Αν ξαναβρίσω ξεβράκωτο άνθρωπο να με φτύσετε. Είναι από τις φορές που δε θα υπολόγιζα καθόλου κυτταρίτιδες και ψωμάκια και θα κυκλοφορούσα άνετα με μαγιό μέσα στην πόλη. Σαν τους αγαπημένους Βραζιλιάνους στην Ιπανέμα που, είτε είναι κορμάρες του χειρουργείου είτε είναι ολοστρόγγυλοι σαν φραντζολάκια, κυκλοφορούν όλοι μέρα μόνο με τα απολύτως απαραίτητα.
Κάτι τέτοιες τηγανιτές ημέρες μνημονεύω και τον παππού μου που σαν οικοδόμος που ήταν, είχε μάθει να φτιάχνει τις καβάτζες του για τις μεγάλες ζέστες.
Τα μεσημέρια αφού έμπαινε κάτω από το λάστιχο της αυλής, πήγαινε στο πιο βορεινό και σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού και την έπεφτε με ένα σεντονάκι κάτω στο δροσερό σανίδι και τα βραδάκια έστηνε το ντιβανάκι του κάτω από την κληματαριά και τράβαγε «σιφούρι» όπως συνήθιζε να λέει τον βαθύ και αναζωογονητικό ύπνο.
Μα δεν είναι μόνο ο παππούς μου που ήξερε να επιβιώνει στον καύσωνα. Γυρνώντας πίσω το χρόνο, στις εποχές που ακόμα το φαινόμενο αντιπαροχή δεν είχε γκρεμίσει όλα τα σπιτάκια τις Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης, η ζωή των ανθρώπων ήταν έξω στις αυλές και στα μπαλκόνια.
Όλοι με μισοφόρια και κοντά παντελονάκια, χωρίς να νοιάζονται για το πώς θα τους δουν οι άλλοι, με περισσευούμενη άνεση και αθωότητα, σκληραγωγούνταν σε αυτό που θα πει καυτό ελληνικό καλοκαίρι.
Τα βράδια αργά, αμέσως μετά το λακριντί στα πεζούλια της γειτονιάς ακολουθούσαν όλοι την ίδια ιεροτελεστία. Τηλεόραση στο μπαλκόνι, φιδάκι για τα κουνούπια, παγωμένο καρπούζι και ντιβανάκι.
Και αυτομάτως μια ολόκληρη πόλη μετατρεπόταν σε ένα ατελείωτο camping. Κάτω από τον έναστρο ουρανό το σπίτι του διπλανού ήταν η προέκταση του σπιτιού σου. Μαζί με την ανάσα σου άκουγες και την ανάσα του γείτονα. Συνήθιζες, ήθελες δεν ήθελες, την καθημερινότητα του άλλου. Μάθαινες να συνυπάρχεις και να ανέχεσαι.
Τότε τίποτα δεν ήτανε κρυφό. Τα γέλια και τα κλάματα, όλα ήταν δυνατά. Οι καυγάδες και τα μονιάσματα. Ακόμα και οι πορδές και τα ρεψίματα που διέκοπταν άκομψα το ρομαντικό τραγούδι των τζιτζικιών και των τριζονιών. Ένα καουμπόικο από το δεξί το σπίτι, ένα θρίλερ από το άλλο, οι διπλοπενιές του μαστρο-Δημήτρη από το παρά άλλο.
Κι ύστερα μπήκε στη ζωή μας ο κλιματισμός και ξαφνικά όλοι κλειδαμπαρωθήκαμε μέσα στα σπίτια μας, πίσω από τα θερμομονωτικά και ηχομονωτικά κουφώματα αλουμινίου. Μάθαμε να είμαστε παραγωγικοί όλο το καλοκαίρι και η έννοια των διακοπών και της παύσης πήγε περίπατο. Διαγράφηκε από δικαίωμά μας.
Μπήκαν στη ζωή μας και τα μπιτσόμπαρα και οι ξαπλώστρες και πήγαν περίπατο και τα μπάνια το λαού με τα τάπερ και τις ομπρέλες. Τώρα τα ψυγειάκια και τα θερμός έχουν γίνει πρώτο θέμα στις ειδήσεις σαν να είναι κατάντημα να κάνεις μπάνιο σε μη οργανωμένη παραλία…
-Πήρατε κι εσείς σαντουιτσάκια και καφέ από το σπίτι, ρωτάει με μελοδραματικό ύφος η ρεπόρτερ.
Όγδοο καλοκαίρι της κρίσης και ακόμα μας φαίνονται αδιανόητα τα προφανή. Μας φαίνονται πολύ ταπεινά αυτά που κάποτε ήτανε χαρά για κάθε Έλληνα. Τουλάχιστον έτσι προσπαθούν να μας περάσουν τα ΜΜΕ που θέλουν παντού να βρίσκουν δράματα μακριά από το μεγάλο καπιταλιστικό όνειρο.
Σαγιονάρα, πετσέτα και βουρ με το αστικό στην κοντινότερη παραλία. Σαν και τότε που μας έπαιρναν οι γιαγιάδες μας από το χέρι και μας πήγαιναν για μπάνιο στο Θερμαϊκό. Ξανά πίσω στα απλά και τα όμορφα, τότε που η λέξη δεν κάνω τίποτα είχε μεγάλη αξία.
Χριστίνα (Ανδρομέδα) Πεταλωτή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου