Ένα πράγμα όμως, είπεν ο Σωκράτης, πρέπει φίλοι μου να σκεφτούμε : αν η ψυχή είναι αθάνατος, τότε χρειάζεται φροντίδα όχι μόνον κατά την διάρκεια του χρόνου αυτού που ονομάζουμε ζωή, αλλά και κατά την διάρκεια όλου του χρόνου, οπότε ο κίνδυνος είναι πλέον μεγάλος αν κάποιος παραμελήσει την φροντίδα αυτή.
Διότι, αν ο θάνατος είναι απαλλαγή από όλα, τότε θα ήταν ευτύχημα για τους κακούς, αφού πεθάνουν, να απαλλαγούν όχι μόνον από το σώμα αλλά και από την κακία τους, καθώς θα απαλλάσσονται από την ψυχή τους.
Τώρα όμως που φαίνεται ότι η ψυχή είναι αθάνατος, δεν δύναται να υπάρξει γι’ αυτήν άλλην απαλλαγή από τα δεινά ή σωτηρία, από το να γίνει καλλίτερη και φρονιμότερη (πιο συνετή).
Διότι η ψυχή φτάνει στον Άδη έχοντας μόνον την παιδεία της και τον τρόπο που ανατράφηκε κι έζησε, πράγματα που κατά πολύ ωφελούν ή βλάπτουν τον αποθανόντα ήδη από την αρχή της πορείας της εκεί.
Λέγεται μάλιστα ότι, όταν κάποιος πεθαίνει, ο δαίμων που του είχε λάχει κατά την ζωή του (βλ. Πολιτεία 617e), αναλαμβάνει να τον οδηγήσει εις έναν τόπον όπου συγκεντρώνονται όλοι και αφού δικαστούν, πορεύονται εις τον Άδη έχοντας ως ηγεμόνα εκείνον που είχε οριστεί να τους μεταφέρει από αυτόν τον τόπο εκεί.
Και αφού λάβουν εκεί αυτά που τους αξίζουν και παραμείνουν όσον χρόνον χρειάζεται, τότε άλλος ηγεμών αναλαμβάνει να τους οδηγήσει πάλι εδώ μετά από πολλές και μακρές χρονικές περιόδους.
Και η πορεία αυτή δεν είναι όπως αναφέρει ο Αισχύλος στο έργο του Τήλεφος, γιατί λέει ότι «μόνον μία είναι η οδός για τον Άδη», ενώ μου φαίνεται ότι ούτε απλή είναι ούτε μία γιατί, αν ήταν έτσι, δεν θα χρειαζόταν οδηγούς κανείς δεν θα έχανε τον δρόμο αν ήταν μονόδρομος. Αυτός όμως έχει πολλές διακλαδώσεις και πολλές στροφές. Κι αυτά τα λέω κρίνοντας από τις θυσίες και τις τελετές.
Η κόσμια λοιπόν και φρόνιμος ψυχή ακολουθεί τον οδηγό της και δεν αγνοεί τί την περιμένει. Εκείνη όμως που παραμένει λόγω των επιθυμιών προσκολλημένη στο σώμα, όπως είπα προηγουμένως, πετώντας για πολύ καιρό γύρω από το σώμα και από τον ορατό τόπο, αφού αντισταθεί πολύ και πάθει πολλά, μετά βίας και κόπων θα φτάσει οδηγημένη από τον δαίμονα που της έχει οριστεί.
Κι όταν φτάσει εκεί που είναι οι άλλες ψυχές, εκείνη που είναι ακάθαρτη ή έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα, όπως φόνο άδικο ή κάτι ανάλογο, που είναι έργα ανόσια τέτοιων ψυχών, όλοι θα την αποφεύγουν και θα αλλάζουν δρόμο, και κανείς δεν θα θέλει να συμπορευτεί μαζί της ή να την οδηγήσει.
Κι έτσι χαμένη θα πλανάται, μέχρι να φτάσει ο χρόνος, μετά την πάροδο του οποίου θα έλθει αναγκαστικά να κατοικήσει στον τόπο που της αρμόζει. Την ψυχή όμως που κρατήθηκε σε όλη την διάρκεια του βίου της καθαρή και συνετή (με μέτρο), οι Θεοί οι ίδιοι την οδηγούν και συμπορεύονται μαζί της, μέχρι που φτάνει κι εκείνη στον τόπο που της αξίζει.
Είναι πολλοί και θαυμαστοί οι τόποι της γης, αλλά η γη αυτή δεν είναι ούτε στην μορφή ούτε στην έκτασι όπως την θεωρούν όσοι συνηθίζουν να μιλούν γι’ αυτήν, όπως έχω πεισθεί από κάποιον.
Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, όταν οι αποθανόντες φτάσουν στον τόπο όπου ο δαίμων φέρει τον καθένα τους, πρώτα υποβάλλονται σε δίκη και όσοι έζησαν καλά και όσια και όσοι όχι. Και αυτοί που φαίνεται ότι έζησαν σε μια μέση κατάσταση, αφού πορευθούν προς τον Αχέροντα και επιβιβαστούν πάνω στα προορισμένα γι’ αυτούς οχήματα, φθάνουν στην [Αχερουσιάδα] λίμνη και εκεί κατοικούν.
Και αφού καθαρθούν μέσω τιμωριών απαλλάσσονται, αν κάποιος διέπραξε κάποιο αδίκημα, και αντιστοίχως ανταμείβονται για τις καλές τους πράξεις ο καθένας κατά την αξία του.
Όσοι φανούν ότι είναι ανίατοι λόγω του μεγέθους των αμαρτημάτων, διότι έχουν κάνει πολλές και μεγάλες ιεροσυλίες ή φόνους πολλούς άδικους και παράνομους ή άλλα παρόμοια, αυτούς η αρμόζουσα μοίρα τους ρίπτει στον Τάρταρο απ’ όπου δεν βγαίνουν ποτέ.
Όσοι απ’ την άλλη φανούν ότι έχουν διαπράξει αμαρτήματα που μπορούν να θεραπευθούν, όπως έχοντας κάνει κάτι βίαιο λόγω οργής προς τον πατέρα ή την μητέρα τους, και έζησαν τον υπόλοιπον βίο με μεταμέλεια, ή καθ’ όμοιον τρόπον έχουν φονεύσει άνθρωπο, αυτοί είναι μεν ανάγκη να πέσουν στον Τάρταρο, αλλά αφού παραμείνουν εκεί ένα έτος (ενιαυτόν), τους βγάζει έξω το κύμα∙ τους μεν ανθρωποκτόνους κατά τον Κωκυτό, τους δε πατροκτόνους ή μητροκτόνους κατά τον Πυριφλεγέθοντα.
Αφού λοιπόν φτάσουν στην Αχερουσιάδα λίμνη, εδώ φωνάζουν και καλούν οι μεν εκείνους που φόνευσαν, οι δε εκείνους που ύβρισαν, και τους ικετεύουν και παρακαλούν να τους αφήσουν να εξέλθουν στην λίμνη και να τους δεχθούν.
Κι αν τους πείσουν, εξέρχονται και τελειώνουν τα δεινά τους∙ διαφορετικά φέρονται πάλι στον Τάρταρο κι από εκεί πάλι στους ποταμούς και δεν παύουν να τα πάσχουν αυτά παρά αφού πείσουν εκείνους που αδίκησαν. Διότι, αυτή είναι η δίκη (τιμωρία) που τους ορίστηκε από τους δικαστές.
Επίσης, όσοι φανούν ότι έζησαν εξαιρετικά οσίως, αυτοί μεν απελευθερώνονται από τούτους τους τόπους της γης και απαλλάσσονται σαν από δεσμωτήρια, έρχονται δε άνω στην καθαρή κατοικία και κατοικούν επί της γης.
Και από αυτούς, όσοι εκαθαρίσθησαν αρκετά μέσω της Φιλοσοφίας, κατά τον μετέπειτα χρόνο ζουν άνευ εντελώς σωμάτων και έρχονται σε κατοικίες καλλίτερες αυτών, τις οποίες ούτε εύκολον είναι να περιγράψωμεν, ούτε είναι επί του παρόντος αρκετός ο χρόνος.
Πλάτων, Φαίδων, 107c-108c & 113d-114c
Θεωρώ πρέπον να παρατεθούν κάποιες πληροφορίες που ίσως διευκολύνουν την κατανόησιν (ή έστω προσέγγισιν) των ανωτέρω.
Η <λήξις> (εκ του ρήματος -λαγχάνω-) δηλώνει την τάξι εντός του σύμπαντος που λαμβάνει ο καθένας από την Δίκη συμφώνως προς την αξία του (οι λεγόμενοι κλήροι). Λόγω του ότι υπάρχουν τέσσερα είδη εγκοσμίων όντων (εγκόσμιοι θεοί, δαίμονες, «άνθρωποι» {όχι με την περιορισμένη έννοια, αλλά κυρίως αυτό που αποκαλούμε φιλοσοφικώς ‘μερικές ψυχές’}, «θηρία» {το ίδιο με πριν, βλ. άλογες ψυχές-φύσεις}) την διακρίνουμε σε θεία, δαιμόνια, ανθρώπινη, και θηριώδης.
Κι επίσης καθεμιά σε δύο ή μία είναι ουσιώδης, αμετάβλητη, και εκ της δημιουργίας ορισμένη η άλλη μεταβάλλεται από έξω. Η μεν θεία και δαιμόνια λόγω της μεταβολής των φύσεων που μετέχουν σε αυτές, ενώ η ανθρώπινη και θηριώδης λόγω της ποικιλίας των βίων που διαλέγουν.
Στις ψυχές αντιστοιχούν τρεις <λήξεις>∙ η πρώτη στον Δία προ της γενέσεως, η δεύτερη στον Ποσειδώνα κατά την γένεσιν, και η τρίτη στον Πλούτωνα μετά την γένεσι, για την οποία γίνεται τώρα λόγος∙ γι’ αυτό καλείται και ‘νέκυια’.
Όσον αφορά τα λογικά γένη που ευρίσκονται εντός του Κόσμου, απ’ την μια έχουμε τις ανθρώπινες μερικές ψυχές οι οποίες άλλοτε μεν νοούν την ουσία τους και τον Δημιουργό μετέχοντας στην θεία ευζωία και ευδαιμονία, άλλοτε δε εκπίπτουν αυτών και κατά κάποιον τρόπο «κακύνονται», προσεγγίζοντας την αλογία απ’ την άλλη έχουμε τους Εγκοσμίους Θεούς, οι οποίοι έχουν συναρτημένη στον εαυτό τους ύλη, αλλά προ αυτής σώμα, και προ αυτού ψυχή, ακόμη πιο πριν νου, και πάνω από όλα είναι προκαθημένην η Υπερούσιος Ενάς της Θεότητος.
Τα άκρα, όμως, πρέπει να συνδέονται από κάποιο μέσον. Το γένος που εκτελεί αυτήν την λειτουργία καλείται Δαιμόνιον. Σε πολλά σημεία των κειμένων χρησιμοποιείται άνευ διακρίσεως ένα εκ των τριών ονομάτων για το γένος που ευρίσκεται μεταξύ Θεών και ανθρώπων: Άγγελοι, Δαίμονες, Ήρωες.
Δηλαδή, αποκαλούνται :
1.Άγγελοι, λόγω του ότι φανερώνουν σ’ εμάς και αναγγέλλουν τους κανόνες της θείας ευδαιμονίας και ευζωίας,
2.Δαίμονες, ως δαήμονες (γνώστες) και επιστήμονες των θείων νόμων,
3.Ήρωες, ως έρωες, δηλαδή ερωτικούς και διαλεκτικούς εραστές του Θεού, οι οποίοι μας ανυψώνουν και μας μεταφέρουν από τους τόπους διαμονής της γης προς την ουράνια πολιτεία.
Το μέρος, άρα του μεσαίου γένους, που είναι πλησίον των Ουρανίων Θεών το αποκαλούμε Αγγέλους, εκείνο που συνάπτεται με τα επίγεια Ήρωες, και τέλος Δαίμονες εκείνο που διατηρεί μεσαία θέση μεταξύ των δύο. Δεν μεταβάλλονται προς το καλλίτερο ή το χειρότερο, και κατέχουν αμεταβλήτως την θέση τους στο σύμπαν όντας τέλειοι κατά την οικείαν τους αρετή.
Πέρα αυτών, το δαιμόνιον γένος επιδέχεται ‘εσωτερικές’ διαβαθμίσεις γενών αναλόγως του βαθμού συμμετοχής του στον ηγεμόνα Θεό που ακολουθεί.
Το μεν γένος που λαμβάνει υπόστασι κατά το Εν (που είναι η καθ’ ύπαρξιν Θεότης εκάστου Θεού) των Θεών καλείται ενιαίον και θείον, το δε κατά τον Νου των Θεών νοερόν, το δε κατά την Ψυχή ψυχικόν, το δε κατά την Φύσιν φυσικόν, το δε κατά το Σώμα σωματοειδές, το δε κατά την Ύλην υλαίον. Αν κάνουμε την διαίρεσιν κατά τα μέρη του Παντός έχουμε: δαίμονες ουράνιοι, αιθέριοι, αέριοι, υδραίοι, χθόνιοι, υποχθόνιοι. Από τους αέριους αρχίζουν να συνυποστασιοποιούνται οι άλογοι δαίμονες.
Οι ειληχότες δαίμονες, είναι έφοροι-επιτηρητές των ανόδων και καθόδων των ψυχών στην γένεση. Αυτοί είναι της αμέσως υπερκείμενης βαθμίδας των ψυχών που διοικούν.
Δηλαδή, στις ανθρώπινες ψυχές που είναι φύσει λογικές αντιστοιχούν νοεροί δαίμονες, ενώ στα άλογα ζώα ψυχικοί. Παρά ταύτα, η ανθρώπινη ψυχή λόγω του ότι δύναται να πέφτει στην αλογία, αλλά και να εξυψώνεται στην αρχαίαν της φύση μπορεί να έλθει υπό την επιστασία κατωτέρων ή ανωτέρων δαιμόνων.
Όπερ και σημαίνει, οι άχραντες αποκατασταθείσες ψυχές κατεβαίνοντας εις γένεσιν προς όφελος των υπολοίπων έχουν θείους δαίμονες!
Ένα παράδειγμα είναι ο Μέγας Φιλόσοφος Πλωτίνος, στον οποίον κάποιος Αιγύπτιος Ιερεύς όταν θέλησε να αποκαλύψει τον ειληχότα δαίμονα του φιλοσόφου τού είπε έκπληκτος: «Μακάριος είσαι εσύ, που έχεις θεόν για δαίμονα και όχι κάποιον κατώτερου γένους» (Πορφύριος, Περί του Πλωτίνου βίου 10).
Δικαστήριον είναι όλος ο Κόσμος, και υπάρχουν δικαστήρια σε όλα τα μέρη του. Ένας δικαστικός τόπος είναι ο αιθέριος, ο μεταξύ ουρανού και γης. Αυτός δεν ευρίσκεται στον Άδη, καθώς όπως μας λέγει ο Πλάτων στην Πολιτεία (X 614d7-e1) από αυτόν άλλες ψυχές στέλνονται στον ουρανό, άλλες εκ νέου στην γη, και άλλες στον Άδη. Επίσης, στον τόπο των Δικαστών κατεβαίνουν και ψυχές εκ του ουρανού για να δικαστούν.
Δεν αντιστοιχεί ένας δαίμων για κάθε μια ψυχή, αλλά ο δαίμων επιστατεί ένα συγκεκριμένο είδος βίου καθώς σε αριθμό οι δαίμονες είναι λιγότεροι από τις ψυχές όντες εγγύτεροι του ενός. Δηλαδή, πολλές ψυχές επιλέγοντας τον αυτόν βίο έχουν κοινό δαίμονα, διό και καλούνται ομόβιοι και ομοδαίμονες.
Λέγει ο προφήτης της Πολιτείας (X 617e1) ότι δεν θα σας διαλέξει ο δαίμονας, αλλά εσείς θα τον διαλέξετε. Δηλαδή, η ψυχή με την επιλογή του βίου της τάσσεται αυτομάτως κάτω από τον τάδε δαίμονα, και αυτός λαχαίνει όλες τις ψυχές που ανήκουν στον βίο που επιμελείται.
Άλλος είναι αυτός που οδηγεί τις ψυχές στους Δικαστές (ο ειληχώς, που ως μέρος του βίου πρέπει να τον φέρει μέχρι τέλους), άλλος αυτός που από τους Δικαστές τις μεταφέρει στον Άδη ως δικαστικός και αποπληρωτής της ψήφου, γι’ αυτό και δεν τον διαλέγουν, και τρίτος πάλι αυτός που τους φέρει εις γένεσι και είναιειληχώς.
Η ψυχή δεν μένει πάντα ούτε πάνω στο νοητό, διότι εκ φύσεως πρέπει να κατέβει στην γένεσι, ούτε κάτω στον Τάρταρο όπως λέγει εδώ ο Σωκράτης (113e6), διότι πάλι πρέπει να ανέβει κάποτε. Αλλά την σημασία αυτών πρέπει να κατανοήσουμε διαφορετικά.
Λέγει ότι παραμένει «όσο χρόνο χρειάζεται» και «τότε άλλος ηγεμών αναλαμβάνει να τους οδηγήσει πάλι εδώ μετά από πολλές και μακρές χρονικές περιόδους». Είναι φανερό ότι κατά την αξία καθενός ορίζεται ο χρόνος εκ της προνοίας και της ειμαρμένης.
Η χρονικές περίοδοι είναι πολλές και συνεπώς η χιλιετής ή τρισχιλιετής ή μυριετής του Φαίδρου (248e5-249b3), δεν πρέπει να εκληφθούν κατά τον αριθμό, αλλά ως κάποιο είδος ζωής.
Γιατί λέγει ότι όλοι αποφεύγουν τις ακάθαρτες ψυχές και κανείς δεν θέλει να συμπορευτεί μαζί τους ή να τις οδηγήσει; Οι μεν υπόλοιπες ψυχές για να μην πάθουν κάτι από την κακίας τους, οι δε ηγεμόνες διότι δεν μπορούν να δράσουν πάνω στην ανεπιτηδειότητά τους.
Όμως, στην πραγματικότητα και αυτές λαμβάνουν δαίμονα αλλά λόγω του ότι είναι τυφλές και κουφές δεν μπορούν να αισθανθούν την πρόνοιά του∙ κι έτσι πλανώνται εκ της ειμαρμένης ως άλογες. Άρα, οι ηγεμόνες είναι αυτοί οι δαίμονες που τις οδηγούν και οι συνέμποροι είναι οι ομοδαίμονες ψυχές. Στους ευσεβείς οι Θεοί είναι ηγεμόνες και συγχρόνως συνέμποροι κατά την πορεία τους στον άνω και υπερουράνιον τόπο, όπως μαθαίνουμε στον Φαίδρο (246e4-247c4).
Τα οχήματα στα οποία επιβαίνουν οι ψυχές μετά την δίκη για να πορευθούν εκεί που τους αρμόζει δεν είναι τα αθάνατα, αΐδια και απαθή οχήματά τους, αλλά τους προσκολλώνται ερχόμενες σε επαφή με διαφόρους τόπους της γενέσεως, κι επίσης χρησιμοποιούνται στην τιμωρία τους. Στον Αχέροντα τίθεται δύναμις καθαρτική σωμάτων και ασωμάτων.
Ο Τάρταρος αποτελεί στέρησιν όλων των αγαθών∙ γι’ αυτό και υποδέχεται τους ανίατους.
Λέγεται μάλιστα ότι ρίπτονται σ’ αυτόν λόγω του ότι έχουν ζήσει βαρυτάτην ζωή χάνοντας το αυτοκίνητον, και μεταχειριζόμενοι ως ετεροκίνητοι και άλογοι από την ειμαρμένη.
Ευΐατα είναι τα έργα που διεπράχθησαν χωρίς πονηρές έξεις∙ δυσίατα, τα προερχόμενα μεν από πονηρές έξεις, αλλά έδειχναν μια κάποια αντίστασι στην ενέργεια και έπειτα μεταμελούσαν∙ ενώ ανίατα, και από πονηρές έξεις και χωρίς μεταμέλεια. Για την πρώτη κατηγορία έχει οριστεί ο Αχέρων και η Αχερουσία λίμνη, για την δεύτερη ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, και για την τρίτη ο Τάρταρος.
Πώς, όμως, λέγεται ότι οι ανίατες ψυχές δεν εξέρχονται ποτέ από τον Τάρταρο; Αυτό αφορά μία περίοδο. Δύναται αυτή να είναι η καθολική περίοδος του παντός; Όχι, διότι εντός αυτής οι ψυχές εκτελούν περιόδους περισσότερες της μίας. Αλλά ούτε του ουρανού, καθώς και αυτή είναι μεγάλη.
Ίσως αφορά αυτήν κάποιου αγελάρχου Θεού. Ή ακόμη πιο πιθανόν είναι η περίοδος αυτής εκάστης της ψυχής, κατά την οποία το έσχατον άκρον της ολοκληρώνει την περιαγωγή, είτε ευρίσκεται στο νοητόν είτε στον Τάρταρο, και το οποίον είναι μέτρον της αρετής και της επιστήμης.
Επίσης, μπορεί να ειπωθεί ότι εφόσον δεν βγαίνουν από μόνες τους ποτέ, δεν μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, αλλά σώζονται ως ετεροκίνητοι. Συνεπώς λέγεται ότι ρίπτονται στον Τάρταρο και δεν πηγαίνουν μόνες τους.
Πώς αυτοί που έχουν αδικήσει παρακαλούν τους αδικημένους στην Αχερουσιάδα λίμνη; Διότι δεν μπορεί να είναι εκεί όλοι οι αδικημένοι, αλλά οπουδήποτε∙ ακόμη και στον Τάρταρο, αφού ίσως κάποιοι να έχουν διαπράξει μεγαλύτερα εγκλήματα. Άρα, πρόκειται για δαιμόνια φάσματα όμοια στην μορφή με αυτούς.
Από αυτούς που έζησαν αναμάρτητοι και οσίως, αλλά άνευ φιλοσοφίας, μετά θάνατον κατοικούν στα άκρα της γης, στο αιθέριο όχημά της, έχοντας λεπτότατα πνευματικά σώματα∙ αυτοί που επιπλέον άσκησαν την πολιτική φιλοσοφία διάγουσιν στον ουρανό με τα αυγοειδή τους σώματα ή οχήματα∙ τέλος, όσοι καθαίρονται τελείως δια της θεωρητικής φιλοσοφίας αποκαθίστανται στον υπερκόσμιο ή υπερουράνιο τόπο άνευ σωμάτων.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι θανάτου: Πρώτος, ο φυσικός που επέρχεται από μαρασμό. Το κάθε ζώον έχει ένα πέρας ζωής, αφού εξαρχής έλαβε πεπερασμένην δύναμιν ζωής. Κατ’ αυτόν τον αυτόματον τρόπον λέγεται ότι τελευτούν και εκείνοι που κατοικούν επάνω σε εκείνην την καθαρή γη.
Δεύτερος θάνατος, και αυτός εκ της ειμαρμένης, ο προκύπτων από κάποια νόσο. Τρίτος, από βία λόγω κάποιου φυσικού ατυχήματος. Τέταρτος, από ανθρώπινη βία όπως σε πόλεμο. Πέμπτος, το να βιάσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας, δηλαδή αυτοκτονία. Έκτος θάνατος είναι ο Υπερφυής, κατά τον οποίον γίνεται εκούσια αποχώρισις της ψυχής από του σώματος και διάλυσις των στοιχείων∙ τρόπος κατά τον οποίον πέθαναν πολλοί από τους Θεουργούς.
Οι ενδιαφερόμενοι για επιπλέον στοιχεία που αφορούν τις μετά θάνατον καταστάσεις της ψυχής, αλλά και την ουσία, ενέργεια, και διάταξι των Εγκοσμίων Γενών ας ανατρέξουν ενδεικτικώς στα κάτωθι βιβλία:
· Δαμάσκιος, Υπόμνημα εις Φαίδωνα Πλάτωνος
· Πρόκλος, Υπόμνημα εις τας Πλάτωνος Πολιτείας
· Πρόκλος, Υπόμνημα εις Κρατύλον Πλάτωνος
· Ιεροκλής, Υπόμνημα εις Χρυσά Έπη Πυθαγορείων & Περί Προνοίας
· Ιάμβλιχος, Περί Μυστηρίων
Συγγραφέας:Θεόκλητος Μπαμπούρης (Εγερσίνοος Λυκάστρου), Αστακός Αιτωλοακαρνανίας, 4-η Ἐλαφηβολιῶνος του 4-ου έτους της 697-ης Ολυμπιάδας (25/02/2012).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου