Για να φέρεις κάποιον ή κάτι κοντά σου, αρκεί να φανταστείς ότι είναι κοντά σου. Μπορείς να το περιβάλλεις με χρυσό φως αν θέλεις. Αν το έχεις συλλάβει καθαρά στην σκέψη σου, όπου να΄ ναι φτάνει σα βενζινοκίνητο αμάξι…
«Λοιπόν, Ρίτσαρντ, είμαστε μαγνήτες, έτσι δεν είναι; Μάλλον όχι μαγνήτες - σίδηρος τυλιγμένος με χάλκινο σύρμα κι όποτε θελήσουμε να μετατραπούμε σε μαγνήτες μπορούμε. Διοχετεύουμε το εσωτερικό μας βολτάζ μέσω του σύρματος και ελκύουμε ότι θέλουμε.
Ο μαγνήτης δεν ενδιαφέρεται για το πώς λειτουργεί. Είναι αυτό που είναι και από τη φύση του ελκύει ορισμένα πράγματα ενώ σ’ άλλα δεν ασκεί καμιά επίδραση.
Έβαλα στο στόμα μου μερικά τσιπς και γύρισα και κοίταξα συνοφρυωμένος. «Κάτι ξέχασες να μου πεις. Με ποιο τρόπο μπορώ να το κάνω αυτό;»
«Τίποτα δεν έχεις να κάνεις. Πρόκειται για φυσικό νόμο, μην το ξεχνάς. Τα όμοια έλκονται. Να είσαι απλώς αυτός που είσαι, ήρεμος και φυσικός.
Να δείχνεις τον πραγματικό εαυτό σου. Κι όταν είμαστε φυσικοί και ατόφιοι, και ρωτάμε κάθε λεπτό τον εαυτό μας: “αυτό είναι πράγματι που θέλω να κάνω;” και κάνουμε αυτό το κάτι μόνο όταν η απάντησή μας είναι ναι, αυτόματα εκείνοι που δεν έχουν τίποτα να μάθουν από ανθρώπους σαν κι εμάς μένουν αδιάφοροι, ενώ προσελκύονται εκείνοι που έχουν κάτι να μάθουν κι από τους οποίους κι εμείς έχουμε κάτι να μάθουμε».
«Αυτό όμως απαιτεί πολλή πίστη και υπομονή και στο μεταξύ ζεις μόνος».
Με κοίταξε παράξενα, δαγκώνοντας το σάντουιτς που κρατούσε.
Ανοησίες. Δεν απαιτεί καθόλου πίστη. Φαντασία απαιτεί.
Άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι που βρισκόταν ανάμεσά μας, τραβώντας στην άκρη τη σάλτσα, τις τηγανητές πατάτες, τα πιρούνια και τα μαχαίρια, ενώ εγώ τον κοιτούσα απορημένος, περιμένοντας να δω πού το πήγαινε και τι επρόκειτο να κάνει.
«Αν έχεις φαντασία σαν κόκκο σουσαμιού», είπε σπρώχνοντας με το δάχτυλο ένα τέτοιο κόκκο και φέρνοντάς τον στη μέση του τραπεζιού, «όλα είναι δυνατά».
Κοίταξα πρώτα το σουσάμι και μετά εκείνον.
«Νομίζω πως θα ‘ταν καλύτερα αν κανονίζατε μια συνάντηση όλοι οι Μεσσίες και καταλήγατε σε μια συμφωνία. Γιατί απ’ ότι ξέρω ο Χριστός είπε αν είχατε πίστη σαν κόκκο σινάπεως…»
«Όχι, ήθελα να το διορθώσω αυτό από τότε, πριν παραιτηθώ από το ρόλο του Μεσσία, αλλά θα ήταν δύσκολο να το καταλάβουν. Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, δεν υπήρχε η λέξη φαντασία κι η λέξη πίστη ήταν η καλύτερη που μπορούσαν να βρουν. Ούτε και σουσάμι είχαν τότε.
Έτυχε να ξέρω πως υπήρχε σουσάμι τότε, αλλά προτίμησα ν’ αφήσω αυτό το ψεματάκι να περάσει απαρατήρητο.
«Ας πούμε λοιπόν πως φαντάζομαι μια όμορφη και μυαλωμένη γυναίκα στο χωράφι όπου έχουμε τ’ αεροπλάνα μας, στο Ταραγκόν του Ιλλινόις. Μπορώ βέβαια να το κάνω, αλλά τι θα βγει μ’ αυτό, αφού θα πρόκειται απλώς για φαντασία.
Κοίταξε προς τον ουρανό μ’ ένα απελπισμένο ύφος. Από πάνω μας βέβαια δε φαινόταν ο ουρανός αλλά το ταβάνι του μπαρ με τον ψυχρό του φωτισμό. «Θα πρόκειται απλώς για φαντασία, ε;» ναι βέβαια θα πρόκειται για φαντασία.
Αφού αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά φαντασία, το ξέχασες;
Όπου είναι η σκέψη σου εκεί είναι οι εμπειρίες σου.
Ο άνθρωπος είναι αυτό που σκέφτεται πως είναι.
Εκείνο που φοβάμαι το παθαίνω.
Σκέψου και γίνε πλούσιος.
Δημιουργικός οραματισμός για ψυχαγωγία και κέρδος.
Πώς να κάνεις φίλους με το να είσαι αυτός που είσαι.
Η φαντασία σου δεν αλλάζει την πραγματικότητα ούτε κατά το ελάχιστο.
Μιλάμε για κόσμους της Γουώρνερ Μπρος και της Μέτρο-Γκόλντεν-Μάγερ που το καθετί σ’ αυτούς είναι ψευδαίσθηση και φαντασία, για όλα εκείνα τα όνειρα και τα σύμβολα που πλάθουμε για τους εαυτούς μας όλοι εμείς πού ονειρευόμαστε στο ξύπνιο μας.
Τοποθέτησε το πιρούνι και το μαχαίρι του με τέτοιο τρόπο σαν να ‘θελε να φτιάξει γέφυρα ανάμεσά μας. «Αναρωτιέσαι τι συμβολίζουν τα όνειρά σου; Ρίξε μια ματιά στα έργα σου όταν είσαι ξύπνιος και ν’ αναρωτηθείς τι συμβολίζουν εκείνα. Εσύ, για παράδειγμα με τ’ αεροπλάνα σου που κάθε τόσο αλλάζεις τόπο διαμονής».
«Ναι, Ντόναλντ, λοιπόν;» Προτιμούσα να κάνει σιγότερα, να μου τα λέει λίγα-λίγα.
Ένα χιλιόμετρο την ώρα είναι μεγάλη ταχύτητα για καινούριες ιδέες.
«Αν ονειρευόσουν αεροπλάνα, τι θα σήμαινε αυτό για σένα;» με ρώτησε.
«Ελευθερία. Τα όνειρα για αεροπλάνα σημαίνουν απόδραση, πέταγμα, κι απελευθέρωση του εαυτού μου».
«Πώς αλλιώς να σου το εξηγήσω. Το όνειρο που βλέπεις ξύπνιος και που θεωρείς πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα.
Η επιθυμία σου να απελευθερωθείς απ’ όλα εκείνα τα πράγματα που σε αλυσοδένουν - τη ρουτίνα, την εξουσία των άλλων, την πλήξη, τη βαρύτητα - εκφράζεται με το να έχεις αεροπλάνο. Εκείνο που δεν έχεις καταλάβει είναι πως είσαι κιόλας ελεύθερος και πως πάντα ήσουν. Φαντασία χρειάζεται, λοιπόν, τίποτε άλλο. Τι λες γι’ α υτό;» ‘
Η σερβιτόρα που ήταν λίγο πιο πέρα και σκούπιζε τα πιάτα, γύριζε κάπου-κάπου και του έριχνε ματιές γεμάτες περιέργεια, τεντώνοντας το αυτί της για ν’ ακούσει καλύτερα τι έλεγε.
«Ώστε ποτέ δε νιώθεις μοναξιά, Ντόναλντ;» ρώτησα πάλι.
«Όχι, εκτός αν θέλω. Έχω φίλους από άλλα μήκη και πλάτη, που βρίσκονται κοντά μου από καιρού σε καιρό. Κι εσύ το ίδιο».
«Όχι, εννοώ απ’ αυτόν εδώ το φανταστικό κόσμο. Δώσε μου ένα χειροπιαστό παράδειγμα σχετικά με όσα μου είπες για το μαγνητισμό που διαθέτουμε, ένα μικρό θαύμα… θέλω να το μάθω αυτό».
«Δοκίμασε μόνος σου», αποκρίθηκε. «Για να φέρεις κάποιον ή κάτι κοντά σου, αρκεί να φανταστείς ότι είναι κοντά σου».
«Σαν τι; Εκείνη την ωραία κοπέλα, για παράδειγμα;»
«Οτιδήποτε. Όχι την κοπέλα. Κάτι μικρό πρώτα».
«Υποτίθεται πως εξασκούμαι τώρα;»
«Ναι».
«Εντάξει… Ένα γαλάζιο φτερό».
Με κοίταξε παραξενεμένος. «Γαλάζιο φτερό, Ρίτσαρντ;»
«Μου είπες οτιδήποτε, κάτι μικρό».
Ανασήκωσε τους ώμους. «Εντάξει, ένα γαλάζιο φτερό. Φαντάσου το φτερό. Δες με τη φαντασία σου κάθε του λεπτομέρεια, κάθε γραμμούλα και γωνιά του. Μόνο για ένα λεπτό. Μετά άφησέ το».
Έκλεισα για ένα λεπτό τα μάτια μου κι είδα με τη φαντασία μου την εικόνα ενός φτερού, δέκα εκατοστά μήκος, σε γαλάζιο και ασημί χρώμα, ένα φωτεινό φτερό να αιωρείται μέσα στο σκοτάδι.
«Μπορείς να το περιβάλλεις με χρυσό φως, αν θέλεις», μου είπε ο Ντόναλντ.
Το φαντάστηκα μέσα σε χρυσές φλόγες. «Εντάξει», είπα.
«Αυτό είναι. Τώρα άνοιξε τα μάτια σου».
Τα άνοιξα. «Πού είναι το φτερό;» τον ρώτησα μη βλέποντας τίποτα.
«Αν το έχεις συλλάβει καθαρά στη σκέψη σου όπου να ‘ναι φτάνει σα βενζινοκίνητο αμάξι».
«Το φτερό; Σαν αμάξι;»
«Ακριβώς, Ρίτσαρντ».
Όλο το απόγευμα περίμενα να εμφανιστεί το φτερό αλλά μάταια. Ήταν η ώρα του δείπνου κι έτρωγα ένα ζεστό σάντουιτς με γαλοπούλα όταν το είδα τελικά. Ήταν μια εικόνα και μια μικρή επιγραφή στο κουτί του γάλατος.
«Συσκευασμένο από τις κτηνοτροφικές επιχειρήσεις Γαλάζιο φτερό, Μπράϊαν Οχάιο».
«Ντόναλντ, το φτερό μου!» φώναξα.
Γύρισε και το είδε. «Εγώ νόμιζα πως ήθελες πραγματικό φτερό», είπε.
«Για ένα αρχάριο καλό είναι κι αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Στη φαντασία σου είδες μόνο το φτερό ή είδες και τον εαυτό σου να το κρατά;»
«Μόνο το φτερό».
«Έτσι εξηγείται. Αν θέλεις να είσαι μαζί μ’ εκείνο που προσπαθείς να μαγνητίσεις, πρέπει να βάλεις και τον εαυτό σου στην εικόνα. Με συγχωρείς που δε σου το είπα».
Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα παράξενο συναίσθημα. Τα κατάφερα. Είχα καταφέρει να μαγνητίσω το πρώτο πράγμα. «Σήμερα ένα φτερό», είπα, «αύριο τον κόσμο».
«Πρόσεξε Ρίτσαρντ», με προειδοποίησε μ’ ένα περίεργο ύφος, «για να μην το μετανιώσεις». (Προσέχουμε πολύ καλά τι ζητάμε, γιατί σίγουρα θα το αποκτήσουμε!)
Απόσπασμα από το βιβλίο του Richard Bach “Ψευδαισθήσεις”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου