Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Ο αλήτης με το χαμόγελο...!!!

Ήταν σκοτάδι και απ το στενό δρομάκι μια μουσική ξεπρόβαλε διστακτικά, αφήνοντας τους ήχους της που θύμιζαν ανάσες ν ακολουθούν τον άνεμο.

Δεν βιαζόταν να φτάσει κάπου δεν πάσχιζε να ακουστεί… Μονάχα τύλιγε στην αγκαλιά της μια σκιά, μια απόμακρη βουβή σκιά που χάιδευε μια κιθάρα. Ήταν μια απ' αυτές 
τις στιγμές, εκείνες τις στιγμές που μοιάζει ο χρόνος και ο χώρος να συρρικνώνονται, να γίνονται ταξίδι, ένα ταξίδι δίχως προορισμό και στάσεις. 

Ένα ταξίδι στα πελάγη της ψυχής, μιας ψυχής 
που κουρασμένη ξάπλωνε πάνω στα βρώμικα τάστα 
της παλιάς κιθάρας.

Η καρδιά εκείνο το βράδυ ψιθύριζε μυστικά στα δάχτυλα και εκείνα έτρεχαν στα τάστα να τα πουν. Μοιάζαν παλιοφίλοι που είχαν χρόνια να ειδωθούν.

Ο άνεμος που πέρναγε βιαστικός κοντοστάθηκε…Είδε δύο σκιές, μια του κιθαρίστα που είχε στρώσει ένα χαλί με τις μνήμες του και άλλη μια παραπέρα.

Η δεύτερη δεν κουνιόταν καθόλου, δεν ανάσαινε καν. Έστεκε εκεί στο ίδιο σοκάκι χρόνια τώρα κάθε βράδυ. Ακόμα και τις πιο βροχερές νύχτες. Κείνες τις κρύες νύχτες έφτιαχνε ένα σπιτάκι από χαρτόνι το έντυνε με νάιλον κ έστεκε μέσα του κουλουριασμένος κι ανήσυχος. 

Όταν δεν έβρεχε μετρούσε τα λίγα άστρα που μπορούσε να δει και ήταν πάλι ανήσυχος-ανήσυχος γιατί είχε ξεχάσει πόσα άστρα έβλεπε όταν ήταν μικρό παιδί στο χωριό ,τότε που μετρώντας τα τον έπαιρνε ο ύπνος. Από τότε είχε να κοιμηθεί ήσυχος… Από μικρό παιδί. Κι όμως εκείνο το βράδυ μια παράξενη γαλήνη τον είχε επισκεφθεί. Τόσο πρωτόγνωρη για εκείνον που δεν ανάσαινε καν για να μην την τρομάξει.
Να ήταν το σκοτάδι, να ήταν οι νότες που στρογγυλοκάθονταν στην ανοιχτή καρδιά του, ή μήπως αυτή η φιγούρα που έσκυβε πάνω στα τάστα και ψιθύριζε. 


Ίσως τίποτα απ 'αυτά ίσως κι όλα μαζί. Το σίγουρο είναι πως η καρδιά του εκείνο το βράδυ άκουγε .Άκουγε ακόμη και τον άνεμο που πέρναγε στις μύτες για να μην χαλάσει την στιγμή. Για μια στιγμή νόμισε πως μπορούσε ακόμα και να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του κιθαρίστα.

Γέμισε ερωτήσεις… ποιος να ήταν;
Γιατί σε τούτο το στενό;
Ποιος πόνος τον ταξίδεψε ως εδώ;
Το ξέρει ότι τον ακούω;
Από που να ναι;
Μην μου φύγει ξαφνικά;

Κι όσο σκεφτόταν όλα αυτά η γνώριμη ανησυχία ξαναγύρισε κοντά του.

Τότε ο κιθαρίστας σαν ν’ άκουσε τις σκέψεις του τον κοίταξε κατάματα κι ας μην τον έβλεπε… Κι ας ήτανε κρυμμένος.

Του είπε ψιθυριστά…

Δεν έχει σημασία το ποιος πως και το γιατί κάθε φορά. Κάποια πράγματα συμβαίνουν μια φορά και είναι μοναδικά…μην σπαταλάς τον χρόνο που σου δόθηκε 
μαζί τους ψάχνοντας για ανούσιες εξηγήσεις, ψάχνοντας  για ανόητες αιτίες. 
Άσε την καρδιά σου να ακούσει. Άσε την ψυχή σου να μυρίσει…
Κι αν γεννηθούν μνήμες αγκάλιασε τες. Κι αν γεννηθούνε φόβοι μην τους διώξεις… Είναι εδώ για να σε μάθουν κάτι…Κι αν γεννηθούνε πόνοι μην τους παλέψεις… Αυτή είναι η δουλειά τους, να σου θυμίζουνε πως ζεις κι όσο ζεις αυτοί θα σε θυμούνται που και που… Καλό είναι κι αυτό.

Πάρε την πολύτιμη στιγμή σου…Πέρασε την απ'την καρδιά και αυτή θα μείνει για πάντα μαζί σου. Για πάντα δική σου.
                

Και σηκώθηκε κι έφυγε …

Κι ο άνεμος συνέχισε τον δρόμο του …
Κι ο αλήτης από τότε κοιμάται κάθε βράδυ με ένα χαμόγελο στα χείλη και μια ζεστή καρδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου