Μία γυναίκα κάποτε ζούσε σε ένα χωριό μαζί με άλλους κατοίκους. Κάποτε, σε αυτό το χωριό για μεγάλο χρονικό διάστημα σταμάτησε να πέφτει βροχή. Αυτό το γεγονός θορύβησε τόσο πολύ τους κατοίκους, ώστε άρχισαν να φοβούνται για τις συνέπειες αυτής της κατάστασης στη γενικότερη ισορροπία του κόσμου.
Όλοι οι κάτοικοι είχαν αγχωθεί και έψαχναν να βρουν μία λύση στο πρόβλημά τους. Τότε, η γυναίκα, έχοντας ένα χαμόγελο σιγουριάς στα χείλη, τους πλησίασε και είπε.
- Πιστεύω στο Θεό και είμαι σίγουρη πως δε θα μας εγκαταλείψει. Η βροχή θα επιστρέψει και θα αναγεννήσει τα χωράφια και τα ποτάμια μας. Πιστεύω πως ο Θεός δε θα μας αφήσει, στο τέλος θα επέμβει.
Οι χωριανοί όταν την άκουσαν, την περιγελούσαν και απομακρύνθηκαν.
Πέρασαν και άλλες μέρες, αλλά βροχή δεν έπεσε, ούτε ψιχάλα.
Κανείς δεν μπορούσε να δώσει μία απάντηση, παρά το γεγονός πως όλοι ευχόντουσαν να δοθεί σύντομα μία λύση.
Βράδιασε και πάλι, όλο το χωριό είχε βγει και ανέμενε μία ψιχάλα βροχής να πέσει στη γη.
Ξαφνικά, γύρισαν όλοι και είδαν τη γυναίκα να τους πλησιάζει, κρατώντας μία ομπρέλα.
- Ο Θεός δε θα μας αφήσει, είπε, θα βρέξει. Άνοιξε την ομπρέλα της και κάθισε κάτω από σε έναν βράχο.
Οι κάτοικοι άρχισαν πάλι να γελάνε. Αυτό τους το γέλιο όμως, θα διέκοπτε μία δυνατή αστραπή η οποία και ήταν προάγγελος του ευχάριστου νέου; έβρεχε!
Μεγάλη χαρά πλημμύρισε την ψυχή των κατοίκων και όλοι αγκαλιάστηκαν δυνατά. Τα μάτια τους όμως, γύρισαν όλα ταυτόχρονα και κοίταξαν εκείνη τη γυναίκα που δεν έχασε την πίστη της ποτέ. Την είδαν να κάθεται ακόμα στο βράχο με την ομπρέλα ανοιχτή…
Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Δημοσιογράφου (μικρό διήγημα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου