Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Όταν σπαταλάς τον χρόνο σου στις εμμονές, χάνεις την ίδια τη ζωή...!!!!

Το κείμενο που ακολουθεί, δεν είναι απλά ένα κείμενο. Είναι μια παραβολή!

Είναι μια αλληγορική ιστορία, που το κάθε στοιχείο της σημαίνει κάτι άλλο, κι όχι αυτό που αυτονόητα φαίνεται.

Είναι ένα αλληγορικό κείμενο, που ο κάθε ένας μπορεί να το ερμηνεύσει ελεύθερα, όπως θέλει, όπως τον βολεύει, κι όπως το καταλαβαίνει.

Καλή ανάγνωση!

Ήταν κάποτε σε ένα μικρό χωριό ένας αγρότης, ένας καλοκάγαθος, εργατικός και τίμιος αγρότης, που έχει ένα μποστάνι.

Ένα μποστάνι όμορφο με ψηλή περίφραξη, με ένα μεγάλο σκιάχτρο στην μέση του για προστασία απ΄ τα πουλιά, περιποιημένο, σκαλισμένο, ξεχορταριασμένο και γεμάτο με κάθε λογής φυτά, με καρποφόρα δέντρα και με λουλούδια σπάνια. 

Ένα υπέροχο μποστάνι που το θαυμάζανε πολλοί, που περνούσαν απ’ έξω και το χάζευαν, και που όμοιο του δεν υπήρχε στο μικρό αυτό χωριό. Ένα πραγματικά πανέμορφο μποστάνι με ολάνθιστους ανθούς, με ζηλευτούς καρπούς και με ανεξάντλητη ποικιλία από φρέσκα λαχανικά και λαχταριστά φρούτα.

Σε μια γωνιά αυτού του μποστανιού όμως, υπήρχε κι ένα λάχανο, που σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα φυτά δεν αναπτυσσόταν σωστά. 

Ο αγρότης το φρόντιζε, το περιποιόταν, το πότιζε και το σκάλιζε για να πάρει τα πάνω του και να εναρμονιστεί με τα υπόλοιπα λουλούδια του μεγάλου κήπου. 

Επισκέπτονταν κάθε μέρα τον γεωπόνο και έπαιρνε συμβουλές, ρωτούσε επίμονα τους μεγαλύτερους και πιο έμπειρους του χωριού, έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να το δει να μεγαλώνει.

– Τι παιδεύεσαι εκεί μωρέ παιδί, αυτό δεν σώζεται, αυτό το λάχανο δεν έχει πια ζωή, ξερίζωσε το και πέτα το, δεν το βλέπεις; Του είπε μια μέρα ένας γέρος, που διάβαινε τον δρόμο έξω από το μποστάνι και τον είδε να έχει απορροφηθεί και να προσπαθεί με μανία και με όλη του την ψυχή πάνω από το λάχανο.

– Αποκλείεται, εγώ θα το αναστήσω, εγώ θα το κάνω να πρασινίσει και να μεγαλώσει. Απάντησε, δίχως να σηκώσει καν το βλέμμα του, ο επίμονος και συνάμα ξεροκέφαλος αγρότης.

Μάταια όμως! Το λάχανο όχι μόνο δεν μεγάλωνε και δεν πρασίνιζε, αλλά άρχισε και να σαπίζει, άρχισε να γεμίζει παράσιτα κι έντομα. 

Κι όσο το λάχανο χαλούσε, τόσο ο αγρότης θύμωνε και πείσμωνε, τόσο ο αγρότης έριχνε όλη του την ενέργεια στο σάπιο λάχανο, τόσο ο αγρότης πάθαινε έμμονη κι ένιωθε δυστυχία, και μέρα νύχτα ασχολιότανε μαζί του…

Ώσπου ένα βράδυ, το λάχανο ξεράθηκε οριστικά κι ο αγρότης μη έχοντας τι άλλο πια να κάνει, εγκατέλειψε τις προσπάθειες του εξαντλημένος κι απογοητευμένος που δεν κατάφερε να το σώσει, και πήγε σπίτι του να κοιμηθεί αποκαμωμένος.

Την επομένη μέρα σηκώθηκε πρωί πρωί για να πάει στο όμορφο μποστάνι του, μα σαν έφτασε, τα ματιά του αντίκρισαν μια αληθινή καταστροφή! 

Το μποστάνι του δεν ήταν πια καθόλου όμορφο, είχε γεμίσει με ψηλά αγριοχόρταρα κι αγκάθια. Τα φυτά είχαν μαραζώσει γιατί ήταν παρά πολύ καιρό απότιστα και διψασμένα. Τα φρούτα είχαν πέσει στο χώμα και τα τρώγανε σκουλήκια. 

Τα λουλούδια είχαν ξεραθεί και μείνανε κοτσάνια σκέτα κι άσχημα. Το σκιάχτρο είχε μαδήσει απ΄ τους ανέμους και τώρα πια πάνω του ξαπόσταιναν πουλιά, κι ο φράχτης ήταν γεμάτος τεράστιες τρύπες.

“Πω πω Θεέ μου, τι έκανα”! Άρχισε να μονολογεί ο ανόητος αγρότης, πέφτοντας στα γόνατα μες το μποστάνι του.

“Πόσο κουτά κι επιπόλαια φέρθηκα, πόσο μεγάλο λάθος έκανα και τι χαζός που ήμουνα, όταν μου τα έλεγε ο γέρος κι εγώ έκανα του κεφαλιού μου”. Έλεγε και χτυπούσε τις παλάμες του στο χώμα απελπισμένος.

“Πάει το μποστάνι μου, το άφησα στην μοίρα του προσπαθώντας να σώσω μόνο ένα λάχανο. Το εγκατέλειψα, κι απορροφήθηκα στα ασήμαντα και στα μικρά και τώρα πάνε όλοι οι κόποι μου χαμένοι”. Μονολογούσε, τραβώντας τα μαλλιά του.

“Καλά να πάθω κι αυτό μου άξιζε, αφού τελικά δεν είχα την σοφία να κάνω αυτό που λέει η λογική κι αυτό που πρέπει. Καλά να πάθω για να μάθω, πως σαν σπαταλάς τον χρόνο σου σε ανόητες εμμονές στο τέλος χάνεις τα πάντα στην ζωή”. Είπε ο αγρότης, πετώντας μια χούφτα από το ξεραμένο και διψασμένο χώμα στον αέρα…

“Καλά να πάθω”! 




Γιώργος Καραγεώργος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου