Μάνα, φύλακας άγγελος εσύ της ζωής. Είτε γέννησες η ίδια, είτε με περίσσευμα αγάπης υιοθετείς ένα παιδί. Με μία έγνοια πάντα παραμονεύεις, καραδοκείς κρατώντας το πιο γενναίο σπαθί
-Πού πας τέτοια ώρα; Είναι αργά, σκοτάδι μαύρο, τέτοια ώρα θα βγεις; Πώς θα πας, θ’ ανέβεις σε μηχανή; Πού θα πάτε, έχει ποτά εκεί; Μην πιεις…
-Ωχ βρε μάνα άσε με, όλο τα ίδια και τα ίδια λες, βαρέθηκα , πού ζεις…
-Πες μου παιδάκι μου, κατάλαβε με, ανησυχώ, περίμενε μια στιγμή…
(Γδούπος δυνατός πόρτας που δεν περίμενε. )
Η μάνα, μόνη πια στο άδειο καθιστικό με το φως της λάμπας να τρεμοσβήνει στο φύσημα του ανέμου, λες κι είναι κερί, μονολογεί… Θα τη γκρεμίσει καμιά ώρα την πόρτα έτσι που τη βαράει. ( Σφίγγει πάνω της τη ζακέτα, κρυώνει…) Υγρασία πέφτει τα βράδια, αλλιώτικη άνοιξη η φετινή.
Τόσες μπόρες βέβαια ο φετινός χειμώνας… Δεν ξέρεις παιδάκι μου εσύ πόσες μπόρες έχει η ζωή, πόσα χωράει μια στιγμή… Ολόκληρη ζωή ανατρέπει, γκρεμίζει μια στιγμή! Μια μόνο στιγμή κι όμως σβήνει σαν κιμωλία τον πίνακα, τη ζωή.
Φέρνει τούμπα, ανατρέπει μια θάλασσα από στιγμές. Πιάνει να συγυρίσει το μπάνιο. Πάντα όταν έχει άγχος τα χέρια της απασχολεί. Απ’ το σιφόνι βγαίνουν νερά, αφροί. Τι κακές κατασκευές, σκέφτεται, αυτοί οι υδραυλικοί… Πάντα όταν φοβάται κοιτάζει το δέντρο, αντί το δάσος.
Να θυμηθεί να φωνάξει τον ξάδερφο της τον Τάσο, να το δει. Η πετσέτα πεταμένη στο πάτωμα, υγρή. Σαν τα μάτια της. Βρώμικη, κουλουριασμένη. Σαν τους φόβους της. Οι κάλτσες, τα αθλητικά παπούτσια καταμεσής, αναποδογυρισμένα.
Όπως μπορεί να αναποδογυρίσει σε μια στιγμή μια ζωή. Η βρύση στη μπανιέρα ξεχασμένη ανοιχτή. Την κλείνει θλιμμένη. Να έκλεινε έτσι και την αγωνία της, τη θλίψη της. Ακατάστατο που είναι αυτό το παιδί…
«Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη.
Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του.
Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη.» Νίκος Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο
Ακατάστατα που είναι τα παιδιά της τα αστέρια, σκέφτεται η νεράιδα νύχτα, στερεώνοντας το κεφαλομάντιλό της, καθώς μαζεύει τα πεταμένα ρούχα τους απ’ τα παιδικά δωμάτια του ουρανού. Να συγυρίσει το γαλαξία, το σπίτι της θέλει , να προλάβει, καθώς ξημερώνει μεγάλη γιορτή.
Τη δεύτερη Κυριακή του Μάιου γιορτάζει η μάνα… Που στην πραγματικότητα γιορτάζει κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Καταμεσής της άνοιξης που φεγγοβολάει γιορτάζει η μάνα που φεγγοβολάει στις ζωές μας.
Μάνα, φύλακας άγγελος εσύ της ζωής. Είτε γέννησες η ίδια, είτε με περίσσευμα αγάπης υιοθετείς ένα παιδί. Με μία έγνοια πάντα παραμονεύεις, καραδοκείς κρατώντας το πιο γενναίο σπαθί. Πάνω απ’ την κούνια του μωρού σου φυλάς σκοπιά , μη στραβοκαταπιεί, φοβερίζοντας τον πυρετό μην ανεβεί.
Αγωνιώντας αργότερα μη χτυπήσει, μη φοβηθεί, μη μαλώσει, μην προσβάλλει, μην προσβληθεί. Μάνα εσύ, ηρωική μορφή ξενυχτάς δίπλα σε άρρωστο ή με ειδικές ανάγκες παιδί. Μάνα που ξέρεις να ενθαρρύνεις, να επιβραβεύεις, να στηρίζεις, να βοηθάς ακούραστα, να καταλαβαίνεις την αποτυχία, το λάθος να δικαιολογείς.
Να πνίγεις το παράπονό σου, να συγχωρείς. Να βάζεις πάντα τον εαυτό σου, τις ανάγκες σου σε δεύτερο πλάνο. Μάνα… χάδι, αγκαλιά, φιλί, ευχή, παρηγοριά και βάλσαμο για κάθε πόνο εσύ.
Μάνα που θέλεις για το παιδί σου όλα όσα στερήθηκες εσύ. Να γυρίσει όλο τον κόσμο, να έχει όσα δεν είχες , να δει όσα δεν είδες εσύ. Να σπουδάσει, να μορφωθεί, η αξία του στο επάγγελμα, στην κοινωνία να αναγνωριστεί.
Να αγαπήσει, να αγαπηθεί, να κάνει οικογένεια, παιδιά και να γελάει, Θεέ μου, όλο να γελάει… σε μια ηλιόλουστη, καταπράσινη, ανέφελη ζωή. Τίποτα, Θεέ μου ακούς; Τίποτα να μη στερηθεί! Να μην πικραθεί! Να μην πονέσει Παναγία μου. Ξέρεις από πόνο εσύ.
Να είναι γερό και να το καμαρώνω, απ’ τις ηλιαχτίδες του να ζεσταίνομαι, να ανασαίνω το οξυγόνο της δικής του ζωής.
Άνθη και χελιδόνια παίζουν στις αυλές της άνοιξης, στους κήπους , γελάνε, κυνηγιούνται, τραγουδάνε αυτή την Κυριακή του Μάιου. Δοξολογάνε τη λουλουδένια της μάνας γιορτή. Ενώ η θάλασσα, μάνα αρμύρα, φωνάζει τα ανέμυαλα παιδιά της τα κύματα , να σταματήσουν πια το παιχνίδι με τους γλάρους, απ’ τους βυθούς να μαζευτούν. Μια φέτα ουρανό θέλει να τα ταΐσει.
Άλμπουμ με φωτογραφίες που κοιτάς αυτή τη μέρα η ζωή. Αξέχαστες, δικές μας, μοναδικές, οικογενειακές στιγμές. Γέννηση, δες τα πολύχρωμα μπαλόνια εκεί κι ο μπαμπάς, τι χαζομπαμπάς…
Μια φωτογραφία τραβούσε από εδώ και μία από εκεί. Η βάφτιση, δες πιο δίπλα, το καπέλο όλο να σου φεύγει κι εσύ να μην το θες και να γκρινιάζεις… Τα πρώτα Χριστούγεννα εδώ, δες, το δέντρο που κατεδάφισες με ένα σου τράβηγμα. Φωτογραφίες με τους παππούδες, τις γιαγιάδες, το νονό… Τι λιλιπούτειος, πόσο κοντορεβιθούλης ήσουνα…
Πόσο έκλαιγες μικρός, συνέχεια, κι εγώ να ψάχνω το λόγο, να νιώθω μικρή κι εγώ. Πώς έτρεμε το χεράκι σου στη χούφτα μου, σαν ήρθε να σε πάρει πρώτη μέρα για το σχολείο το κίτρινο θηρίο, το σχολικό.
Που ήθελα μέσα σ’ αυτό κι εγώ να μπω. Πόσο καμαρωτά είπες το πρώτο σου ποίημα. Πόσο ήρωας μου φάνηκες σαν Κολοκοτρώνης στη σχολική γιορτή. Πόσο περήφανη ένιωθα κάθε φορά που μου έλεγαν στο σχολείο ότι είσαι καλό παιδί. Λίγο σκανδαλιάρικο, ζωηρό, αδύνατο στα Μαθηματικά, μα καλό παιδί. Που έκοβε κομμάτια το κουλούρι σου στο διάλειμμα να το μοιραστεί.
Που τάιζε σουσάμια τα περιστέρια, περιστέρι μου εσύ. Άκακο, γλυκό, καλό μου παιδί. Τώρα που φεύγεις στρατιώτης θα σου πω. Έχουν περάσει χρόνια, μα πάλι ανησυχώ… για το περιστέρι της ειρήνης τώρα ανησυχώ. Μα και κάτι άλλο, που δε σου είπα ποτέ θέλω να σου πω.
Ποτέ δεν με ένοιαξε που ήσουν αδύνατος στα μαθηματικά. Δεν ντράπηκα τότε. Ποτέ δεν ντράπηκα για σένα παιδί μου και σ’ ευχαριστώ. Αρκεί που ήξερες το κουλούρι, παιδί μου, να διαιρείς. Αρκεί που ήξερες τα μαθηματικά της ζωής!
Περλ Μπακ: Η Μάνα (1934)
«Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν από κείνες που μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένες με τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Εκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά όλο τον πόθο του άντρα, να πιάνει παιδί μ' αυτόν, να ξέρει ότι μια ζωή μεγαλώνει μέσα στο ίδιο της το κορμί, να νιώθει αυτή την καινούρια σάρκα να παίρνει μορφή και να μεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της.
Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της.
Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.»
Μαρίας Λιονάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου