Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

"Μα, είναι ένα μικρό αγόρι. Μόνο ένα αγόρι."

" Άκου γιέ μου! Στα λέω αυτά ενώ εσύ κοιμάσαι, διπλωμένο κουβαράκι μικρό, με το ένα σου μπράτσο κάτω απ΄το κεφαλάκι και τις σγουρές σου ξανθές μπούκλες να σου πέφτουν στο μέτωπο...

Μπήκα κρυφά στο δωμάτιό σου. Λίγα λεπτά πριν, καθώς καθόμουν και διάβαζα στο σαλόνι, ένα αποπνικτικό κύμα τύψεων με πλημμύρισε.

Νιώθοντας λοιπόν ένοχος ήρθα στο κρεβατάκι σου.

Να τι σκεφτόμουν: τα έβαλα μαζί σου, γιέ μου. Σου φώναξα και σε μάλωσα την ώρα που ντυνόσουν για να πας στο σχολείο, επειδή δεν έπλυνες καλά το πρόσωπό σου. Τα έβαλα μαζί σου επειδή έφευγες με βρώμικα παπούτσια. Σου φώναξα αγριεμένος όταν κάτι απ΄το χέρι σου έπεφτε στο πάτωμα.

Την ώρα του προγεύματος, ανακάλυπτα σφάλματα. Λέρωνες το τραπεζομάντηλο. Μπουκωνόσουν με πολύ φαγητό. Ακουμπούσες τους αγκώνες σου στο τραπέζι. Άλειφες με περισσότερο βούτυρο τη φέτα του ψωμιού σου. Κι ωστόσο, όταν έβγαινες έξω να παίξεις κι εγώ έφευγα για την δουλειά μου, εσύ μου φώναζες και μου κουνούσες το χέρι: "γεια σου μπαμπά!" Κι εγώ, ζάρωνα τα φρύδια μου και σου έλεγα: "Μην καμπουριάζεις!"

Αυτά λοιπόν σκεφτόμουν τώρα το απόγευμα. Αλλά δεν 

είναι μόνο αυτά. Γυρνώντας απ΄τη δουλειά σε βρήκα στο πεζοδρόμιο πεσμένο στα γόνατα να παίζεις. Οι κάλτσες 
σου ήταν τρύπιες. Σε ταπείνωσα μπροστά στους φίλους σου, παίρνοντας σε μαζί μου στο σπίτι. Σου φώναζα 
πως οι κάλτσες είναι ακριβές και πως αν έπρεπες να 
τις πληρώνεις εσύ θα τις πρόσεχες περισσότερο! 

Φαντάσου γιέ μου να τα λέει αυτά ένας πατέρας!!!

Θυμάσαι, αργότερα, όταν διάβαζα στο σαλόνι, που 
μπήκες μέσα ντροπαλά, με μια πληγωμένη έκφραση 
στο βλέμμα; Όταν σήκωσα τα μάτια μου απ΄την εφημερίδα, εκνευρισμένος γι΄αυτή τη διακοπή, στάθηκες διστάζοντας στην πόρτα. "Τι συμβαίνει;" σου φώναξα...

Κι εσύ δεν είπες τίποτα, παρά μόνο έτρεξες ίσια 
πάνω μου και μ΄αγκάλιασες και με φίλησες και τα 
μικρά σου χέρια μ΄έσφιγαν με τόση τρυφερότητα, όση μπορούσε να βάλει ο Θεός στη μικρή σου καρδούλα 
και που σ΄αυτήν κανένας δεν θα μπορούσε να αντέξει. 
Κι ύστερα έφυγες και ανεβαίνοντας την σκάλα, έτρεμες.

Λοιπόν, γιέ μου, αμέσως μετά απ΄αυτό, η εφημερίδα μου έπεσε απ΄τα χέρια κι ένας τρομερός, αρρωστημένος φόβος με πλημμύρισε. Τι ήταν αυτό που μου έκανε η συνήθεια; 

Η συνήθεια να βρίσκω λάθη παντού, να κατηγορώ τους άλλους - μήπως δεν έκανα κι εγώ τα ίδια όταν ήμουν μικρός; Όχι πως δεν σ΄αγαπώ, γιέ μου, αλλά είναι που έκανα το λάθος να περιμένω πολλά από ένα μικρό αγόρι. 
Σε μετρούσα με το δικό μου μέτρο.

Κι ωστόσο υπάρχουν τόσα πολλά που είναι καλά και αληθινά και όμορφα στο χαρακτήρα σου. Η μικρή σου καρδιά ήταν πελώρια και γεμάτη καλοσύνη και 
τρυφερότητα. Αυτό μου έδειξες με τον αυθόρμητο 
τρόπο που έτρεξες να μ΄αγκαλιάσεις και να με φιλήσεις 
για να με καληνυχτίσεις. Τίποτε άλλο δεν άξιζε περισσότερο απ΄αυτό γιέ μου. Έτσι ήρθα μες το σκοτάδι, πλάι στο κρεβατάκι σου και γονάτισα ταπεινωμένος.

Είναι κάτι πάρα πολύ λεπτό. Το ξέρω πως δε θα τα καταλάβαινες όλα αυτά αν σου τα έλεγα όταν θα 
ξυπνούσες. Αλλά από αύριο, θα είμαι ένας αληθινός πατέρας! Θα παίζω μαζί σου και θα υποφέρω όταν υποφέρεις και θα γελάω όταν γελάς .
Θα δαγκώνω την γλώσσα μου όταν ανεβαίνουν στο στόμα μου απότομες κουβέντες. θα λέω συνέχεια μέσα μου : 
"Μα, είναι ένα μικρό αγόρι. Μόνο ένα αγόρι."

Φοβάμαι πως ως τώρα σε αντιμετώπιζα σαν άντρα. 
Ωστόσο, καθώς σε βλέπω τώρα γιέ μου, μαζεμένο ένα κουβαράκι, να κοιμάσαι, αδύναμος, καταλαβαίνω πως 
είσαι ακόμα μωράκι.

Χτες ακόμη ήσουν στην αγκαλιά της μητέρας σου 
κι ακουμπούσες το κεφαλάκι σου στον ώμο της.
Σου ζήτησα πολλά, πάρα πολλά..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου