Πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου - απ’ τα τέσσερα μου - μονίμως ερωτευμένο.
Στα προνήπια με την Μαρία του ρολογά.
Στην α’ και β’ δημοτικού με την Θανασούλα.
Στην Γ’ με την Αριάδνη.
Στην Δ’ Ε’ και Στ’ με την Βέρα.
Στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου με την Μελίνα.
Της Βέρας, στην Δ’ τάξη, της έστειλα σε γράμμα επίσημη πρόταση γάμου. Έπεσε στα χέρια του δασκάλου και κλήθηκε η μάνα μου στο σχολείο για να με συνετίσει.
Στην Μελίνα έστειλα - εγώ ντρεπόμουν, τα' δωσα στον φίλο μου τον Νίκο να της τα’ αφήσει στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού της - λίγα ευωδιαστά λουλούδια και μια επιστολή με άγνωστο αποστολέα. Αργότερα πλανόδιος και πλανεμένος στις σαρκικές διαδρομές της αυτοαναζήτησης προσέκρουα, τραυματίζοντας εαυτόν και αλλήλους, πάνω σε εξίσου με μένα μπερδεμένους καθρέφτες.
Κι ο κατάλογος της περιπέτειας - με προσδοκίες χωρίς ελπίδα - ατέλειωτος.
Λένε πως οι από πάντα ερωτευμένοι, οι μόνιμα κι ασυγκράτητοι ερωτύλοι από τα γεννοφάσκια τους - όπως εγώ - είναι ψυχές πρώιμα στερημένες. Στερημένες το γάλα και το μέλι της ζωής. Την ψυχική παρουσία και φροντίδα του μητρικού προτύπου, και την βασική αίσθηση επάρκειας και εσωτερικής σιγουριάς που δίνει στο νεοφερμένο πλάσμα την βεβαιότητα πως ο κόσμος είναι μέρος ασφαλές, θρεπτικό κι άξιο να το ζει κανείς.
Είναι ψυχές βασανισμένες από απλήρωτα κενά που, επειδή δεν γέμισαν στην ώρα τους, γυρεύουν, όπως τα δύστυχα βαμπίρ, μες της νύχτας την θολούρα συνεχώς νέο αίμα για να τραφούν. Με την ελπίδα κάποτε να ξεδιψάσουν την ελλειπτική κι αφυδατωμένη από μητρική και πατρική αγάπη ζωή τους.
Εξαντλημένες από πόνο βουβό και μυστικό, αγιάτρευτο και βαθύ.
Λες και μια απύθμενη έλλειψη κινητοποιεί τον έρωτα. Μια κραυγή απελπισίας αναμοχλεύει τα έγκατα του ανθρώπου, εκείνου που γεννήθηκε σε έδαφος σεισμογενές, σαθρό, και ανήλιαγο. Μια κραυγή που, με την μάσκα της επιθυμίας για τον άλλον, ψάχνει δρόμο να αρθρωθεί, να ελευθερωθεί από την τραγική βεβαιότητα της προσωπικής αναξιότητας, και να ελευθερώσει.
Ζητάει ο λάτρης του έρωτα να λυτρωθεί από το ψυχικό ρήγμα πάνω στο οποίο χτίστηκε η ύπαρξή του ολόκληρη. Να βρει την γη της επαγγελίας «εξ' ης ρέει μέλι και γάλα». Να πάψει επιτέλους να ανησυχεί για το αν μπορεί να γίνει αγαπητός. Να βρει στους ξένους - φορώντας τους οικείες μουτσούνες - την αγάπη που δεν γνώρισε, το έλεος της ανάπαυσης που δεν του χαρίστηκε όταν πολύ το χρειαζόταν.
Πως όμως να λυτρωθεί κανείς από μια λαβωματιά που ποτέ δεν άγγιξε με τα ίδια του τα χέρια!; Απ’ την πληγή, που αν κι αφανής, ρυθμίζει υπόγεια ανέκαθεν κάθε του κίνητρο και κίνηση!; Πώς να μείνει αμόλυντος και ακέραιος από κείνο το σκουριασμένο καρφί που, επειδή κατάπιε το δέρμα του, δεν ανιχνεύεται όσο κανείς το αναζητά στην επιφάνεια;!
Οι αθεράπευτα ερωτικοί κι ερωτευμένοι σιγοψήνονται από ανεπαίσθητο, αόρατο πόνο. Κάνουν την αγωνία τους δοξάρι, το παραδίδουν στον έρωτα, κι αυτός ο μαέστρος το κάνει τραγούδι. Τεντώνει αυτί η βαθειά ψυχή κι ακούει την μελωδία. Μερώνει και για λίγο και παρηγοριέται από τον βουβό της θρήνο.
Λαχταρά αυτό που δεν γνώρισε και γι αυτό το φοβάται; Ή ζητάει αυτό, το επώδυνο, που επειδή το γνώρισε καλά αλλά δεν το θυμάται, το φοβάται; και το προσεγγίζει αναζητώντας το αμφιθυμικά, όπως ο δολοφόνος σπρώχνεται από μια δύναμη που δεν την ελέγχει προς τον «τόπο του εγκλήματος»;
Γυρεύοντας το σε αφιλόξενες αγκαλιές σαν να θέλει αυτήν την φορά να κάνει το ανέγγιχτο τραύμα κτήμα του. Υποτασσόμενος στο τραύμα του, τελικά να το υποτάξει…
Το όνειρο του έρωτα όμως υπηρετεί και μια άλλη ανάγκη που υπερβαίνει τις ψυχολογικές συνισταμένες της ανθρώπινης ύπαρξης. Πατάει πάνω τους στην αρχή για να θραφεί, να γιγαντωθεί και αργότερα να καρπίσει ουράνιες συνομιλίες, άρρητες ευωδίες.
Το όχημα του έρωτα βάζει την ψυχή στο δρόμο προς την Ιθάκη. Την αναγκάζει να αναμετρηθεί με Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, Χάρυβδες και Κίρκες, όχι για να συνθλιβεί στις μάχες, όπως στα δύσκολα της διαδρομής ο αναζητητής νομίζει. Μα για να πλουτίσουν τα αμπάρια της, να μεστώσει το βλέμμα της, να στραφεί από τα κάτω προς τα πάνω.
Ν’ ανοίξουν κι άλλο οι γήινες πληγές, να αιμορραγήσουν, να χτυπηθεί η ψυχή ως τα όρια της, κι άλλο ν’ ανοίξει. Να δει πεντακάθαρα πως το τραύμα, το πιο αρχαίο και βαθύ, δεν γιατρεύεται με την ευτέλεια της γήινης παρηγοριάς. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν είναι αυτήν η θεραπεία που η αλουστράριστη ψυχή ονειρεύεται.
Ο άνθρωπος ο ερωτικός κάποια στιγμή βαθιά πληγωμένος, όχι τόσο από τις μαχαιριές της μάνας και του πατέρα του, όπως μεγάλη μερίδα της ψυχολογίας πιστεύει, αλλά από την αστοχία της δικής του επιθυμίας, βλέπει κατάματα την φτώχια του. Αγγίζει στους λερωμένους και παραμορφωτικούς καθρέφτες των άλλων την σκουριά του χρόνου, την ματαιότητα της ανακύκλωσης των ατελέσφορων σχημάτων και αιτημάτων του.
Επιθυμεί ολόψυχα την σύνδεσή του με την Αληθή Επιθυμία και σηκώνει τα χέρια στον Ουρανό. Κι ο Ουρανός, που πάντα ετοιμάζει –ερωτικός κι αυτός- την μεγάλη συνάντηση, κάνει τον Έρωτα εχέγγυο λύτρωσης, μαγιά σχέσης και επιστέγασμα ελπίδας, πίστης και αγάπης.
Grigoris Vasileiadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου