Αυτό που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει και να πιστέψει πως κάποτε ήσουνα κι εσύ ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Αυτό που κανείς, όσο κοντινός σου και να είναι, δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ.
Πως κι εσύ κάποτε γυρνούσες στα μπαράκια μέχρι τις 3 τα ξημερώματα, ότι κι εσύ χόρευες έστω κι αν δεν έπινες πολύ, ότι κι εσύ είχες όνειρα (θα μπορούσες να τα πεις και άπιαστα), πως κι εσύ είχες πείσμα, είχες θάρρος, είχες δύναμη, είχες φιλοδοξίες, ένιωθες ζωντανή κάθε μέρα, κάθε στιγμή.
Πως κι εσύ γελούσες με ηλίθια αστεία, κι εσύ έβγαινες με τις φίλες σου κάνοντας χαζές συζητήσεις, πως κι εσύ φλέρταρες, πως κι εσύ έκανες ‘ο,τι κάνει ένας νέος άνθρωπος. Ώσπου μια μέρα ξαφνικά όλα αλλάζουν.
Όταν έρθει ο θάνατος, όλα αλλάζουν. Και να που πρέπει να εξηγήσεις πως δεν άρχισες τα χάπια έτσι ξαφνικά με ευκολία, πως εξαιτίας τους μπορεί να κοιμάσαι πολλές ώρες, πως υπάρχει λόγος που δυσκολεύεσαι να σηκωθείς από το κρεβάτι και όχι επειδή το επέλεξες...,
πως πολλές φορές έκλαιγες μερόνυχτα και πίστευες πως δεν υπήρχε λόγος να ζεις, πως ένιωθες πως κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αν δεν το νιώσει, και πως αυτός που θα καταλάβει θα πρέπει να σώσει πρώτα τον εαυτό του για να μπορέσει να σώσει κι εσένα.
Και να πρέπει να εξηγείς, πως αυτό το ερείπιο που έχεις γίνει, κάποτε ήταν μια νεαρή κοπέλα με όνειρα και όρεξη για ζωή, πως δεν μπορείς να κρίνεις αν δεν μπεις στα παπούτσια της. Να πρέπει να εξηγήσεις πως όταν πεθάνει κάποιος δικός σου, πεθαίνεις κι εσύ.
Αλλά εσύ, πρέπει να αναστηθείς για να σε βλέπουν οι άλλοι, για να μην σε κρίνουν οι άλλοι, για να μην σε υποτιμήσουν οι άλλοι, για να σε βάλουν στη ζωή τους οι άλλοι..
Και πόσο δύσκολο είναι να τους πείσεις ότι δεν είσαι αυτό που βλέπουν, ότι είσαι κάτι καλύτερο από αυτό που φαίνεται, πως έχεις κι εσύ κρυμμένη μια εσωτερική δύναμη που όμως ο πόνος και η απώλεια την κλειδώνουν και την ξεσκίζουν.
Κι όταν σε δουν να αρχίσεις δειλά-δειλά να συνέρχεσαι από αυτή τη βάρβαρη πραγματικότητα, να έχουν την απαίτηση να σε δουν να μεγαλουργείς, να πετάς, να πρέπει να γίνεις σαν αυτούς, δυνατή, φιλόδοξη, να γίνεις μια άλλη, να γίνεις κάποια άλλη που δεν είδε μπροστά της το θάνατο, που δεν είδε μπροστά της την αρρώστια και το τέλος, να γίνεις ένα πλάσμα όχι μόνο δυνατό αλλά και ανίκητο.
Και να πρέπει να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και να μην μπορείς. Γιατί κι εσύ η ίδια μισείς αυτό που έχεις γίνεις αλλά νιώθεις τα χέρια σου δεμένα σφιχτά, ανυπόφορα σφιχτά δεμένα. Και οποιαδήποτε προσπάθεια κι αν κάνεις, τους φαίνεται λίγη…
Και να πρέπει να εξηγείς τι είναι ο θάνατος, τι είναι η κατάθλιψη, τι σημαίνει να πίνεις αντικαταθλιπτικά φάρμακα σε νεαρή ηλικία, τι σημαίνει να πεθαίνει μπροστά στα μάτια σου η αδερφή σου, τι σημαίνει να την βλέπεις να αργοπεθαίνει και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα, τι σημαίνει να πηγαίνεις στο κοιμητήριο να τη θάβεις, τι σημαίνει να την αποχωρίζεσαι για μια ολόκληρη ζωή.
Και να μην μπορείς να εξηγήσεις πως είσαι μουδιασμένη, χαμένη, ότι ξεκινά για σένα μια νέα ζωή, πως ότι υπήρχε πριν δεν ισχύει πια,πως το γέλιο σου δεν είναι όπως ήταν παλιά, πως η χαρά σου δεν είναι αυθεντική, πως καλείσαι να ξεκινήσεις μια νέα ζωή, λες και είσαι ξανά 6 χρονών και ξεκινάς την πρώτη τάξη του δημοτικού.
Και πρέπει να μάθεις ξανά να διαβάζεις, ξανά να γράφεις, ξανά να κοινωνικοποιηθείς, να πρέπει να αρχίσεις ξανά να βάζεις στόχους όπως ξεκίνησες στο γυμνάσιο, να πρέπει ξανά να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου όπως τότε στα 18 σου.
Και το δυσκολότερο : Να πρέπει να εξηγήσεις το θάνατο σε κάποιον που δεν είδε ποτέ κάποιον πολύ δικό του να πεθαίνει. Να βλέπεις τους δικούς σου δυστυχισμένους και να μην μπορείς να κάνεις κάτι, να βλέπεις τον εαυτό σου εγκλωβισμένο και να μην μπορείς να το αλλάξεις, να βλέπεις μια ψυχούλα και να ρωτάς ''γιατί να πρέπει να το ζήσει αυτό;''
να αμφιβάλλεις αν μπορείς να τα βάλεις με αυτό το μεγαθήριο : τη ζωή. Γιατί δεν είναι εύκολο πράγμα να ζεις. Θέλει θάρρος για να ζήσει κανείς. Κι όταν χάσεις αυτό το θάρρος κι αυτό το κίνητρο για να ζήσεις, πρέπει οπωσδήποτε να το βρεις αλλιώς το παιχνίδι χάθηκε εντελώς.
Κανένας δεν θα μπορέσει να σε καταλάβει, όλοι θα αρχίσουν τα γνωστά ‘’σε νιώθω’’, ‘’έχω ζήσει κάτι παρόμοιο’’, ‘’έχω κι εγώ πολλά προβλήματα’’. Κανένας δεν θα σε καταλάβει.
Κανένας. Όπως εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό, έναν κωφάλαλο, έναν ανάπηρο, έναν σχιζοφρενή, έναν αλκοολικό, έναν ναρκομανή έτσι και οι άλλοι δεν μπορούν να καταλάβουν εσένα. Κι όμως , έχουν την απαίτηση να σε δουν έτσι όπως θέλουν να σε δουν για το δικό σου καλό. Λες κι εσύ δεν ξέρεις το δικό σου καλό!
Λες κι αν είχες τα απαραίτητα ψυχικά αποθέματα δεν θα τα άλλαζες όλα εσύ!
Όταν λοιπόν μια ψυχή, μια καρδιά είναι διαλυμένη, όταν το μυαλό είναι στοιχειωμένο με εικόνες βασανιστικές, τότε εναποθέτεις τις ελπίδες σου στο Χρόνο. Αυτή τη σπουδαία ανακάλυψη.
Και περιμένεις ότι και οι άλλοι θα σου δώσουν χρόνο και δεν θα σε κρίνουν για τις τωρινές σου επιλογές, για τη στασιμότητά σου, για τον απεριόριστο (μη παραγωγικό χρόνο σου).
Δεν υπάρχουν πολλές λύσεις. Μένεις με τους ανθρώπους που σε αποδέχονται όχι για αυτό που είσαι αλλά για αυτό που έχεις γίνει. Γιατί τώρα είσαι κάτι άλλο και δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγίνεις αυτό που ήσουν πριν.
Ναι , πρέπει να ξανασταθείς στα πόδια σου, πρέπει να παλέψεις, πρέπει να ζήσεις αλλά τώρα πια με μια νέα ταυτότητα που δεν την έχεις επιλέξει εσύ. Και αυτή τη νέα ταυτότητα πρέπει να την αγαπήσουν και οι άλλοι. Λάθος. Αυτή τη ταυτότητα πρέπει να την αγαπήσουν όποιοι θέλουν και όποιοι μπορούν.
Μαρίας Γεωργίου
Photo: Alessandro Garuzzo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου