Τα όρια δεν είναι τιμωρία, αλλά «φράχτης» που προστατεύει τα παιδιά.
Τι είναι τα όρια; Γιατί υπάρχουν; Ποια η διαφορά με την τιμωρία και πως βάζουμε όρια στη συμπεριφορά των παιδιών; Τα όρια δεν είναι τιμωρία, αλλά «φράχτης» που προστατεύει τα παιδιά
Βάζοντας όρια
Ας σκεφτούμε τα όρια όχι σαν τιμωρία αλλά σαν “φράχτη” που προστατεύει τα παιδιά στην αυλή:
· Όταν δεν υπάρχει, τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε διάφορους κινδύνους γιατί δεν θα ξέρουν μέχρι που μπορούν να κινηθούν.
· Όταν ο φράχτης είναι πολύ μικρός, τα παιδιά περιορίζονται και ασφυκτιούν
· Όταν όμως ο φράχτης αφήνει χώρο στα παιδιά να παίξουν και να κινηθούν ελεύθερα όσο πρέπει, τότε τα παιδιά είναι ασφαλή και χαρούμενα.
Έτσι, βάζουμε όρια για να ξέρουν τα παιδιά μέχρι που μπορούν να κινηθούν και να νιώθουν ασφάλεια, ώστε να μην περιορίζονται αλλά και να μην βρίσκονται σε συνεχή ένταση και άγχος χωρίς αυτά.
Για να μπουν τα όρια, οι γονείς θα πρέπει να συμφωνούν μεταξύ τους ώστε να υπάρχει μια κοινή γραμμή και να είναι σταθεροί, δηλαδή να μην υποχωρούν όταν αποφασίσουν να βάλουν όρια σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Βασική προϋπόθεση είναι, ότι οι γονείς ως ενήλικες μπορούν να γνωρίζουν τα όρια του εαυτού τους και των άλλων ατόμων και να αναγνωρίζουν πότε αυτά παραβιάζονται ώστε να επεμβαίνουν κατάλληλα.
Ανταμείβουμε την καλή συμπεριφορά
Πολλές φορές δίνουμε περισσότερη σημασία στις αρνητικές και όχι στις θετικές συμπεριφορές, ενώ θα έπρεπε να ενισχύουμε και να επιβραβεύουμε τις θετικές συμπεριφορές και να αγνοούμε τις αρνητικές, έτσι ώστε το παιδί κάποια στιγμή να συνδέσει την επιβράβευση με την θετική συμπεριφορά.
Δεν λέμε ποτέ: «Αν είσαι καλό παιδί, θα σε αγαπάω».
Είναι δεδομένο ότι αγαπάμε το παιδί και βέβαια το παιδί είναι πάντα καλό!
Λέμε όμως ότι η συμπεριφορά αυτή δεν είναι καλή/σωστή/αποδεκτή κ.τ.λ και ότι θα πρέπει να την αλλάξει. Δεν ικανοποιούμε ποτέ την ανάγκη ενός παιδιού να πάρει αυτό που θέλει, όταν γκρινιάζει, ή χτυπιέται και γενικά όταν δεν έχει μάθει να περιμένει.
Οι κανόνες και τα όρια που θέτουν οι γονείς πρέπει να τηρούνται εξ αρχής και από τους δύο και βεβαίως να είναι αδιαπραγμάτευτα.
Από την άλλη πλευρά, στερούμε μικρά προνόμια που έχουν συμφωνηθεί από πριν ή/και αφήνουμε το παιδί να βιώσει τις συνέπειες των πράξεων του :
«Θα τελειώσεις τα μαθήματά σου και μετά μπορείς να πας να παίξεις με τους φίλους σου ή να πάμε βόλτα» κ.τ.λ. Αν λοιπόν, δεν τελειώσει τα μαθήματά του, θα στερηθεί το παιχνίδι με τους φίλους.
«Δεν μπορείς να χτυπάς τα άλλα παιδιά όταν παίζετε γιατί δεν θα θέλουν να ξαναπαίξουν μαζί σου». Ή «Αν τα χτυπάς, λυπάμαι αλλά θα πρέπει να φύγουμε π.χ από ένα πάρτυ γενεθλίων.
Φυσικά όταν λέμε σε ένα παιδί ότι θα φύγουμε από κάπου γιατί δεν συμπεριφέρεται σωστά, τότε θα πρέπει να το κάνουμε, διαφορετικά το παιδί δε θα καταλάβει τη συνέπεια της πράξης του και θα το επαναλάβει.
Γενικά τα όρια πρέπει να είναι ανάλογα της ηλικίας του παιδιού, ώστε να μπορεί να τα καταλαβαίνει.
Η στέρηση προνομίων ή ή επανόρθωση θα πρέπει να είναι αντίστοιχη της πράξης του παιδιού :
Π.χ Δεν στερούμε για μια εβδομάδα την έξοδο επειδή έσπασε ένα αντικείμενο. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια ή/και ακόμη, ένα παιδί μεγαλύτερης ηλικίας θα πρέπει αν μπορεί με το χαρτζιλίκι του να βοηθήσει στην αντικατάσταση του αντικειμένου.
Επιπλέον, δεν επιβάλουμε στο παιδί την παραμονή του σε ένα χώρο π.χ. στο δωμάτιο με χρόνο ανάλογο της ηλικίας του, (π.χ ένα παιδί 5 ετών, να παραμείνει στο δωμάτιο για 5 λεπτά!!!) γιατί απλώς δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει τη συμπεριφορά του με τέτοιου είδους τιμωρίες!!!
Με αυτό τον τρόπο, παράλληλα, διδάσκουμε την έννοια του συμβιβασμού στα παιδιά: «Θα διαβάσουμε ένα παραμύθι και μετά θα κοιμηθείς», «θα μαζέψουμε τα παιχνίδια και μετά θα πάμε βόλτα» , «Θα διαβάσεις και μετά θα πας να παίξεις».
Εδώ ίσως θα πρέπει να δούμε κι άλλους τρόπους αλληλεπίδρασης, που δεν θα περιλαμβάνουν τα παραπάνω μέσα, που μάλλον είναι αναποτελεσματικά : Δεσμός Γονιού-Παιδιού και Πειθαρχία, χωρίς Τιμωρία και Ανταμοιβή
Δεν απειλούμε το παιδί
«Περίμενε να έρθει το βράδυ ο πατέρας σου και θα δεις!», γιατί με αυτό τον τρόπο, δημιουργούμε άγχος στο παιδί και φυσικά το παιδί μπορεί να φοβηθεί τον πατέρα του αλλά όχι να αλλάξει τη συμπεριφορά του.
Διδάσκουμε στο παιδί εναλλακτικές λύσεις:
Βοηθήστε τα παιδιά να αναγνωρίσουν και να επιλέξουν μόνα τους λύσεις για μικρά καθημερινά ζητήματα που δεν είναι σοβαρά, βρίσκοντας τις θετικές και τις αρνητικές συνέπειες κάθε λύσης.
Παράδειγμα: «Μου λες ότι ο φίλος ο Γιώργος δεν παίζει μαζί σου τώρα. Τι θα μπορούσες να κάνεις;».
Μη δίνετε έτοιμες τις λύσεις σε παιδιά από 4 ετών και πάνω. Ρωτήστε τα τι μπορούν να κάνουν σε μια δύσκολη περίπτωση, αλλά η επιλογή που θα κάνουν σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να οδηγεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα για τον γονιό.
Π.χ. Αν το παιδί ζητάει από τη μαμά να κοιμηθεί μαζί του, η επιλογή του γονιού δε θα είναι αυτή. Η επιλογή που θα δώσει στο παιδί είναι: «Θέλεις να κάτσω δίπλα σου, να διαβάσουμε μια ιστορία ή δε θες τίποτα και θα κοιμηθείς κατευθείαν; Η μαμά θα κοιμηθεί στο κρεβάτι της».
Βοηθάμε τα παιδιά να αναγνωρίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους
«Αν χτυπήσεις τον φίλο σου, θα πονέσει», «Αν χτυπάς τα παιδιά, δε θα θέλουν να παίξουν μαζί σου», «Αν χαλάσεις το παιχνίδι, δε θα μπορείς να παίξεις ξανά με αυτό» κ.τ.λ.
Δεν υποχωρούμε σε προκλητικές συμπεριφορές
Η επιβολή ορίων, κάποια στιγμή μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες συμπεριφορές του παιδιού, όπως γκρίνια, φωνές, κλάματα συνήθως χωρίς δάκρυα αλλά και χτυπήματα προς το γονιό.
Δίνουμε το μήνυμα στο παιδί ότι αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι επιτρεπτές και σε καμιά περίπτωση δεν υποχωρεί από την αρχική του στάση, γιατί δεν μπορούμε να τις αντέξει ή γιατί φοβάται τα επικριτικά βλέμματα των άλλων.
Αλλάζουμε τη δική μας συμπεριφορά
Το πιο σημαντικό όλων όμως, αυτό το οποίο δυσκολευόμαστε συχνά να αποδεχθούμε, είναι οι αλλαγές που πρέπει να κάνουμε στη δική μας συμπεριφορά, την οποία τα παιδιά μακροπρόθεσμα θα μιμηθούν. Το παιδί βέβαια δεν είναι απλώς παθητικός δέκτης των επιδράσεων των γονέων.
Το ίδιο το παιδί, με την ιδιοσυγκρασία του επηρεάζει και διαμορφώνει τη συμπεριφορά των γονιών και αυτό είναι μια συνεχής διαδικασία. (π.χ. Όταν γκρινιάζει, παίρνει αυτό που θέλει. Αν οι ενήλικες δεν το σταματήσουν εξ αρχής, τότε και η δική τους απάντηση στη γκρίνια θα είναι η άμεση ικανοποίηση στα θέλω του παιδιού και αυτό θα συνεχίζεται).
Παρόλ’ αυτά δεν μπορούμε να αρνηθούμε το προφανές:
η ανάπτυξη των θετικών και των αρνητικών συμπεριφορών στα παιδιά, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μίμηση και μάθηση των αντίστοιχων δεξιοτήτων και συμπεριφορών των ενηλίκων.
Δεν αρκεί απλώς να πούμε ποιο είναι το σωστό, αλλά θα πρέπει και να το εφαρμόζουμε: Τα παιδιά μας παρατηρούν προσεχτικά, απορροφώντας το πώς φερόμαστε μεταξύ μας, σε εκείνα, στους φίλους, στους συγγενείς και στους ξένους.
Τα παιδιά θα μιμηθούν αυτά που βλέπουν, αυτά που λέμε και κάνουμε.
Έτσι, για να γίνει η θετική αλλαγή, θα πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αξιολογήσουμε πρώτα τις δικές μας δεξιότητες και τη δική μας συμπεριφορά:
– Ποιες είναι οι δικές μας κοινωνικές δεξιότητες όταν θέλουμε π.χ να επιλύσουμε μια διαφωνία ή όταν απλώς συζητάμε;
– Μήπως χρησιμοποιούμε επιθετικούς τρόπους επικοινωνίας, δηλαδή μήπως υψώνουμε τον τόνο της φωνής για να επιβληθούμε;
– Ή αντίθετα, μήπως χρησιμοποιούμε παθητικούς τρόπους συμπεριφοράς; Δηλαδή, δεν εκφράζουμε στον άλλο πως νιώθουμε για μια κατάσταση που μας αφορά, δεν λέμε τη γνώμη μας γιατί φοβόμαστε ότι κάποιος μπορεί να πληγωθεί ή να θυμώσει.
– Με αυτό τον τρόπο, μήπως ανεχόμαστε τις αρνητικές συμπεριφορές του παιδιού χωρίς να επεμβαίνουμε κι έτσι τις ενισχύουμε;
Οι επιθετικές συμπεριφορές εκδηλώνονται καθημερινά γύρω μας:
Συχνά συμπεριφερόμαστε επιθετικά ακόμη και χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε (π.χ. στο αυτοκίνητο οδηγώντας). Πολλές φορές επιβάλλουμε τη γνώμη μας στα παιδιά χωρίς να εξηγούμε γιατί πρέπει να κάνει κάτι.
Από την άλλη πλευρά, μπορεί να αφήνουμε τα παιδιά να λειτουργούν ελεύθερα χωρίς καμία καθοδήγηση ενώ παράλληλα απαιτούμε μια τέλεια μαθησιακή επίδοση χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις δυνατότητές τους.
Η έκφραση της επιθετικότητας είναι μια εγγενής, ανθρώπινη τάση.
Όταν η έκφραση αυτή, πραγματοποιείται με υγιείς και κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους, η συναισθηματική υγεία των παιδιών, των γονιών αλλά και ολόκληρης της οικογένειας, αναπτύσσεται φυσιολογικά.
Στην αντίθετη περίπτωση, είναι δυνατόν να εκδηλωθούν ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία, συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες, οι οποίες χρήζουν την παρέμβαση του ειδικού όχι μόνο στο παιδί αλλά και σε ολόκληρη την οικογένεια.
Στεργιανή Γ. Μαντζιούρα, Ψυχολόγος, Επιστημονικά Υπεύθυνη Κέντρου Παιδιού & Οικογένειας – ΚΕ.Ψ.Υ.Π.Ο Αταλάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου