Αν βρισκόμαστε συνεχώς δεμένοι σε έναν «φράχτη», είναι επιλογή μας αν θα συνεχίσουμε να φανταζόμαστε τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει έξω από αυτόν ή αν θα το ανακαλύψουμε διεκδικώντας την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας.
Υπάρχει μια γνωστή αλληγορία με έναν μικρό ελέφαντα που είναι δεμένος σε ένα φράχτη προσπαθώντας να σπάσει τα δεσμά του χωρίς επιτυχία. Κάποια στιγμή λοιπόν, μετά από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες, αποδέχεται την μοίρα του και συμφιλιώνεται με την ιδέα της αιχμαλωσίας.
Μετά από χρόνια, ο μικρός ελέφαντας μεγαλώνει και έχοντας αποκτήσει πλέον τεράστια δύναμη μπορεί με μεγάλη ευκολία να φύγει από τον φράχτη και να κατακτήσει την ελευθερία του.
Ωστόσο, δεν το κάνει επειδή πιστεύει από μικρός ότι ο φράχτης είναι ένα αμετακίνητο εμπόδιο και παραμένει για πάντα καθηλωμένος εκεί.
Η αλληγορία του μικρού ελέφαντα μας φέρνει στο μυαλό πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που λόγω κάποιων περιοριστικών πεποιθήσεων, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τους στόχους και τις επιθυμίες τους...,
αναβάλλουν σημαντικά πράγματα (π.χ. να κυνηγήσουν την δουλειά των ονείρων τους, να δημιουργήσουν την σχέση που θέλουν, να αφήσουν τον σύντροφο με τον οποίο δε ταιριάζουν) και τελικά δεν ζουν την ζωή τους αξιοποιώντας όλες τους τις δυνατότητες.
Πώς σχηματίζονται όμως γενικά οι πεποιθήσεις στην ζωή;
Ποιες είναι οι πεποιθήσεις που μας περιορίζουν και σε ποιες κατηγορίες ανήκουν; Και τέλος, τι μπορούμε να κάνουμε για να τις ξεπεράσουμε;
Ο σχηματισμός των πεποιθήσεων
Μια πεποίθηση είναι μια συναισθηματικά επενδυμένη ψυχική αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας, τους γύρω μας και τον κόσμο γενικότερα. Είναι το αποτέλεσμα των παρελθοντικών εμπειριών (καλών και κακών) που είχαμε ως παιδιά, αρχικά με τους πρώτους φροντιστές (γονείς) και έπειτα με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο εγκέφαλός μας αντιλαμβάνεται αυτές τις πεποιθήσεις, ακόμα και όταν είναι κάποιες φορές παράλογες, ως αναμφισβήτητες αλήθειες.
Οι πεποιθήσεις που έχουμε σχηματίσει με βάση την αλληλεπίδραση που είχαμε στην πρώιμη παιδική ηλικία με τους γονείς μας, είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας, ανακινούν πολλές φορές συναισθήματα που βρίσκονται στο υποσυνείδητό μας και έχουν ισχυρό αντίκτυπο στις επιλογές που κάνουμε στο εδώ και τώρα.
Για παράδειγμα, αν είχαμε έναν γονέα που δεν επιβράβευε την προσπάθειά μας και διαρκώς ζητούσε το κάτι παραπάνω από εμάς, μπορεί να διαμορφώσαμε την πυρηνική πεποίθηση ότι δεν είμαστε ποτέ αρκετά καλοί ή ότι δεν αξίζουμε.
Τέτοιες και άλλες παρόμοιες πεποιθήσεις όμως, μάς συνοδεύουν και στην ενήλικη ζωή εμποδίζοντας συχνά την προσωπική μας εξέλιξη, δημιουργώντας προβλήματα στις σχέσεις μας με τους άλλους και κινητοποιώντας ένα μόνιμο άγχος που τις περισσότερες φορές είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου».
Οι 3 κατηγορίες των περιοριστικών πεποιθήσεων
Οι πεποιθήσεις που μας περιορίζουν λοιπόν είναι τα «προσωπικά αφηγήματα» ή οι ακλόνητες «αλήθειες» που λέμε στον εαυτό μας και μας σταματάνε από το να γίνουμε αυτοί που θέλουμε. Όπως ο ενήλικος ελέφαντας, έτσι και εμείς, μένουμε συχνά ακινητοποιημένοι σε ένα μέρος χωρίς να το καταλαβαίνουμε και χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε πως θα ήταν η ζωή μας μακριά από τον… φράχτη.
Οι τρεις βασικές κατηγορίες των περιοριστικών πεποιθήσεων που μάς εμποδίζουν να ζήσουμε την ζωή μας έτσι όπως επιθυμούμε είναι :
· Περιοριστικές πεποιθήσεις για τον εαυτό: δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε γιατί κάτι πηγαίνει εγγενώς «λάθος» με εμάς.
· Περιοριστικές πεποιθήσεις για τον κόσμο: δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε γιατί οι άλλοι δεν θα μας το επιτρέψουν.
· Περιοριστικές πεποιθήσεις για την ζωή: δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε γιατί η ζωή είναι δύσκολη.
Περιοριστές πεποιθήσεις για τον εαυτό
Τίποτα δεν μας κρατά πίσω όσον αφορά τους στόχους και τις επιθυμίες μας, όσο οι αρνητικές κρίσεις και προβλέψεις για τον εαυτό. Αυτό συμβαίνει γιατί όλες οι περιοριστικές πεποιθήσεις για τον εαυτό είναι επενδυμένες με αισθήματα ανεπάρκειας, έλλειψης ασφάλειας, φροντίδας ή αποδοχής που βιώσαμε σε κάποια ευάλωτη περίοδο της ζωής μας.
Η κρισιμότητα της ηλικιακής περιόδου και η συχνότητα βίωσης αυτών των τραυματικών γεγονότων καθορίζουν ως επί των πλείστων το πόσο βαθιά ριζωμένες είναι αυτές οι πεποιθήσεις και το μέγεθος των δυσκολιών που μάς προκαλούν.
Οι πιο συχνές περιοριστικές πεποιθήσεις που βγαίνουν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια μιας θεραπευτικής συνεδρίας, αφορούν κάποιο προσωπικό μας χαρακτηριστικό, εξωτερικό ή/και εσωτερικό.
Κάποιοι θεραπευόμενοι θα μου πουν για παράδειγμα ότι είναι χαζοί, ότι δεν έχουν ωραίο σώμα, ότι είναι ανίκανοι, αδύναμοι, «τεμπέληδες» ή κοινωνικά αδέξιοι.
Το δυσκολότερο κομμάτι με τις πεποιθήσεις που βασίζονται σε εξωτερικά προσωπικά μας γνωρίσματα, είναι ότι τις (περισσότερες φορές) δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε. Αν έχουμε αποφασίσει λοιπόν ότι ο κόσμος μας μισεί επειδή είμαστε… κοντοί, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Ωστόσο, στην κλινική μου πρακτική, παρατηρώ αρκετά συχνά ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις πεποιθήσεις που βασίζονται σε αρνητικά γνωρίσματα του χαρακτήρα μας.
Για παράδειγμα, ακούω κάποιους θεραπευόμενους να μου λένε ότι δεν μπορούν να λήξουν μια σχέση γιατί είναι αδύναμοι ή ότι δεν μπορούν να ενταχθούν σε μια παρέα γιατί δεν ξέρουν τι να πουν ή ότι δεν καταφέρνουν ποτέ να ολοκληρώσουν κάτι γιατί είναι αναβλητικοί, έχουν διάσπαση προσοχής ή… ΔΕΠΥ.
Αυτό που μας κρατά λοιπόν καθηλωμένους σε αυτές τις πεποιθήσεις και στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τις αλλάξουμε, είναι τα συναισθήματά μας.
Λέμε για παράδειγμα στον εαυτό μας, ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε νέους ανθρώπους γιατί νιώθουμε συνεχώς θλίψη και κανείς δεν θα μας συμπαθήσει, ή ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στη δουλειά γιατί νιώθουμε ντροπή με την απόδοσή μας ή ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε την σχέση που θέλουμε γιατί νιώθουμε διαρκώς θυμό με τον άλλο.
Υπάρχει όμως ένα παράδοξο μέσα σε όλες τις συναισθηματικά επενδυμένες πεποιθήσεις: αυτό που χρειάζεται να κάνουμε για να διαχειριστούμε αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, είναι αυτό που κάθε φορά αποφεύγουμε να κάνουμε.
Όταν αισθανόμαστε θλίψη, η αλληλεπίδραση και η επαφή με τους άλλους βελτιώνουν τη διάθεσή μας, όταν φοβόμαστε την κριτική των άλλων, η έκθεση στην φοβική συνθήκη μας βοηθά να διαχειριστούμε σταδιακά την ντροπή,
όταν είμαστε θυμωμένοι με τον άλλο και δεν θέλουμε να του μιλήσουμε, η επικοινωνία είναι πιθανό να μας βοηθήσει να εκφράσουμε και να ξεπεράσουμε αυτόν τον θυμό.
Το να μην κάνουμε λοιπόν τίποτα από όλα αυτά, δημιουργεί «φαύλους κύκλους» μέσα στους οποίους διαιωνίζονται αυτές οι περιοριστικές πεποιθήσεις και στο τέλος καταλήγουμε να βιώνουμε ακόμα πιο έντονα τα αρχικά αρνητικά συναισθήματα.
Περιοριστικές πεποιθήσεις για τον κόσμο
Οι περιοριστικές πεποιθήσεις δεν εμποδίζουν την προσωπική μας εξέλιξη μόνο όταν έχουμε μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό, αλλά και όταν αισθανόμαστε ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και πιστεύουμε ότι χρήζουμε ειδικής μεταχείρισης.
Για παράδειγμα, πιστεύουμε ότι έχουμε εξαιρετικές επιχειρηματικές ιδέες, αλλά κανείς δεν είναι έτοιμος να τις καταλάβει ή ότι θα γράφαμε ένα βιβλίο, αλλά κανείς δεν θα εκτιμούσε την πολυπλοκότητα των εννοιών που θα υπήρχαν σε αυτό ή ότι θα κάναμε καριέρα στην μουσική, αλλά δεν υπάρχει κάποιος που μπορεί να αναγνωρίσει το ταλέντο μας.
Σε βαθύτερο επίπεδο, οι περιοριστικές πεποιθήσεις για τον κόσμο, κρύβουν ένα φόβο απόρριψης και εγκατάλειψης από τους άλλους οι οποίοι δεν θα μας επιτρέψουν να αξιοποιήσουμε όλες τις δυνατότητές μας ή δεν θα μας αποδεχτούν έτσι όπως είμαστε.
Συμπεριφερόμαστε λοιπόν ως θύματα και διαχωρίζουμε τον «καλό» εαυτό μας από τον «κακό» κόσμο με σκοπό να αντέξουμε τις άλυτες και ασυνείδητες εσωτερικές μας συγκρούσεις.
Περιοριστικές πεποιθήσεις για την ζωή
Οι περιοριστικές πεποιθήσεις γύρω από την ζωή εμποδίζουν την προσωπική μας εξέλιξη, γιατί όταν βασιζόμαστε μόνο σε αυτές, θεωρούμε ότι κάθε προσπάθεια είναι καταδικασμένη να αποτύχει αφού ήδη κάποιος άλλος έχει κάνει/πει/δημιουργήσει κάτι που ήταν δικό μας όνειρο και τώρα δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος για εμάς ώστε να το κυνηγήσουμε.
Η πιο συχνή δικαιολογία που χρησιμοποιούμε όμως για να μην προσπαθήσουμε να αλλάξουμε κάτι στην ζωή μας (όπως να υιοθετήσουμε υγιεινές διατροφικές συνήθειες ή να ξεκινήσουμε μια νέα δραστηριότητα) είναι η έλλειψη χρόνου.
Η δικαιολογία «δεν έχω χρόνο» προκύπτει από τον τρόπο που αποφασίζουμε να ιεραρχήσουμε τις προτεραιότητες για τις οποίες ενδιαφερόμαστε πραγματικά, οπότε τις περισσότερες φορές είναι αβάσιμη.
Η δεύτερη πιο συχνή δικαιολογία για να μην προσπαθήσουμε κάτι είναι η αντίληψη ότι αυτό που θέλουμε απλά «δεν υπάρχει».
Λέμε για παράδειγμα ότι η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων είναι κάτι φευγαλέο στην καλύτερη περίπτωση και κάτι φτιαχτό στην χειρότερη, οπότε δεν υπάρχει. Ή ότι οι άνθρωποι είναι εγωιστές και κάποιοι στιγμή όλοι μας απογοητεύουν, οπότε η έννοια της φιλίας δεν υπάρχει.
Αυτό που μας κρατά δέσμιους αυτών των πεποιθήσεων είναι και πάλι η ανάγκη μας να είμαστε ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί και να έχουμε ειδική πρόσβαση σε μια γνώση που μόνο λίγοι μπορούν να «αντέξουν». Συνεπώς, είμαστε σίγουροι ότι εμείς έχουμε δίκιο και ότι οι άλλοι απλά παραπλανούν τους εαυτούς τους.
«Τι θα συμβεί αν κάνω λάθος»;
Συνήθως, το πρώτο βήμα για να ξεπεράσουμε τις περιοριστικές πεποιθήσεις για τον εαυτό, τον κόσμο και την ζωή είναι να τις τοποθετούσε πάνω σε μια ρεαλιστική βάση και να τις αξιολογήσουμε. Θα μπορούσε να ισχύει κάτι άλλο πέρα από αυτό που πιστεύουμε;
Ποια στοιχεία από το παρελθόν δείχνουν ότι όντως δεν είμαι έξυπνος ή ότι δεν ξέρω τι να πω σε μια συζήτηση και ποια δείχνουν το αντίθετο;
Κάντε λοιπόν μια λίστα με όλες τις περιοριστικές πεποιθήσεις και προσπαθήστε να βρείτε απτά δεδομένα από το παρελθόν που είτε τις επιβεβαιώνουν, είτε τις διαψεύδουν.
Αν κάποια πεποίθηση σε αυτή την λίστα είναι δύσκολο να αξιολογηθεί, προχωρήστε στην επόμενη. Στην παρούσα φάση, ο στόχος είναι να δούμε ότι αυτό που πιστεύουμε δεν είναι, με βάση την λογική, ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, παρόλο που μπορεί να το αισθανόμαστε ως τέτοιο.
«Με ποιο τρόπο με εξυπηρετεί αυτή η πεποίθηση»;
Πιστεύουμε γενικά ότι είμαστε θύματα των περιοριστικών πεποιθήσεων, αλλά είναι αρκετά πιθανό, να μας έχουν εξυπηρετήσει κάποια στιγμή στην ζωή μας.
Ο μικρός ελέφαντας σταμάτησε από ένα σημείο και μετά να προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του για να μην βιώνει άλλο την αποτυχία και τον πόνο.
Όταν διαπιστώσουμε λοιπόν το δευτερογενές όφελος μιας περιοριστικής πεποίθησης, μπορούμε να δούμε καλύτερα αν αξίζει να συνεχίσουμε να ζούμε με αυτήν ή όχι. Ας μην ξεχνάμε ότι τα αρνητικά συναισθήματα είναι τις περισσότερες φορές αυτά που κινητοποιούν τη δράση μας και μας ωθούν να επιλέξουμε τον δρόμο της αλλαγής.
«Ποια είναι η πηγή των περιοριστικών πεποιθήσεων»;
Για να διερευνήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες σχηματίστηκαν οι περιοριστικές πεποιθήσεις, πρέπει να ανατρέξουμε σε γεγονότα του πρόσφατου ή μακρινού παρελθόντος. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή είναι συναισθηματικά επίπονη και γίνεται συνήθως με την βοήθεια και την καθοδήγηση ενός επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Σε αυτό το βήμα, η αναβίωση των ξεχασμένων συναισθημάτων και η έκφρασή τους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδυνάμωση της πεποίθησης.
Ωστόσο, μια ερώτηση που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι η εξής: Πότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι δεν είμαι αρκετός/ότι δεν αξίζω/ότι δεν είμαι αγαπητός/ότι δεν με προσέχουν αρκετά; Ποιες εικόνες ή πρόσωπα από το παρελθόν ξεπηδούν αυτόματα στο μυαλό μου;
Στην συνέχεια, καλό είναι να γράψουμε ό,τι μας ήρθε στο μυαλό και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα συναισθήματα που έχουν αναδυθεί.
«Ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική πεποίθηση»;
Αφού έχουμε αξιολογήσει την περιοριστική πεποίθηση, είναι σημαντικό να βρούμε μια εναλλακτική η οποία θα είναι πιο ρεαλιστική και λειτουργική. Δεν είναι απαραίτητο να πιστεύουμε 100% από την αρχή στην εναλλακτική πεποίθηση, αλλά να αφήσουμε ανοιχτή την πιθανότητα ότι μπορεί να ισχύει.
Για να το καταφέρουμε αυτό, μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας από την πλευρά ενός τρίτου παρατηρητή. Τι θα λέγαμε σε έναν φίλο που θα είχε την ίδια περιοριστική πεποίθηση;
Ας μην ξεχνάμε, ότι κάθε φορά, ακόμα και όταν δεν το καταλαβαίνουμε, επιλέγουμε τις πεποιθήσεις μας (και υπάρχουν πολλές… διαθέσιμες επιλογές).
Το ζήτημα είναι να αποκτούμε παραπάνω έλεγχο πάνω σε αυτήν τη διαδικασία και να την κάνουμε πιο συνειδητά, είτε αφορά τα απλά καθημερινά πράγματα, είτε πρόκειται για «αποφάσεις ζωής».
Καμία κατάσταση λοιπόν δεν έχει ένα νόημα εκ των προτέρων, εκτός από το νόημα που της δίνουμε εμείς.
«Επαληθεύονται οι εναλλακτικές πεποιθήσεις από την πραγματικότητα»;
Το τελευταίο και πιο σημαντικό βήμα είναι να ελέγξουμε τις εναλλακτικές πεποιθήσεις σε διάφορα σενάρια της πραγματικότητας και να κάνουμε έκθεση στην φοβική συνθήκη που μπορεί να αποφεύγουμε για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από τα αρνητικά συναισθήματα.
Η έκθεση για κάποιους μπορεί να σημαίνει να ζητήσουν από ένα ελκυστικό άτομο ένα ραντεβού, να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση εργασίας, ή να μιλήσουν στο σύντροφό/οικογένειά τους για τις πιο ευάλωτες πλευρές του εαυτού τους.
Είναι σημαντικό όμως να μην χρησιμοποιήσουμε το άγχος μας, αφού κάνουμε την έκθεση, ως «βαρόμετρο» της επιτυχίας μας. Κάθε φορά που δοκιμάζουμε κάτι καινούργιο, θα έχουμε άγχος το οποίο θα μειώνεται σε κάθε επόμενη έκθεση.
Αν αντιμετωπίσουμε λοιπόν τις πεποιθήσεις μας (περιοριστικές ή μη) ως «πειραματιστές», διαπιστώνουμε ότι πάντα υπάρχει διαθέσιμος χώρος για περισσότερη εξέλιξη και ότι ο μοναδικός παράγοντας που μπορεί να την ανακόπτει, τις περισσότερες φορές, είμαστε εμείς.
Συμπέρασμα :
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε κάποιες πεποιθήσεις που μας περιορίζουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι χρειαζόμαστε βοήθεια από κάποιον ειδικό, εκτός και αν νιώθουμε ότι επηρεάζουν σημαντικά την προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική μας ζωή.
Αν βρισκόμαστε συνεχώς λοιπόν δεμένοι σε έναν «φράχτη», είναι επιλογή μας αν θα συνεχίσουμε να φανταζόμαστε τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει έξω από αυτόν ή αν θα το ανακαλύψουμε διεκδικώντας την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας.
Image credit: Denys Nevozhai / unsplash.com
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*