Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Πείραμα κατά του στρες


Ερευνητές είχαν σχεδιάσει ένα πολύ απλό πείραμα για να δοκιμάσουν ένα νέο φάρμακο κατά του στρες.
Έκλεισαν έναν πίθηκο σε κλουβί κι ύστερα έφερναν ένα σκύλο που γύριζε γύρω απ’ το κλουβί του γρυλλίζοντας. Φυσικά και φοβόταν ο πίθηκος και το επίπεδο των ορμονών του στρες στο αίμα του ανέβαινε ραγδαία.

Έφεραν τότε ένα δεύτερο πίθηκο, και του οποίου του έδωσαν το φάρμακο κατά του στρες, και τον έβαλαν μαζί με τον πρώτο. Ξανάβαλαν πάλι το σκύλο να τριγυρίζει το κλουβί.
Διαπίστωσαν κατόπιν ότι ο πίθηκος που είχε πάρει το φάρμακο δεν παρουσίαζε αντίδραση στρες. Είναι αποτελεσματικό το φάρμακο λοιπόν, σκέφτηκαν οι ερευνητές.

Όμως αυτό κράτησε μόνο μέχρις ότου μέτρησαν και το επίπεδο των ορμονών στρες του πιθήκου που είχε μπει πρώτος στο κλουβί και δεν είχε πάρει ηρεμιστικό χαπάκι: ούτε και σ’ αυτόν υπήρχε πια μετρήσιμη αντίδραση στρες. Τότε έβγαλαν το δεύτερο πίθηκο πάλι απ’ το κλουβί, έφεραν το σκύλο και η αντίδραση στρες εμφανίστηκε πάλι.

Άφησαν να περάσει μια μέρα κι έκαναν όλη τη διαδικασία πάλι απ’ την αρχή. Αυτή τη φορά δεν έδωσαν στο δεύτερο πίθηκο ηρεμιστικό χαπάκι. Όλα κύλησαν όπως την προηγουμένη. Όταν ένας πίθηκος ήταν μόνος μες το κλουβί , έβλεπε το σκύλο και φούντωνε μέσα του το στρες. Όταν βρισκόταν και οι δυο πίθηκοι μες στο κλουβί, όσο κι αν γρύλλιζε απ’ έξω ο σκύλος, δεν φοβόντουσαν πια.

Όταν έβαλαν δυο πιθήκους μαζί, που προέρχονταν από διαφορετικές αποικίες κι επομένως δε γνωρίζονταν, τότε δεν παρατηρείτο καταστολή της αντίδρασης στρες. Αυτό το κατάφερνε μόνο ο παλιός γνώριμος, ο καλός φίλος, όχι ένας οποιοσδήποτε πίθηκος. Αυτό πραγματικά δεν το περίμεναν οι ερευνητές.

Είχαν βρει επιτελούς το πιο σπουδαίο και πιο αποτελεσματικό αντίδοτο κατά του φόβου και του στρες για όλα τα κοινωνικά οργανωμένα θηλαστικά και ως εκ τούτου ιδιαιτέρως για τον άνθρωπο, ακριβώς αυτό δηλαδή που αυτοί και πολλοί άλλοι σ’ όλο τον κόσμο αναζητούσαν τόσο καιρό.

Μεμιάς εξηγούνταν πράγματα που πολλοί σήμερα ακόμη δεν εννοούν να καταλάβουν.
Σ’ εμάς τους ανθρώπους, δεν είναι ανάγκη, όπως στους πιθήκους, ο φίλος ή η φίλη να κάθεται οπωσδήποτε διπλά μας για να μας διώξει το φόβο.

Μας φτάνει να ξέρουμε πως υπάρχει κάποιος, ένας φίλος ή μια φίλη, μια μάνα, ένας παππούς, απλά κάποιος κοντινός μας άνθρωπος που μας σκέφτεται και θα κάνει ότι περνά απ’ το χέρι του για να μας βοηθήσει.

Φτάνει ίσως κι ένας σκύλος, μια γάτα ή ένα καναρίνι, κάτι το ζωντανό που να μπορούμε να του μιλάμε ακόμα και η μουσική ή μια ζωγραφιά που εσωτερικεύουμε να μας κάνει να νιώθουμε σαν από θαύμα την παράξενη αίσθηση μέσα μας να εξαφανίζεται.

Και πέρα απ’ όλα αυτά μπορούμε, όταν όλοι μας έχουν απογοητεύσει κι εγκαταλείψει, να πιστεύουμε. Μπορούμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιος που απλώνει προστατευτικά το χέρι του πάνω μας και θα μας δείξει το δρόμο.

Πως λέγεται αυτό το αίσθημα που είναι τόσο δυνατό ώστε να υπερνικά τον φόβο, που μπορεί να γίνει τόσο δυνατό ώστε να πάρει από τους ανθρώπους το μεγαλύτερο τους φόβο, το φόβο μπροστά στο θάνατο, που τους έκανε να τον ξεχάσουν και να κάνουν τραγουδώντας τα τελευταία τους βήματα, προτού ριχτούν απ’ τους βασανιστές τους στην πυρά ή καρφωθούν στο σταυρό;

Είναι το ίδιο αίσθημα που κάνει έναν άνθρωπο να πηδήξει σ’ έναν ορμητικό ποταμό για να σώσει ένα παιδί, ή να ορμίσει σ’ ένα σπίτι που καίγεται για να τραβήξει από μέσα τη γυναικά του, ή όταν πάει στον πόλεμο για να προφυλάξει την πατρίδα του από έναν υποτιθέμενο εχθρό.

Γιατί δεν έχουμε ένα όνομα γι’ αυτό το δυνατό αίσθημα;

Κάπου στο βάθος ξέρουμε πως μπορεί να ονομάζεται τα αίσθημα αυτό που υπερνικά το φόβο: είναι η αγάπη.

Ξέρουμε όμως επίσης ότι είναι λίγοι οι άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο που η ικανότητα τους ν’ αγαπούν φτάνει για ν’ αγκαλιάσει όλα όσα τους περιβάλλουν. Αυτοί δεν φοβούνται πια σχεδόν καθόλου.

Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως μπορούν ν’ αγαπούν μόνο ότι κατόρθωσε ν’ απωθήσει τους φόβους που είχαν στη ζωή τους μέχρι τώρα: συχνά αγαπούν τον εαυτό τους, τις δικές τους ικανότητες και επιτυχίες, ίσως μάλιστα και το αυτοκίνητο τους, ίσως εξακολουθούν ν’ αγαπούν τους γονείς τους, καμιά φορά το σύντροφο, σχεδόν πάντοτε τα παιδιά , ίσως ακόμα το σκύλο ή το άλογο τους.
Σπανιότερα περικλείει αυτή η αγάπη όλα εκείνα που αποκαλούμε “ο τόπος μου”, όπως τους γείτονες, το δάσος, τα πουλιά, τη φύση.

Μπορούμε όμως ν’ αγαπάμε και ιδέες και είδωλα, να μας συνεπαίρνουν ανεκπλήρωτα όνειρα, θρησκευτικές αντιλήψεις, πολιτικοί στόχοι και πολλά αλλά.

Όποτε όμως βρίσκει ένας άνθρωπος σ’ αυτό τον κόσμο κάτι πολύ συγκεκριμένο που τον βοηθά να κάνει το φόβο του πιο υποφερτό, έχει δημιουργήσει αμέσως στον εαυτό του ένα νέο φόβο. Είναι ο φόβος πως θα χάσει πάλι αυτό που αγαπά.

Μόλις νοιώσει πως κάποιος απειλεί να του πάρει αυτό που τόσο χρειάζεται για ν’ αντέξει, να ελέγξει όλες τις άλλες απειλές στη ζωή του, τότε ο φόβος του αυτός αποκτά ένα πολύ συγκεκριμένο όνομα: μίσος.

Γι’ αυτό και κάθε ανολοκλήρωτη αγάπη προκαλεί μίσος, οργή, επιθετικότητα, εχθρότητα, πόλεμο και δημιουργεί και πάλι φόβο, αυτή τη φορά σ’ εκείνους που είναι αποδέκτες του μίσους.


Όσο πιο λεπτό είναι το κάλυμμα της αγάπης και της επάρκειας που έχει βρει ένας άνθρωπος για να σκεπάσει τη μεγαλύτερη γύμνια του, δηλαδή τον απροκάλυπτο φόβο του, τόσο πιο έντονα και ασυμβίβαστα πρέπει να μισεί εκείνους που απειλούν να του πάρουν ακόμα και το πιο μικρό κομμάτι αυτού του καλύμματος που είναι γι’ αυτόν ζωτικής σημασίας, γιατί τον προστατεύει απ’ τις συνέπειες μιας ακραίας αντίδρασης στρες.

Αυτοί μπορεί να είναι κάποιοι άγνωστοι που θέτουν την ισχύουσα τάξη υπό αμφισβήτηση, ανταγωνιστές που απειλούν να πάρουν τη δική του θέση ή υφιστάμενοι που δε συμμορφώνονται με τις εντολές του. Μπορεί όμως να είναι και άτομα για τα οποία νιώθει υπεύθυνος, όπως ο σύντροφος, οι γονείς, τα παιδιά που προβάλλουν υπερβολικές απαιτήσεις ή που αμφισβητούν την εικόνα που έχει για τον εαυτό του. 

Και εναντία σ’ αυτούς που έχει την ανάγκη τους, σ’ αυτούς που βρίσκονται κοντά του μπορεί να στραφεί το μίσος ενός ανθρώπου, μόλις νιώσει ότι τον αποστρέφονται, ότι δεν είναι πια πρόθυμοι ή σε θέση να συνεχίσουν να του συμπαραστέκονται, όπως έκαναν μέχρι τότε, στην προσπάθεια να υπερνικήσει τους φόβους του.

Πολλές φορές αυτό το μίσος προς άλλους ανθρώπους εκφράζεται με τυφλή μανία καταστροφής ενάντια σε ότι έχει για κείνους κάποια ιδιαίτερη συναισθηματική αξία.

Ένας άνθρωπος μπορεί όμως και να νιώθει οργή και μίσος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό κι ίσως και ν’ αυτοτραυματίζεται, όταν νομίζει ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες τις δικές του ή άλλων, όταν διαπιστώσει ότι ο προστατευτικός μανδύας που εξασφάλισε για τον εαυτό του δεν επαρκεί για να του προσφέρει την ασφάλεια που χρειάζεται.

O φόβος μπορεί τότε μόνο να εκλείψει απ’ αυτόν τον κόσμο, όταν και εφόσον κάποτε όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνουν και ζουν έτσι, ώστε να μπορούν ν’ αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και ίσως τότε να μπορούν ν’ αγαπούν όλα όσα τους περιβάλλουν.



Πηγή : [“Βιολογία του φόβου”, Gerald Hüther, εδκ. Πολύτροπον, 2007


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου