Μην μιλάς παντού μωρέ.
Μα έτσι ήμουν πάντα, τώρα θ’ αλλάξω;
Τι κατάλαβε;
Δεν με νοιάζει τι κατάλαβε ή τι θα καταλάβει, αρκεί που κατέληξα εγώ.
Και που κατέληξες δηλαδή;
Ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που δεν μπορούν να δουν πέρα απ’ την μύτη τους, απαίδευτοι, που τσαλακώνουν τον εαυτό τους, που κουβαλούν το φορτίο τους σαν έναν βαρύ σταυρό. Που δεν σήκωσαν τα μάτια τους να κοιτάξουν πέρα απ’ το δικό τους φορτίο, γιατί το ισοζύγιο τους είναι η μοναδική τους ποινή.
Γιατί η πραγματική ευαισθησία δεν κλείνεται στο ”εγώ”. Ακούς ”δεν είμαι καλά”, ναι δεν είσαι, αλλά και ποιος στην ουσία είναι; Όλοι κάτι έχουν, όλοι με κάτι παιδεύονται, όλοι με κάτι ματώνουν.
Και τι μ’ αυτό; Μόνο ο δικός σου πόνος αξίζει νομίζεις; Υπάρχει τόσος πόνος τριγύρω σου. Αν δεν τον είδες, είναι γιατί δεν έχεις τα μάτια της ψυχής, που εγώ υποκλίνομαι στο μεγαλείο της.
Τις ψυχές που σέρνονται στην σκιά τους δεν τις γουστάρω. Γουστάρω την ψυχή που έχει υπόβαθρο, που δεν γονατίζει απ’ τις κακοτοπιές.
Και χτύπα ένα χαστούκι στην αυτοπεποίθηση που δεν είχες ποτέ, μπας και την συναντήσεις. Ρίξε κι ένα χαστούκι στην μοίρα σου, που την άφησες στην τύχη της, μπας και ξυπνήσεις. Είμαι σκληρή, το ξέρω, αλλά έτσι δεν είναι η ζωή μωρέ; Ποιος σου είπε ότι θα ήταν καλή μαζί σου;
Τον δρόμο μας τον διαλέγουμε εμείς κι όχι οι άλλοι για εμάς. Κι επειδή εγώ δεν χαλαλίζω το σάλιο και την ψυχή μου έτσι τυχαία, εύχομαι να θυμάσαι τα λόγια μου. Με αγάπη.
Ηρώ Αναστασίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου