Αλέξανδρος
- Μάνα…Δεν πάμε για κανένα μακαρόνι; Άδειασαν, βλέπω τα ράφια μας. Μας πλήρωσαν σήμερα στη δουλειά, κάτι έναντι. Έλα, να κάνεις και συ μια βόλτα.
Την ξεσηκώνει τη μάνα ο γιος να πάνε στο μεγάλο σούπερ – μάρκετ της πόλεως. Εκείνη διστάζει. Ο γιος επιμένει.
-'Ελα, μάνα! Μόνος μου δεν ξέρω τι και πόσο να ψωνίσω!
Η χήρα ντύνεται κάπως καλύτερα για την έξοδο από το σπίτι. Ο γιος οδηγεί το παλιό Ι.Χ. προσεκτικά, με τη μάνα στη θέση του συνοδηγού. Στην είσοδο του μαγαζιού παίρνει μεγάλο καρότσι για τα ψώνια.
-Έ, παλληκάρι μου! Τα πιο απαραίτητα!
- Ας πάρουμε καρότσι μεγάλο! Και τα λίγα χωράει και τα πολλά. Μην τα κουβαλάμε στα χέρια. Έλα, πάμε.
Την πάει κατευθείαν στην πτέρυγα των τροφίμων.
-Πάρε ότι νομίζεις, της λέει.
Εκείνη κοντοστέκεται. Βουρκώνει. Δεν έχει δικά της χρήματα. Τη φροντίζει ο γιος.
- Να τα μακαρόνια που μου αρέσουν, μάνα! Απ’ τα χεράκια σου μαγειρεμένα είναι μμμμμ!…
Και βάζει ο γιος λίγα πακέτα στο καρότσι.
– Και λίγο ρυζάκι, ε; Και κριθαράκι. Λίγο αλεύρι…
Κι όλο γεμίζει το καρότσι. Η μάνα παρακολουθεί συγκινημένη.
-Και λάδι για το καντήλι… Το καλύτερο να πάρουμε! Και για να φάμε… ένα φθηνότερο. Πειράζει; ρωτάει ο γιος.
-Θα σου φθάσουν τα χρήματα παιδί μου; Μήπως να 'παιρνες ένα φθηνό δίλιτρο, αντί για δυο πεντάλιτρα; Χαμογελάει ο γιος.
-Το χρωστάμε στον Θεό, μάνα. Τόσοι γύρω μας δεν έχουν. Εμείς … κάτι έχουμε σήμερα. Δόξα τω Θεώ. Μη μου στεναχωριέσαι. Το καντηλάκι μας θα το ανάβεις, κι έχει ο Θεός.
Μετά από λίγη ώρα φθάνουν με μισογεμάτο καρότσι στο ταμείο. Πότε θα ξανάρθουν, μόνο ο Θεός ξέρει….
Στο σπίτι η μάνα τακτοποιεί τα ψώνια στα ράφια. Ο γιος απολαμβάνει σε λίγο τη σκέτη μα νόστιμη μακαρονάδα που μόλις έφτιαξε η μάνα. Του έφτασαν τα χρήματα. Περίσσεψαν κιόλας!
Καθώς τρώει, ρίχνει μια ματιά στο χαρτί του λογαριασμού – πράγμα που δεν συνήθιζε. Ξαφνιάζεται κάπως…
- Μάνα, πόσα λάδια φέραμε στο σπίτι;
-Δυο παλληκάρι μου. Να ‘χεις την ευχή τουΘεού! Μόλις τα έβαλα στη θέση τους.
-Μάλλον κάποιο λάθος έγινε, μάνα. Στο χαρτί βλέπω ένα λάδι μόνο. Δες και εσύ… Το ακριβό πεντάλιτρο δεν είναι χτυπημένο, λείπει!
- Πάω στο κατάστημα, μάνα. Μου φέρνεις το λάδι;
Κάνει ευλαβικά το σταυρό του κι αφήνει μισοτελειωμένο το πιάτο του. Φθάνει στο κατάστημα. Μόλις μπαίνει, ρίχνει γύρω το βλέμμα. Στο βάθος αριστερά διακρίνει τον Προϊστάμενο. Προχωρεί.Πλησιάζει στο ταμείο, απ’ όπου πέρασε πριν από μια ώρα. Περιμένει λίγο να φύγει ο προηγούμενος πελάτης.
- Ξέρετε… πριν από λίγο περάσαμε από 'δω και… λέει κομπιαστά στην ταμία, σαν να έφταιγε.
-Ναι, σας θυμάμαι.. με μια κυρία. Τι θέλετε;
- Μάλλον κάποιο λάθος έγινε… Στο λογαριασμό βλέπω μόνο ένα πεντάλιτρο λάδι. Δύο πήραμε. Και ήρθα να πληρώσω και το δεύτερο λάδι, για να ησυχάσω.
Και δείχνει το λογαριασμό και τη σακούλα με το λάδι. Η ταμίας ανοιγοκλείνει τα μάτια, χλωμιάζει.
- Μήπως πήγατε στον Προϊστάμενο; ρωτάει χαμηλόφωνα.
-Όχι, κατευθείαν εδώ ήρθα.
-Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε! Δικό μου το λάθος! Μόνο… μην το μάθει ο Προϊστάμενος, σας παρακαλώ!
Το βράδυ η γλυκιά φλογίτσα του καντηλιού έπινε ήρεμα το πολύτιμο λαδάκι της. Η ματιά του παλληκαριού χάιδευε για ώρα τις άγιες εικόνες.
Τι κι αν του άδειασε η τσέπη; «Έχει ο Θεός», ψιθύριζε και σαν να χαμογελούσε. «Έχει ο Θεός!»
Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»
Προς τη Νίκη
Μηνιαίο Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό>
Έτος 56ο-τεύχος 796-Ιούνιος 2016
Εικόνα από : liveinternet.ru
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου