συνεδρία και κατέληξα να νιώθω μια βαθιά στοργή για αυτόν τον σκληρό, παράξενο, και πολύ ευγενικό άνθρωπο.
Σιγά-σιγά μπόρεσε να καταλάβει και να συγχωρήσει και τους δύο γονείς του και να εκτιμήσει και να ενδιαφέρεται για τον εαυτό του. Τα τραύματα και τα ατυχήματα σταμάτησαν.
Μέσα στους λίγους πρώτους μήνες συχνά αστειεύονταν σχετικά με την στιγμή που έριξα την ψήφο μου με αυτόν. «Τον κέρδισα τον μπάσταρδο μια για πάντα», κρυφογελούσε.
Όταν του είπα ότι ήθελα να ζήσει, μιλούσα σαν ένας άνθρωπος για τον οποίο η ζωή του ήταν σημαντική και όχι σαν κάποιος πού γνώριζε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα.
Κάτω από την εμπειρογνωμοσύνη του κάθε γιατρός αισθάνεται έτσι σχετικά με κάθε ασθενή, άσχετα με τις πιθανότητες. Είναι το κίνητρο πίσω από όλη αυτήν την εκπαίδευση, όλη αυτήν την προσπάθεια, η βάση όλης αυτής της δέσμευσης. Απλά σκέπτομαι ότι κάποιες φορές είναι σημαντικό να λέμε αυτά τα πράγματα φωναχτά.
(Απόσπασμα από το βιβλίο της Rachel Naomi Remen, M.D., “Kitchen Table Wisdom”)