Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας άνθρωπος μοναδικά χαρισματικός. Για την ακρίβεια, όλο το μυαλό του κόσμου συγκεντρωνόταν στο μικρό του κεφάλι. Κάθε πρωί στεκόταν με περίσσεια περηφάνια μπροστά από τον καθρέφτη του και συμφωνούσε απόλυτα με το είδωλό του πως από το στόμα του εκτοξεύονται σπάνια διαμάντια κι από τα χέρια του χτίζονται ολόχρυσα παλάτια.
Ένα βράδυ παραμέρισε τη φυσική του συστολή και κάλεσε πλήθος κόσμου στην πλατεία της πόλης. Με περισπούδαστο ύφος τους ανακοίνωσε πως απένειμε στην αφεντιά του τον τίτλο του απόλυτου σοφού. Οι άνθρωποι για λίγο σιώπησαν.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους διστακτικά μα γρήγορα συμπέραναν πως χρειάζονταν όσο τίποτα έναν καθοδηγητή στη ζωή τους. Επευφήμησαν, μάλιστα, τον σοφό για την πρόθεση του να προσφέρει ανιδιοτελώς τις πνευματικές του υπηρεσίες στην κοινότητα.
Από το ίδιο κιόλας βράδυ, ο φωτεινός μας παντογνώστης έπιασε δουλειά αφού ένας γείτονας χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του, έπεσε στα γόνατά του και τον ικέτεψε να σώσει τον γάμο του.
Ο σοφός του προσέφερε κοκτέιλ για να χαλαρώσει και τον προέτρεψε να κάτσει αντικριστά του στην αναπαυτική πολυθρόνα. Αφού άκουσε προσεχτικά την διήγηση, προέβη στην ετυμηγορία του : «Οι μεγάλες αγάπες δε γνωρίζουν φουρτούνες. Εάν έφτασε στο σημείο να επιθυμεί διάλειμμα από τον έρωτά σας, τότε το γυρισμό της μη λογαριάζεις.»
Ο θλιμμένος άντρας ξαφνιάστηκε. Διστακτικά έκανε λόγο για τη δυνατότητα του ανθρώπου να συγχωρεί, να αναθεωρεί και ν’ αλλάζει. Ωστόσο ο φωστήρας υπήρξε ανένδοτος. «Ο στραβός χαρακτήρας ποτέ του δεν ισιώνει», απεφάνθη.
Ύστερα προσκάλεσε κοντά του τη γλυκιά του σύζυγο. Την αγκάλιασε με υπερχειλίζουσα τρυφερότητα κι είπε στον μαθητή του : «Μακάρι να σμίξεις κάποτε με μια τέτοια γυναίκα. Μα θα αποδειχθεί κομματάκι δύσκολο καθώς δε διαθέτεις στάλα του κοφτερού μυαλού μου για να ζυγίσεις τα υπέρ και τα κατά κάθε υποψήφιας νύφης.»
«Ο έρωτας νοείται για κάτι παραπάνω από αριθμητική πράξη», τόλμησε να ψελλίσει ο μελαγχολικός άντρας. «Μη γίνεσαι ισχυρογνώμων», τον μάλωσε ο σοφός.
Πράγματι, ο γείτονας υπέκυψε στις διδαχές αφού ουδείς ύψωσε ποτέ το ανάστημά του στην αυθεντία.
O σοφός, λοιπόν, συνέχισε να μοιράζει γενναιόδωρα τις συμβουλές του. Βάφτιζε τους ανήσυχους ανισόρροπους, τους ιδεαλιστές αιθεροβάμονες και τους επαναστάτες τρομοκράτες.
Άνοιξε κάποτε κι ένα σχολείο για πετυχημένους γάμους. Γρήγορα ανέπτυξε τον περίφημό του αλγόριθμο, που απεδείκνυε ότι σε μια αξιοπρεπή σχέση ο άντρας πρέπει απαραιτήτως να είναι μεγαλύτερος από τη γυναίκα.
Εκείνος, βλέπετε, με τα χρόνια ωριμάζει σαν το παλιό, καλό κρασί ενώ η συμβία του απλώς γερνά. Προκειμένου μάλιστα να προλάβει τις αντιδράσεις των κακοπροαίρετων, ο φωστήρας μας έσπευσε να διευκρινίσει πως ο ίδιος νοείται υπέρμαχος της ισότητας των δύο φύλων αλλά οι αμείλικτοι κανόνες της φύσης απαιτούν καθολικό σεβασμό.
Οι πολίτες ένιωθαν δυστυχισμένοι, εγκλωβισμένοι στα αυστηρά πρέπει και στη ψυχαναγκαστική τελειότητα των προκαθορισμένων μονοπατιών. Εύχονταν, έστω για μια φορά, να μπορούσαν να στρίψουν στο λάθος δρόμο κι ίσως ακόμη και να χαθούν στα σοκάκια του, μήπως και έτσι ξαναβρούν τον εαυτό τους.
Ωστόσο, ο σοφός αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη. Οι χειραγωγοί, άλλωστε, ανέκαθεν τρέφονταν από την ανασφάλεια του κόσμου κι από την αδυναμία του ν’ αναλάβει την ευθύνη του πεπρωμένου του.
Ώσπου μια μέρα στην κεντρική βιβλιοθήκη της πόλης μυστηριωδώς εμφανίστηκε ένα παραμύθι που έντυνε τον σοφό με όσους χαρακτηρισμούς απέδιδε κατά καιρούς στους συμπολίτες του.
Αυτός τότε θύμωσε για τα καλά, παρόλο που ανέκαθεν υπερηφανευόταν για την εξαίρετη ικανότητά του στη διαχείριση της οργής.
Τις νύχτες, λοιπόν, έμπαινε κρυφά στη βιβλιοθήκη κι έσκιζε τις σελίδες. Μα – ένα αλλόκοτο πράγμα – το επόμενο πρωί αυτές όχι μόνο κολλούσαν ξανά στη θέση τους αλλά αυγάτιζαν κιόλας.
Κάποιο απόγευμα, ο αγανακτισμένος σοφός κάλεσε τους ανθρώπους στην κεντρική πλατεία της πόλης προκειμένου να καταστρωθεί σχέδιο εξόντωσης του μαγικού αναγνώσματος.
Τόνισε, μάλιστα, ότι δέχεται μια άνανδρη επίθεση και διευκρίνισε πως όσοι αρέσκονται να αποδίδουν ετικέτες στις ψυχές αποτελούν απειλή για την υγιή κοινωνία και τουτέστιν πρέπει να τιμωρούνται παραδειγματικά.
Την πύρινη ομιλία του διέκοψε ένας παραμυθάς που είχε πρόσφατα καταφτάσει στον τόπο:
«Αγαπητέ μου στα μέρη ετούτα λογαριάζεσαι για σοφός όμως στη ζωή μου ουδέποτε συνάντησα έναν σπουδαίο άνθρωπο που κάθε γνώση να την κατέχει, οτιδήποτε διαφορετικό να το κρίνει και την ατομική οπτική της αλήθειας να ονομάζει πραγματικότητα. Μην κακιώνεις λοιπόν με το παραμύθι γιατί αυτό που σε ενοχλεί μέσα σου κατοικεί. Οι σελίδες δεν επιθυμούν να σε εκδικηθούν μα να σε διδάξουν».
Το πλήθος τότε χειροκρότησε παρατεταμένα τον παραμυθά. Αποφάσισε πως στο εξής δε θα προσκυνά τις αυθεντίες και δεν θα τρέμει την ελευθερία. Κι επιτέλους αντελήφθη πως δεν υπάρχουν σωστές και στραβές επιλογές αλλά μονάχα χιλιάδες δρόμοι που οδηγούν στην προσωπική εξέλιξη.
Κάθε δρόμος ένα μάθημα κι ένα δώρο, ένα εμπόδιο κι ένας θρόνος, ένας απολογισμός και μια ευκαιρία.
Ο σοφός, απογοητευμένος από τους άμυαλους συμπολίτες του, εγκατέλειψε οριστικά τον τόπο του. Από τότε τα παραμύθια τον κυνηγούν κι εκείνος σιωπηλά τα φθονεί. Από τις αλληγορίες τους πασχίζει ν’ απαλλαγεί μα είναι η σκιά του αυτή που ακόμη επίμονα τον ακολουθεί.
Photo: Author/Depositphotos
Συγγραφέας Κατερίνα Τσιτούρα - enallaktikidrasi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου