Όλη νύχτα η Νίκη η νεαρή μάνα με τα δύο μικρά παιδιά, γύριζε στο στρώμα της.
Πως θα το κρατούσε μυστικό, το ότι μεγάλωνε μέσα της ένα νέο παιδί, που δεν ήταν του άνδρα της, ο οποίος έλειπε στην ξενιτιά;
Είχε σχεδόν αποφασίσει να πάει και να τελειώσει τη ζωή της, πέφτοντας στο ποτάμι με τη μεγάλη ρουφήχτρα παρακάτω από το χωριό.
Τα παιδιά θα τα άφηνε στην πεθερά της, που έμενε μαζί τους και ήταν χρυσός άνθρωπος.
Το πρωί αποφάσισε να της πει την τρομερή της απόφαση.
« Το κακό δεν θεραπεύεται με κακό αλλά μόνο με καλό, θα το λύσουμε το θέμα. » της απάντησε η πεθερά της , όταν άκουσε την εξομολόγησή της.
Η Αρετή η εφευρετική πεθερά, είχε ένα αγροτόσπιτο σε ένα δικό της σιτοχώραφο λίγο πιο έξω από το χωριό και μέσα σε 20 μέρες, αφού το άσπρισε και το ετοίμασε, μετακόμισαν εκεί μάνα, δύο παιδιά και η πεθερά.
Στο χωριό είπαν, ότι πήγαν νωρίτερα, για να παρακολουθούν το σιτάρι και να ετοιμαστούν καλύτερα για τη συγκομιδή.
Πέρασαν 5 μήνες.
Η Νίκη γέννησε και η πεθερά σαν μαμή την ξεγέννησε και άρχισε να περιποιείται το νεογέννητο.
Μετά από 25 μέρες η πεθερά έβαλε σε ένα καλαθάκι το μωρό , πήγε στο έμπα του χωριού και το άφησε στην άκρη του δρόμου, κρυμμένη κοντά για να δει τι θα γίνει.
Το μωρό ξύπνησε, άρχισε να κλαίει και δύο περαστικοί άκουσαν το κλάμα του και έκπληκτοι πλησίασαν το καλάθι.
Η Αρετή που παραφύλαγε πετάχτηκε πάνω , άρπαξε το μωρό και άρχισε να το χορεύει στα χέρια της λέγοντας :
« Το είχα τάμα να μεγαλώσω ένα ορφανό και να που μου το έστειλε ο Θεός. Ας έρθουν να το αναζητήσουν οι δικοί του από εμένα. »
Γρήγορα απομακρύνθηκε με το μωράκι στην αγκαλιά. Το χωριό έμαθε ότι η καλόψυχη Αρετή μάζεψε ένα ορφανό και έτσι μεγάλωνε μαζί με τα άλλα, ώσπου ήρθε ο πατέρας.
« Τίνος είναι το παιδί μάνα; » ρώτησε.
« Είναι δικό μου και θα το μεγαλώσω » απάντησε η Αρετή, « γιατί το βρήκα πεντάρφανο στο δρόμο. »
Η Νίκη πρόλαβε και σκούπισε δύο δάκρυα, πριν τη δει ο άνδρας της, ο οποίος δέχθηκε την ευεργεσία της μάνας του.
Ο άνδρας δεν έφυγε πια για την ξενιτιά και η οικογένεια απέκτησε άλλα δύο παιδιά και μεγάλωναν όλα μαζί.
Μετά από χρόνια πέθανε η Αρετή. Στον τάφο της φύτρωσε ένας βασιλικός, που έγινε με τον καιρό θάμνος, που κατασκήνωναν τα πουλιά.
Η Νίκη, που παρέμενε ευγνωμονούσα για το μεγάλο καλό, που της είχε κάνει η πεθερά της, για χρόνια σιωπούσε, μα κάποτε αποκάλυψε το μυστικό στο σύζυγό της.
« Αφού η μάνα μου δεν σε κατέκρινε, δεν θα σε κατακρίνω ούτε και εγώ , » απάντησε ο άνδρας της , « αν επιθυμείς τη συγχώρεσή μου , την δίνω με όλη μου τη καρδιά ! »
Ήταν ο γιος της μάνας του! Δεν μπορούσε να φερθεί διαφορετικά !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου