«Γιατί να το κάνω εγώ; Πάντα εγώ βοηθάω τη μαμά. «Ελένη στρώσε το τραπέζι», «Ελένη μάζεψε τα παιχνίδια», «Ελένη βοήθησε την αδερφή σου στην αριθμητική».
Είμαι, λέει, πιο καλή και πρέπει να το κάνω εγώ. Παλιά η γιαγιά με έλεγε μικρή κυρία, επειδή, λέει, ήμουν ευγενική. Και τώρα πια δεν μπορώ να πω τίποτα, γιατί δεν πρέπει να τους το χαλάσω…
Πρέπει να τους βοηθάω, να έχω τέλειο το δωμάτιό μου, να παίρνω άριστα στο σχολείο – και στα αγγλικά και σ’ όλα. Βάζω τα δυνατά μου κι όλο σφίγγεται το στομάχι μου μήπως κάτι μου ξεφύγει, μήπως κάτι δεν κάνω καλά. Μήπως πάρω έναν κακό βαθμό.
Όχι ότι θα μου φωνάξουν. Τίποτα δεν θα μου πουν. Αλλά αυτή η απογοήτευση στο πρόσωπό τους είναι χειρότερη από τιμωρία. Πέρσι, μια φορά που πήρα ένα εννιάρι στον έλεγχο -και να σκεφτείς, ήταν στη γυμναστική, επειδή δεν μπορούσα να κάνω τούμπα και γέφυρα - μόλις το είδε η μητέρα μου ξεφύσηξε και ο πατέρας μου κατέβασε μια μούρη μέχρι το πάτωμα! Σαν να είχα κάνει κάτι φρικτό!
Ίσως δεν θα με θέλουν και τόσο. Λένε πως με αγαπάνε, αλλά νομίζω πως είναι επειδή παίρνω όλο δέκα. Δεν νομίζω ότι θα με αγαπούσαν το ίδιο με μερικά πεντάρια.»
Ελένη, 10 χρονών
Από όσες ταμπέλες έχουμε αναφέρει, η μόνη θετική είναι εκείνη του καλού παιδιού. Όμως, παρόλο που είναι θετική, έχει κι αυτή ένα μεγάλο μειονέκτημα : πιέζει το παιδί και το αναγκάζει να εκφράζει μόνο μια πλευρά του εαυτού του.
Το τέλειο παιδί είναι ένα παιδί υπερβολικά καταπιεσμένο, τόσο από τους άλλους όσο και από τον ίδιο τον εαυτό του. Καταπιέζει διαρκώς όλες τις τάσεις που είναι φυσικές για την ηλικία του και προσπαθεί να λειτουργεί με τον τρόπο που οι μεγάλοι γύρω του θεωρούν ιδανικό.
Να είναι πάντα ευγενικό, ήσυχο, προσεκτικό, πρόθυμο και φυσικά να παίρνει πάντα πολύ καλούς βαθμούς. Με δυο λόγια, είναι ένα παιδί που φέρεται σαν να μην είναι παιδί.
Πέρα από την καταπίεση, όμως, το τέλειο παιδί βιώνει ένα διαρκές άγχος. Ανησυχεί μήπως δεν καταφέρει να τα κάνει όλα καλά, μήπως οι βαθμοί του πέσουν, μήπως άθελά του κάνει μία αταξία και χαλάσει την τέλεια εικόνα του. Τρέμει την πιθανότητα να πέσει από το βάθρο στο οποίο βρίσκεται.
Κι αυτό γιατί έχει συνδέσει την απόδοσή του στα πάντα με καθετί καλό στη ζωή του. Πιστεύει, δηλαδή, (και δυστυχώς συχνά αυτό ισχύει πραγματικά) ότι οι μεγάλοι γύρω του το αποδέχονται επειδή φέρεται άψογα και ότι, αν έπαυε να είναι τέλειο, θα έχανε την αποδοχή τους.
Κατά βάθος φοβάται πως οι άλλοι το αγαπούν μόνο επειδή αποδίδει τόσο καλά στα πάντα. «Αγαπούν τους αριθμούς μου, όχι εμένα», μου είχε πει κάποτε ένας αριστούχος μαθητής.
Η αγωνία αυτή είναι τεράστια για ένα παιδί και συχνά καταλήγει σε διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. πόνους στην κοιλιά, πονοκεφάλους κ.α.)
Μάλιστα, η αλήθεια είναι πως τα ψυχοσωματικά είναι συνηθέστερα στα λεγόμενα «καλά» παιδιά παρά στα υπόλοιπα, γιατί αυτά βιώνουν τεράστιο άγχος, αφού έχουν περισσότερα πράγματα να χάσουν.
Τα υπόλοιπα παιδιά εισπράττουν έτσι κι αλλιώς παρατηρήσεις, φωνές, ενίοτε τιμωρίες, οπότε είναι εξοικειωμένα με την κατάσταση αυτή. Το «καλό» παιδί, όμως, είναι συνηθισμένο στον έπαινο και η ιδέα ότι ενδέχεται κάποια στιγμή να τον χάσει του φαίνεται εξαιρετικά τρομακτική.
Το «τέλειο» παιδί ζει με το φόβο ότι, αν πάψει να είναι τόσο τέλειο έστω μία φορά, όλη του η ζωή θα καταρρεύσει, όλοι γύρω του θα απογοητευτούν μαζί του και κανείς δεν θα το αγαπάει πια.
Είναι ολέθριο να βαραίνουμε τους λεπτούς ώμους ενός παιδιού με δυσανάλογα μεγάλες προσδοκίες. Ένα παιδί πρέπει να είναι παιδί. Να κάνει λάθη, γκάφες, σκανταλιές. Να έχει αποτυχίες, να παίρνει κακούς βαθμούς – τουλάχιστον μερικές φορές.
Δεν θα έπρεπε να σπρώχνουμε το παιδί μας να ζει σαν να μην είναι παιδί, γιατί αυτό βραχυπρόθεσμα ίσως μας βολεύει, αλλά μακροπρόθεσμα θα του κάνει κακό.
Θα πρότεινα, λοιπόν, να εξηγούμε συχνά στο καλό παιδί μας ότι φυσικά μας αρέσει όταν παίρνει άριστα και επαίνους, αλλά ξέρουμε πως θα υπάρξουν φορές που δεν θα πάρει άριστα και το αποδεχόμαστε.
Να τονίζουμε πως είναι φυσικό στην ηλικία του να κάνει κάποια σκανταλιά ή ένα λάθος και πως εμείς, ως γονείς, οφείλουμε να του βάλουμε όρια, αν χρειαστεί μπορεί και να το μαλώσουμε, αλλά τα συναισθήματά μας απέναντί του δεν θα αλλάξουν.
Να το πείσουμε ότι το αγαπάμε γι’ αυτό που είναι και όχι για τις επιδόσεις του. Και πως θα είμαστε περήφανοι για εκείνο επειδή προσπαθεί, ακόμα κι αν τα αποτελέσματα της προσπάθειάς του δεν είναι καλά.
Στο κάτω-κάτω, το παιδί μας δεν μας αγαπάει μόνο όταν βγάζουμε πολλά λεφτά, έτσι δεν είναι; Μας αγαπάει άνευ όρων, ακόμα κι αν αποτύχουμε στη δουλειά μας ή μείνουμε άνεργοι.
Δεν θα έπρεπε κι εμείς να του δείξουμε ότι το αγαπάμε άνευ όρων, ακόμα κι αν δεν είναι το «τέλειο» παιδί;
«Γονείς, ακούστε μας!» Σοφία Ανδρεοπούλου
εκδόσεις Διόπτρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου