Οφείλω να πω ότι είμαι αρκετά μεγάλη πια, για να θυμάμαι ακριβώς τι έκανα μικρή.
Θυμάμαι όμως τη μεγάλη σκούπα που γυάλιζε τα μωσαϊκά, τα προσεκτικά περασμένα με παρκετίνη. Το άνοιγμα του μπαουλοντίβανου για να βγουν από μέσα τα «καλά» κεντήματα. Το κερί για να γυαλίσουμε τα έπιπλα.
Τη μάνα μου κρεμασμένη από τα μεγάλα ξύλινα παραθυρόφυλλα, να προσπαθεί να καθαρίσει μες το χειμώνα με τη βούρτσα και τον κουβά.
Θυμάμαι την μεγάλη πήλινη λεκάνη που φτιάχναμε τα γλυκά. Τη μυρωδιά από το φρέσκο ζεστό βούτυρο, τη ζάχαρη άχνη, τα καρύδια που σπάζαμε με τις ώρες, τα κουτιά με το μέλι και το φούρνο που δούλευε υπερωρίες.
Το τραπέζι την ημέρα των Χριστουγέννων, τόσο φορτωμένο, που δεν χώραγε πάνω του ούτε χαρτοπετσέτα.
Το χαρτζιλίκι που μαζεύαμε από τα κάλαντα διαχωρίζοντας τους γνωστούς (που όφειλαν να δώσουν περισσότερα) με τους αγνώστους που τότε ήταν οι λιγότεροι.
Θυμάμαι εκείνα τα παπούτσια (από τότε παπούτσια ζήταγα), τοποθετημένα δίπλα στο μαξιλάρι μου τουλάχιστον μια εβδομάδα μετά.
Ξύπναγα μέσα στη νύχτα, άνοιγα προσεκτικά το κουτί να βεβαιώσω ότι ήταν αληθινά, τα θαύμαζα για μια ακόμη φορά και μετά ξανακοιμόμουν ήσυχη. Τότε δεν παίρναμε εύκολα δώρα. Το όποιο δώρο ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Η ζωή μας περιστρεφόταν γύρω από αυτό, όλο το χρονικό διάστημα πριν το πάρουμε στα χέρια μας και όλο το διάστημα μέχρι να πάρουμε το επόμενο.
Είμαι αρκετά μεγάλη πια, αλλά αρχίζω και θυμάμαι.
Τα πάρτι παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Τα ψώνια στην αγορά, τα παπούτσια (ναι, αυτά τα παπούτσια) που αγόραζα μόνη μου πλέον, τις παρέες που δεν ήξερες ποια να πρωτοδιαλέξεις.
Η απαραίτητη ξεκούραση για το ξενύχτι, το φαγητό, τα ποτά, η ανεμελιά, το ξημέρωμα που σ έβρισκε ακόμα ντυμένη με τα ίδια ρούχα απ΄το βράδυ.
Και εκείνα τα τραπέζια που ήταν ακριβώς ίδια αλλά και απόλυτα διαφορετικά. Πριν ήταν δεδομένα, τώρα ήταν ζητούμενα.
Σου έλειπαν τα πρόσωπα, όχι τόσο τα φαγητά. Σου έλειπε το «μαζί», όχι τόσο το τι θα τρώγαμε. Μαλλιά με τις πρώτες λευκές τρίχες, πρόσωπα με τις πρώτες ρυτίδες, κουτιά με τα πρώτα σταθερά φάρμακα.
Εγώ τότε τα κοίταγα όλα αυτά, αλλά δεν τα έβλεπα.
Είχα μπροστά μου τους ανοιχτούς δρόμους, τη δυνατότητα των επιλογών, την αντοχή της ηλικίας μου.
Θυμάμαι τους γονείς μου που κοιμόντουσαν από νωρίς για να ανταπεξέλθουν στο φόρτο εργασιών των λίγων αυτών ημερών. Δεν άντεχαν πια όπως πριν.
Δεν καταλάβαινα γιατί δεν αντέχουν, δεν καταλάβαινα γιατί δεν ζούσαν τις γιορτές όπως πριν.
Είμαι αρκετά μεγάλη πια, και τα θυμάμαι όλα.
Τα θυμάμαι γιατί το παρελθόν αυτό δεν είναι παρελθόν πια. Είναι σχεδόν παρόν. Και εγώ για κάποια χρόνια (αρκετά) δεν έζησα γιορτές.
Δεν άλλαζε τίποτα που ήταν Χριστούγεννα, δεν άλλαζε κάτι που ερχόταν Πρωτοχρονιά.
Δεν υπήρχε καιρός, τρόπος, διάθεση για τραπέζια και φιέστες. Για εξόδους δίχως νόημα και για ξενύχτια χωρίς καρέκλα.
Έκανα Χριστούγεννα σε νοσοκομεία και Πρωτοχρονιές δίπλα σε κρεβάτια. Έφτιαχνα φαγητό για να φάμε, και όχι για να διασκεδάσουμε τρώγοντας.
Έπεφτα για ύπνο πριν την αλλαγή του χρόνου για να μη ζήσω εκείνο το ένα δευτερόλεπτο της ξαφνικής χαράς που δεν μπορούσα να φέρω.
Τα ποτήρια του κρασιού δεν ήταν δύο. Το φαγητό δεν στρωνόταν σε τραπέζι. Τα γλυκά τα πλήρωνα και δεν προλάβαιναν ποτέ να φαγωθούν πριν πεταχτούν.
Δέντρο δεν στολίστηκε. Ευτυχώς δεν μαζεύτηκε κιόλας.
Παπούτσια δεν αγοράστηκαν. Ούτε καν έπεσε το βλέμμα μου, με δικαιολογία τα εκτυφλωτικά φώτα της βιτρίνας.
Έγιναν οι γιορτές , κάποιες μέρες σαν όλες τις άλλες.
Αυτό με πείραζε περισσότερο από όλα. Ο πόνος που βίωνα προκειμένου να τις ξεχωρίσω.
Και αυτές – λες και το έκαναν επίτηδες – παρέμεναν τραγικά ίδιες.
Είμαι μεγάλη πια, και θέλω να φτιάξω καινούργιες αναμνήσεις.
Θέλω να κλείσω τον κύκλο και να ξαναμπώ στην αρχή του.
Να κάνω ότι είναι δυνατόν για να βιώνω τις γιορτές με τον καλύτερο τρόπο χωρίς να γίνεται αυτοσκοπός. Να χαίρομαι γιατί υπάρχει χαρά και να λυπάμαι γιατί υπάρχει λύπη. Όχι συνειδητά. Όπως έρχεται.
Κάποιες γιορτές θα είναι καταπληκτικές , κάποιες άλλες θα είναι άθλιες. Κάποιες θα τις ζω και κάποιες θα τις προσπερνάω.
Ένα μόνο θα φροντίσω να θυμάμαι πάντα.
Εκείνα τα παπούτσια μου έπαιρνα δώρο, εκείνα τα παπούτσια που αγόραζα, και αυτά τα άλλα που δεν κατάφερα να αγοράσω ποτέ, είναι όλα «τα δικά μου» παπούτσια.
Δήμητρα Καφρομάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου