Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τους εχθρούς με τα κουρελιασμένα ρούχα.
Τους φίλους που ερχόντουσαν καλοραμμένοι φοβήθηκα.
Ποτέ μου δεν φοβήθηκα το βρώμικο στόμα και τα σάπια δόντια.
Την διπροσωπία πίσω από το αστραφτερό χαμόγελο και το άγγιγμα στο μάγουλο φοβήθηκα.
Γιατί αυτά με πρόδωσαν.
Αυτά με φίλησαν σαν άλλος Ιούδας.
Ποτέ μου δεν φοβήθηκα αυτούς που με σκουντούσαν να δούνε εάν ξεψύχησα.
Αυτούς που μου έφερναν νερό με το παγουράκι τους όμως τους έτρεμα.
Αυτοί φοβόντουσαν μήπως ακόμα ήμουνα ζωντανή.
Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τον επαίτη αλλά τον φιλάνθρωπο.
Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τους κόμπους, τους ροζ φιόγκους πάντα φοβόμουνα.
Δεν με σκιάζανε οι μπόρες και οι αστραπές αλλά το ουράνιο τόξο μετά την βροχή με μελαγχολούσε.
Αυτό έκρυβε την επόμενη καταιγίδα.
Ποτέ μου δεν χτύπησα κανέναν κάτω από την μέση.
Τους χτυπούσα στο πρόσωπο την ώρα που έβλεπα τα μάτια τους και εκείνοι τα δικά μου.
Ποτέ μου δεν πολέμησα κάποιον όταν ήταν άρρωστος.
Τον πολέμησα όταν ήταν γερός και μέτραγε στα μάτια μου για αντίπαλος.
Ποτέ μου δεν σήκωσα την φούστα μου για να πετύχω τους σκοπούς μου.
Φορούσα την περηφάνια μου με καμάρι και κλώτσαγα όσους πήγανε να την τσαλαπατήσουν.
Εγω ποτέ μου δεν λέω ''Δεν πλήγωσα κανέναν ''..
Θα ήτανε ανέντιμο να το υποστηρίξω.
Πλήγωσα και πληγώθηκα παλεύοντας όμως, μόνο με την μαγεμένη μου καρδιά που δεν ήξερε να μετράει καλά τους χτύπους.
Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τους νεκρούς αλλά τους μισοπεθαμένους.
Δεν με πρόδωσαν οι άγνωστοι, αλλά οι δικοί μου άνθρωποι.
Δεν με πούλησαν σε ένα παραμύθι πολύ φτηνά οι κακές μάγισσες, αλλά οι καλές νεράιδες.
Εμένα που λες, δεν με φοβίζουν οι ανθρωποκτονίες ούτε τα αίματα.
Με φοβίζουν οι θυσίες και τα δάκρυα.
Γιατί όσες φορές έχω πεθάνει, δεν έγινε από την σφαίρα ενός κυνηγού, αλλά του αδελφού μου που κρατούσε το όπλο και ξαφνικά εκπυρσοκρότησε.
- Ο καλός, ο κακός και ο προδότης.
Άσχημοι δεν υπάρχουν –
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου