Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Ανέπνεα, περπατούσα αλλά δε ζούσα...!!!!

Πώς είσαι; Αυτή είναι η ερώτηση που ακούς πιο συχνά από όλες τις άλλες στη ζωή σου, έτσι δεν είναι; Και τι απαντάς;

“Είμαι εντάξει”, λες τις περισσότερες φορές. Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό κάνουν.

Μια ημέρα μιλούσα με φίλη μου που μόλις πριν από δυο μήνες είχε γεννήσει ένα μωράκι και ο κόπανος άντρας της ήθελε να τη χωρίσει. Ήταν άνεργη, ευάλωτη, πληγωμένη και ανασφαλής. Αλλά και πάλι απαντούσε “Είμαι εντάξει” όταν τη ρωτούσαν τι κάνει.

Εγώ ήξερα ότι σίγουρα δεν ήταν εντάξει.

Αυτό με έκανε να σκεφτώ. Τι συμβαίνει με εμένα; Πώς είναι η ζωή μου; Είμαι εντάξει ή όχι;

Νόμιζα ότι ήμουν καλύτερα από τους γύρω μου. Είχα μια πολύ καλά αμειβόμενη δουλειά, ζούσα σε μια μεγάλη πόλη και δούλευα δεκατέσσερις ώρες την ημέρα. Βέβαια, νύσταζα και ήμουν κουρασμένη όλη την ημέρα, αλλά και ποιος δεν ήταν; Οι περισσότεροι στην εταιρία μου έτσι ήταν. Για εμένα το είμαι εξοντωμένη ήταν ένδειξη σκληρής δουλειά και προαπαιτούμενο για να είμαι επιτυχημένη.

Νόμιζα ότι ήμουν στο σωστό δρόμο.

Όμως κάποια στιγμή κάτι με χτύπησε. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, άνοιξα πραγματικά τα μάτια μου και συνειδητοποίησα ότι δε ζω.

Ήμουν ζωντανή αλλά δε ζούσα. Ήμουν ένα ζόμπι που περιπλανιόταν.

Αυτά είναι οι 10 σημάδια που μου έστελνε το σύμπαν για να καταλάβω ότι δε ζω πραγματικά και εγώ τα αγνοούσα.

ΕΙΧΑ ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΗΜΟΥΝ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΡΑΔΥ
Πάντα ένιωθα χαρούμενη και ενθουσιασμένη την Παρασκευή επειδή θα είχα μπροστά μου το σαββατοκύριακο. Όμως την Κυριακή το βράδυ, ακόμα και μετά από ένα ωραίο σαββατοκύριακο, πάντα είχα αγωνία και πονούσε το στομάχι μου για την επόμενη ημέρα.

Η αλήθεια είναι ότι σιχαινόμουν τη δουλειά μου.

Ήταν μια καλή δουλειά με καλό μισθό. Αλλά τη σιχαινόμουν.
Κάθε Δευτέρα πρωί έδινα μάχη για να σηκωθώ από το κρεβάτι λέγοντας στον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά.

Αλλά πολύς κόσμος έχει τη μελαγχολία της Δευτέρας, έλεγα. Νόμιζα ότι ήταν κάτι συνηθισμένο και ότι ήταν λογικό να το νιώθω κι εγώ. Αλλά δεν ήταν…

Θα περνούσα τριάντα χρόνια από τη ζωή μου δουλεύοντας με αυτόν τον τρόπο. Τα τριάντα καλύτερα χρόνια νιότης, υγείας, και παραγωγικότητας. Ξέρεις, τριάντα χρόνια είναι ένα μεγάλο διάστημα για να κάνεις μια δουλειά γνωρίζοντας ότι δε θα κάνεις καμία διαφορά στον κόσμο που ζούμε. Γνωρίζοντας ότι δε θα λείψεις σε κανέναν όταν φύγεις και ξέροντας ότι θα νιώσεις τεράστια ανακούφιση όταν θα έχεις τελειώσει με αυτή τη δουλειά.

ΗΜΟΥΝ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ ΣΥΝΕΧΩΣ
Δε θα έπρεπε να να είμαι εξουθενωμένη μονίμως αλλά ήμουν.

Η ζωή είναι ένας αγώνας και εγώ χρειαζόταν να είναι το πιο γρήγορο άλογο. Μονίμως συνέκρινα τον εαυτό μου με άλλους ανθρώπους και προσπαθούσα να καταφέρω περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον. Ένιωθα ικανοποίηση όταν κατέρρεα στο κρεβάτι τη νύχτα μετά από πολλές ώρες δουλειάς. Εάν πήγαινα στο κρεβάτι χωρίς να είμαι πολύ κουρασμένη, ένιωθα ότι κάτι δεν έχω κάνει καλά.

Δεν συνειδητοποιούσα ότι εκτιμούσα την αξία μου ανάλογα με τόσο εξουθενωμένη ένιωθα. Δεν έβλεπα ότι δεν έπαιρνα καμία αναγνώριση και κανένα βραβείο που κουραζόμουν τόσο πολύ. Δεν έβλεπα ότι έχανα τον χρόνο μου κυνηγώντας πράγματα που δε χρειαζόταν να κυνηγήσω.

ΔΕ ΖΟΥΣΑ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
Το αποτέλεσμα του να είμαι κουρασμένη και να δουλεύω πολύ, ήταν και το να μη ζω τη στιγμή. Όταν ήμουν στη δουλειά το μυαλό μου περιπλανιόταν στο σαββατοκύριακο μου και στον σύντροφό μου. Όταν ήμουν με την οικογένεια μου, σκεφτόμουν τη δουλειά και όλα όσα έπρεπε να κάνω.
Το σώμα μου ήταν στο παρόν και το μυαλό μου στο παρελθόν.

Έπαιζα σε ένα παιχνίδι όπου η ζωή μου κυλούσε σαν μπάλα και το μυαλό μου έτρεχε για να την πιάσει.

ΠΕΡΝΟΥΣΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΧΡΟΝΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΜΟΥ ΠΑΡΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥΣ ΜΟΥ
Το να δουλεύεις σε ένα γραφείο για 14 ώρες την ημέρα σημαίνει ότι βρίσκεσαι στο σπίτι για λιγότερες από οκτώ ώρες για να κοιμηθείς. Σχεδόν δε συναντιόμουν καθόλου με την οικογένεια μου από τότε που ξεκίνησα τη δουλειά.

Επέστρεφα στο σπίτι αφότου είχαν πάει για ύπνο και τους έβλεπα μόλις για πέντε λεπτά το πρωί λίγο πριν φύγω για τη δουλειά.

Στην πραγματικότητα περνούσα περισσότερο χρόνο με τους συναδέλφους από όσο με την οικογένεια μου. Και όταν ήμουν με την οικογένεια μου, δε μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι τη δουλειά.

ΕΒΑΖΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ
Σκεφτόμουν ότι με το να είμαι ευγενική, καλή και ευχάριστη ήταν η εγγύηση για να κερδίσω την αγάπη και την αποδοχή από τους άλλους. Έμενα κοντά σε ανθρώπους με καταστροφική συμπεριφορά χωρίς να υπολογίζω το πόσο άβολα αισθανόμουν και πιστεύοντας βαθιά ότι αν ήμουν αρκετά καλή μαζί τους, αυτοί μια μια ημέρα θα γίνονταν καλύτεροι και θα είχαν καλύτερη ζωή ακόμα και εις βάρος μου.

Ποτέ δεν μπορούσα να πω όχι σε κανέναν. Έμενα μέχρι αργά στη δουλειά για να κάνω και δουλειές άλλων, προσπαθώντας να κερδίσω την εκτίμηση τους. Το αποτέλεσμα ήταν να μη με υπολογίζουν καθόλου.

ΔΕΝ ΕΠΕΝΔΥΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Παλαιότερα αξιοποιούσα τον χρόνο μου. Διάβαζα βιβλία, ζωγράφιζα, τραγουδούσα. Ήταν πράγματα που έφερναν πιο κοντά στην πνευματική μου φύση. Αλλά τα παράτησα. Σταμάτησα να κάνω οτιδήποτε για να δουλέψω περισσότερο. Έβαλα τη δουλειά στο κέντρο της ζωής μου και όλα τα υπόλοιπα απλά υπήρχαν γύρω της. Έκανα σεμινάρια που μισούσα για να τα πάω καλύτερα στη δουλειά. Επειδή η δουλειά μου έδινε χρήματα…

ΞΕΧΑΣΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
Η δουλειά που διάλεξα δεν είχε να κάνεις καθόλου με το όνειρό μου. Όταν ζοριζόμουν, έδινα υπόσχεση στον εαυτό μου ότι θα κυνηγήσω το όνειρο μου αργότερα. Αλλά ήξερα ότι το αργότερα μπορεί να σημαίνει και ποτέ.

ΜΕ ΕΠΗΡΕΑΖΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ
Προσπαθώντας να τους ικανοποιήσω τους πάντες και να είμαι το καλό παιδί, έγινα διπρόσωπη. Χαμογελούσα αλλά έβριζα μέσα από τα δόντια μου. Προτιμούσα να προσπαθώ να έχω την αποδοχή των ξένων αντί να χτίζω τις σχέσεις με τους αγαπημένους μου.

ΔΕΝ ΕΝΙΩΘΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ
Από ένα σημείο και έπειτα δεν ένιωθα ούτε χαρά ούτε λύπη. Απομακρύνθηκα και από τις όποιες σχέσεις μου. Ένα κομμάτι μέσα μου πέθαινε ενώ εξακολουθούσα να ζω. Κάλυπτα τη δυστυχία με δείγματα ψεύτικης χαράς

Ενώ δεν ήμουν ευτυχισμένη, σκεφτόμουν όλους τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένη. Και όσο περισσότερο κρυβόμουν από το πόσο δυστυχισμένη ήμουν, τόσο δυστυχούσα.

Ανέπνεα, περπατούσα αλλά δε ζούσα.
Τώρα θέλω να ζήσω, να χαρώ και να ευτυχήσω βρίσκοντας το νόημα της δικής μου ζωής.




ΑΠΟ ΤΗΝ MAI PHAM ΣΕ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ THRIVEGLOBAL.COM

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου