«Τι κάνεις;», σε ρωτάνε..
«Καλά», απαντάς, «μια χαρά!».
Στολίζεις και με ένα χαμόγελο την απάντησή σου και βιάζεσαι να χαμηλώσεις το βλέμμα.
Ξέρεις πως να τους ξεγελάς, το έχεις με τον καιρό συνηθίσει. Κι εκείνοι ήσυχοι πως όλα είναι καλά συνεχίζουν την κουβέντα. Είσαι εκεί, τους ακούς, τους μιλάς, συμμετέχεις στην παρέα με μια διάθεση χαρούμενη και όλα φαίνονται φυσιολογικά.
Όμως μέσα σου υπάρχει αντάρα. Οι σκέψεις έχουν στήσει τρελό χορό και η καρδιά σου έχει μουδιάσει από φόβο. Νιώθεις σα να κρατάς μια χειροβομβίδα που κάποιος έχει απασφαλίσει και προσπαθείς να αποφύγεις την έκρηξή της.
Και το ξέρεις, είσαι σίγουρη τώρα πια, η χειροβομβίδα είσαι εσύ!
Κι αν σε ρωτήσουν τι έχεις, στ’ αλήθεια δεν ξέρεις τι να τους απαντήσεις. Γιατί δεν είναι κάτι μεγάλο, κάτι χειροπιαστό, κάτι σπουδαίο να περιγράψεις. Μόνο μικρά. Πολλά μικρά, που σιγά σιγά μαζεύτηκαν και σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο.
Κι είναι αυτά τα μικρά ρε φίλε τόσο μεγάλα ώρες ώρες, που σε πνίγουν.
Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και σηκώνεις ψηλά το κεφάλι. Είσαι δυνατή εσύ, θα τα καταφέρεις. Έτσι δεν είναι; Μόνο που εσύ νιώθεις ευάλωτη και φοβισμένη όσο ποτέ άλλοτε.
Σα να είσαι σ’ ένα λαβύρινθο και προσπαθείς να βρεις τη σωστή διαδρομή.
Και κάθε φορά που βλέπεις λίγο φως τρέχεις να φτάσεις εκεί, σίγουρη πως αυτή τη φορά τη βρήκες τη ρημάδα την έξοδο. Όμως πάλι σκοντάφτεις σε αδιέξοδο. Πέφτεις, ματώνεις, πονάς, στενοχωριέσαι, θυμώνεις, απελπίζεσαι.
Κι ύστερα σηκώνεσαι με κόπο, σκουπίζεις τα δάκρυα και ξεκινάς πάλι να ψάχνεις διέξοδο. Αναζητάς μια χαραμάδα φως, ένα χέρι να σε κρατήσει, μια φωνή να σε καθησυχάσει.
Φοβάσαι. Κι είναι αυτός ο φόβος ο χειρότερος εχθρός σου, γιατί σε ρουφάει σαν κινούμενη άμμος και σε παραλύει. Κουλουριάζεσαι σε μια γωνιά, ζαρώνεις, σα να προσπαθείς να γίνεις αόρατη, να μη σε βλέπουν για να μη ρωτάνε.
Γίνεσαι για λίγο θεατής της ίδιας της ζωής σου και κρυμμένη παλεύεις με τους δικούς σου δαίμονες. Ο φόβος και η ανασφάλεια κερδίζουν την μάχη. Μα ο πόλεμος δεν τελείωσε. Το ξέρεις, έτσι;
Σκέψου τι πέρασες. Τα όμορφα, τα άσχημα, τα δύσκολα, τα ζόρια. Όλα εκείνα που πίστευες πως δεν θα άντεχες, μα άντεξες. Όλα εκείνα που πίστευες πως δεν θα περάσουν ποτέ, μα πέρασαν. Όλα εκείνα που σε σημάδεψαν, σε διαμόρφωσαν, σε έφεραν εδώ που είσαι τώρα. Κι αν σε γέμισαν σημάδια και πληγές, δεν πειράζει.
Σου φανέρωσαν μια δύναμη που δεν ήξερες καν ότι την έχεις. Σου έμαθαν να παλεύεις.
Σου έμαθαν να τολμάς, να αγωνίζεσαι, να σηκώνεσαι όταν πέφτεις και ποτέ να μην εγκαταλείπεις. Και το πιο σημαντικό, σου έμαθαν να ονειρεύεσαι.
Σήκω λοιπόν και τώρα. Μπορείς! Τίναξε από πάνω σου τη σκόνη και συνέχισε τον αγώνα. Στο τέλος θα τα καταφέρεις, θα δεις.
Γιατί στο είπε κάποτε, θυμάσαι; «Μη φοβάσαι, κοριτσάκι, εγώ είμαι εδώ!».
Και το νιώθεις, είναι!
Μπάρμπυ Κορμαρή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου