Το παιδί μες στον καθρέφτη
Ο καθρέφτης είναι ένα αντικείμενο.
Ένα αντικείμενο με ψυχή.
Ένα μαγικό αντικείμενο.
Δεν είχα πάντα κακές σχέσεις με τους καθρέφτες. Όταν ήμουν μικρή είχα φτιάξει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα σ’ έναν.
Στον καθρέφτη που είχαμε στον σκοτεινό διάδρομο του σπιτιού μου, υπήρχε ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος.
Ήταν το μαγεμένο δάσος όπου ήταν φυλακισμένη Εκείνη. Τότε δεν έβλεπα απλά τον εαυτό μου να με κοιτά, αλλά ένα άλλο κοριτσάκι με τα ίδια μακριά μαύρα μαλλιά και τα ίδια γεμάτα μάγουλα, μα ταυτόχρονα τόσο διαφορετικό απο μένα.
Κάθε φορά που την έβλεπα φορούσε διαφορετικό φόρεμα. Όλα της τα φορέματα ήταν πανέμορφα. Μοναδικά. Άλλο ήταν φτιαγμένο από τα χρυσοκόκκινα φύλλα του φθινοπώρου, άλλο απο τα άγρια μικρά-μικρά λουλούδια του δάσους, ενώ ένα ήταν φτιαγμένο απο τα νερά της λίμνης του ξέφωτου που υπήρχε στο μαγεμένο δάσος.
Μπορούσες ακόμα να δεις τα μικρά πολύχρωμα ψάρια που κολυμπούσαν παιχνιδιάρικα μέσα του.
Τα μαλλιά της ήταν πάντα στολισμένα ανάλογα με το φόρεμά της. Όταν φορούσε τα φύλλα του φθινοπώρου τα μαλλιά της στόλιζε ένα ολόχρυσο στεφάνι στο σχήμα των φύλλων. Όταν φορούσε το άσπρο-κόκκινο φόρεμα από αγριολούλουδα οι πεταλούδες των κόκκινων φρούτων και οι πεταλούδες των λευκών ανέμων κάθονταν στα μαλλιά της και τα χρωμάτιζαν.
Ποτέ δεν μου είπε το όνομα της. Δεν είμαι σίγουρη αν είχε. Ήταν η πριγκίπισσα μέσα στον καθρέφτη. Όσο περισσότερο μεγάλωνα τόσο πιο θολή γινόταν η μορφή της. Τόσο πιο καθαρά μπορούσα να δω τη δική μου μορφή μέχρι που Εκείνη χάθηκε μέσα στον καθρέφτη για πάντα.
Ακόμα προσπαθώ να τη βρω. Καμιά φορά κοιτάζω για ώρες τον καθρέφτη ψάχνοντας απεγνωσμένα, να της μιλήσω, να την ρωτήσω γιατί χάθηκε. Έφυγε γιατί μεγάλωσα; Ή μήπως ζει ακόμα μέσα στους καθρέφτες μου κι εγώ δεν μπορώ να την δω; Ίσως να ισχύει και αυτό. Ίσως να είναι ακόμα εκεί κι εγώ δεν μπορώ να την δω.
Έτσι είμαστε. Σιγά σιγά χάνουμε κομμάτια απο την παιδική μας αθωότητα και γινόμαστε όλο και πιο σκοτεινοί όλο και πιο θολοί.
Κάποια στιγμή το παιδί μέσα στον καθρέφτη χάνεται και το μόνο που μένει πίσω είναι ένα κομμάτι γυαλί.
Ένα κρύο είδωλο που σε κοιτάει άλλοτε μ’ εκείνο το κενό βλεμμα, άλλοτε με απογοήτευση και άλλοτε με καθαρή αηδία.
Υπάρχουν μέρες που θες να τον σπάσεις. Μέρες που θες να τον κάνεις κομμάτια. Μέρες που θες να τον καταστρέψεις, να τον εξαφανίσεις για να μην το ξαναδείς. Να μην ξαναδεις αυτό το βλέμμα.
Το βλέμμα που καθορίζει ολόκληρη τη ζωή σου. Το βλέμμα που σε κάνει να ακυρώνεις εξόδους και ανθρώπους που νοιάζονται για σένα καταστρέφοντας σχέσεις και κόβοντας δεσμούς. Το βλέμμα που σε κανει να παλεύεις να βρεις την δύναμη να βγεις απο το σπίτι και να αντέξεις την ασφυξία που σου προκαλεί ο κόσμος έξω απο την ασφάλεια του σπιτιού ή μαλλον της φυλακής σου.
Υπάρχουν όμως κι αυτές οι σπάνιες ευλογημένες μέρες που συμφιλιώνεσαι μαζί του και είτε το αποδέχεσαι είτε το αγνοείς και τότε δραπετεύεις. Έστω για μία μέρα είσαι ελεύθερος να ζήσεις σαν φυσιολογικός άνθρωπος.
Ίσως τότε μπορέσεις να ξαναβρείς μέσα στον καθρέφτη το χαμένο σου παραμύθι. Εκείνες τις μέρες πρέπει να σταθείς μπροστα στον καθρέφτη και να αντιμετωπίσεις το βλέμμα.
Το δικό σου βλέμμα.
Το κείμενο έγραψε η Αναστασία Κ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου