Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Να με θυμάσαι και να μ’αγαπάς ρε γιαγιά...!!!!!!!

Ένα ξαφνικό κουδούνισμα μέσα στον ύπνο, μία λέξη και μετά το πάγωμα. Κι ύστερα αυτοματοποιημένες κινήσεις, δυο μαύρα ρούχα στην τσάντα, γραμμή για το αεροδρόμιο, τηλέφωνα στη διαδρομή. «Ποιος θα την πάρει», «ποιος θα την ντύσει», «πού είναι το σάβανο»;

Έφυγες γιαγιά. Ξαφνικά, απροειδοποίητα, όλα μαύρισαν.

Όλοι μου λένε συλλυπητήρια κι αμέσως μετά «τα χρόνια της να πάρουμε» .

Λες και ζει κανείς με τα χρόνια του άλλου. Λες και είναι ποτέ αρκετή η ζωή, λες και μπορείς να τη χορτάσεις και να τη βαρεθείς.

Και μετά συμπληρώνουν . «Να ζήσετε να τη θυμάστε».

Κι εκεί εγώ τους λέω πως ευτυχώς έχω τόσα πολλά και τόσα καλά να θυμάμαι.

Το όνομά σου στ’ αυτιά μου κάθε μέρα, κάθε που με φωνάζουν.

Το όνομά μου, ίδιο με το δικό σου, τιμή μου να το φέρω, σημάδι της αδυναμίας σου σε μένα.

Τα ονόματά μας, μέχρι πρότινος στο ίδιο χαρτί, το ένα κάτω απ’ το άλλο.

Τώρα εγώ έμεινα στο «υπέρ υγείας» κι εσύ μετακόμισες στο «υπέρ αναπαύσεως».

Σε άλλο χαρτί, παρέα με αυτόν που σε λάτρεψε, και σε περίμενε από εκεί πάνω τόσα χρόνια καρτερικά.

Η ιδιότητά σου, καταφυγή διαμαρτυρίας στα χείλη μου, κάθε φορά που με μάλωναν. Αντί άλλης αντίδρασης, κλαψουρίζοντας σε φώναζα.

Φώναζα εσένα, που δε με μάλωσες ποτέ, που όταν με ανέφερες μόνο καμάρι ξεχείλιζες.

Γύρευα εσένα, έβγαινα μάλιστα στο μπαλκόνι, για να με ακούσεις, θαρρούσα πως μόνο το τζάμι εμποδίζει τη φωνή μου να φτάσει στο νησί.

Πόσο σ’ ευχαριστώ γι’ αυτά τα καλοκαίρια στο νησί, τότε που με περίμενες στο αεροδρόμιο να με παραλάβεις ασυνόδευτη με το καρτελάκι κρεμασμένο στο λαιμό. 

Κάθε πρωί ξάπλωνα στο ντιβάνι της κουζίνας μέχρι να μου ετοιμάσεις το γάλα μου, τεμπέλικα τα πρωινά κάτω απ’ την κληματαριά. Και μετά μαθητεία στην οικοκυρική, βρέξιμο του τραχανά, «φλωμάρια», κουλούρια, ρίγανη, όλα.

Και τις καλές ημέρες, με το ΚΤΕΛ στη χώρα, να πάρουμε τη σύνταξη και να μας κεράσεις μπουγάτσα.

Σα μεγαλώσαμε κατεβαίναμε με το δικό μου αυτοκίνητο και ενίοτε κερνούσα εγώ τη μπουγάτσα.

Κι εσύ πάλι καμάρι, για τις εγγόνες, κι αργότερα για τα δισέγγονα, τα «διπλαγγόνια’ μ» όπως έλεγες.

Πόσες και πόσες λέξεις σου, αυτές με την ιδιαίτερη προφορά που μαρτυρούν την ξεχωριστή γοητεία της ντοπιολαλιάς φέρνω κάθε μέρα στα χείλη.

Αυτές που σκωπτικά επαναλαμβάναμε όλοι μπροστά σου, εμείς οι πρωτευουσιάνοι , κι εσύ πάλι γελούσες και μονολογούσες «βρε , με κοροϊδεύετε;»

Μέχρι που οι λέξεις σου λιγόστεψαν, η διάθεσή σου έπεσε, η ενέργεια σου καθηλώθηκε και συρρικνώθηκε σε πέντε γράμματα «άνοια».

Κι όμως ξεχνούσες τι μέρα είναι, ξεχνούσες τι έφαγες, αλλά εμάς μας θυμόσουν, μέχρι την τελευταία μέρα.

«Γιαγιά μου, μη σκουπίζεις την αυλή, έχει ούτως ή άλλως αέρα, θα μαζευτούν πάλι φύλλα», σου είπα την τελευταία ημέρα.

«Πρέπει να είναι καθαρή» μου απάντησες.

Όπως έμαθα τη σκούπισες τελικά, μάζεψες και πασχαλιές από τον κήπο και είπες «βάλ’ τες στο νερό, θα χρειαστούνε».

Χρειαστήκανε τελικά. Στις έφερε η μάνα να τις πάρεις μαζί σου, τόσο που αγαπούσες τα λουλούδια.

Μαμά , μην ξανασηκώσεις τηλέφωνο το Μάρτιο. Δε μας πάει, το βλέπεις…!

Έχουν περάσει δεκαπέντε μέρες, κι αποτολμώ να ανοίξω το ραδιόφωνο. Στ’ αυτιά μου η Μελίνα - άλλη που την πήρε ένας Μάρτης νωρίς νωρίς- διαβάζει την καρδιά μου ψιθυρίζοντας «για ποιο ταξίδι κίνησες να πας, να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς».
 
Ανθή Γεώργα
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑ 
Thomaida Kotsali

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου