Σε μια γεμάτη από δουλειές μέρα, κατά την οποία ο σύζυγος μου και εγώ ήμασταν πολύ απασχολημένοι τρέχοντας από δω κι από κει, ο τεσσεράμισι ετών γιος μας, Τζάστιν Καρλ, έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί έκανε συνέχει αταξίες. Μετά από αρκετές προσπάθειες, ο σύζυγος μου Τζορτζ, τον έβαλε να σταθεί στη γωνία. Εκείνος δεν μίλησε, αλλά δεν ήταν και χαρούμενος γι’ αυτό. Τελικά, μετά από λίγα λεπτά, είπε, «Θα φύγω από το σπίτι».
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν η έκπληξη και τα λόγια του με θύμωσαν. «Αλήθεια;» είπα. Αλλά όπως γύρισα και τον κοίταξα, έμοιαζε με άγγελο, τόσο μικρός, τόσο αθώος με το προσωπάκι του τόσο θλιμμένο.
Καθώς η καρδιά μου ένιωθε τον πόνο του, θυμήθηκα μια στιγμή από τη δική μου παιδική ηλικία, τότε που κι εγώ είχα πει αυτά τα λόγια. Πόσο μη αγαπητή και μόνη είχα νιώσει! Έλεγε πολύ περισσότερα με αυτές τις λέξεις. Έκλαιγε μέσα του. «Μη με αγνοείτε. Σας παρακαλώ, προσέξτε με! Είμαι και εγώ σημαντικός. Σας παρακαλώ, κάντε με να νιώσω ότι με θέλετε, ότι με αγαπάτε χωρίς όρους και ότι με χρειάζεστε».
«Εντάξει, Τζούσι, μπορείς να φύγεις από το σπίτι», ψιθύρισα μαλακά και άρχισα να μαζεύω ρούχα. «Λοιπόν θα χρειαστούμε πιτζάμες, το παλτό σου».
«Μαμά», είπε, «τι κάνεις εκεί;»
«Θα χρειαστούμε επίσης το νυχτικό μου και το παλτό μου». Έβαλα αυτά τα ρούχα σε μια τσάντα και την ακούμπησα στην μπροστινή πόρτα. «Εντάξει, Τζούσι, είσαι σίγουρος ότι θέλεις να φύγεις από το σπίτι;»
«Ναι, αλλά εσύ που πας;»
«Αν εσύ φύγεις από το σπίτι, τότε και η μαμά θα έρθει μαζί σου, επειδή δεν θα ήθελα ποτέ να μείνεις μόνος σου. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ Τζάστιν Καρλ».
Κρατούσε ο ένας τον άλλον όσο μιλούσαμε. «Γιατί θέλεις να έρθεις μαζί μου;»
Κοίταξα μέσα στα μάτια του. «Επειδή σ’ αγαπώ, Τζάστιν. Η ζωή μου δεν θα είναι πια η ίδια αν εσύ φύγεις. Γι’ αυτό, θέλω να είμαι σίγουρη ότι θα είσαι ασφαλής. Αν εσύ φύγεις, θα φύγω και εγώ».
«Μπορεί να έρθει και ο μπαμπάς;»
«Όχι, ο μπαμπάς πρέπει να μείνει σπίτι με τα αδέλφια σου, τον Έρικσον και τον Τρέβορ, και ο μπαμπάς πρέπει να δουλέψει και να φροντίζει το σπίτι όσο θα λείπουμε εμείς».
«Μπορεί να έρθει και ο Φρέντι (το χάμστερ);»
«Όχι, και ο Φρέντι πρέπει να μείνει εδώ».
Σκέφτηκε για λίγο και μετά είπε, «Μαμά, μπορούμε να μείνουμε σπίτι;»
«Ναι, Τζάστιν, μπορούμε να μείνουμε σπίτι».
«Μαμά»…
«Ναι, Τζάστιν;»
«Σ’ αγαπώ».
«Και εγώ σ’ αγαπώ, μωρό μου. Τι θα έλεγες να με βοηθούσες να φτιάξουμε ποπ-κορν;»
«Ωραία!»
Εκείνη τη στιγμή γνώριζα το υπέροχο δώρο της μητρότητας που μου είχε δοθεί, ότι η ιερή υποχρέωση να βοηθήσω ένα παιδί να αναπτύξει την έννοια της ασφάλειας και της αυτό-εκτίμησης δεν ήταν κάτι που μπορούσα να το πάρω ελαφριά. Συνειδητοποίησα ότι στα χέρια μου κρατούσα το πολύτιμο δώρο της παιδικής ηλικίας – ένα όμορφο κομμάτι πηλού, πρόθυμο να πλαστεί και να μορφοποιηθεί υπέροχα, σε ένα γεμάτο αυτοπεποίθηση ενήλικο αριστούργημα.
Έμαθα ότι σαν μητέρα δεν έπρεπε ποτέ να αφήνω την ευκαιρία «να φύγει από το σπίτι» για να δείχνω στα παιδιά μου ότι είναι επιθυμητά, σημαντικά, αγαπητά και το πιο πολύτιμο δώρο του Θεού.
Lois Krueger
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου