Σε ένα χωριό της Ιαπωνίας φύτρωνε μια τεράστια ιτιά. Για γενιές και γενιές οι κάτοικοι τη λάτρευαν. Τα παιδιά σκαρφάλωναν πάνω της, τα καλοκαίρια μετά τη δουλειά οι μεγαλύτεροι μαζευόντουσαν και δροσίζονταν στη σκιά της, οι ερωτευμένοι αντάλλασαν όρκους αιώνιας αγάπης κάτω από τα κλαδιά της, οι ταξιδιώτες ξαπόσταιναν ακουμπώντας στον κορμό της. Το χειμώνα η ιτιά έμοιαζε με μισάνοιχτη ομπρέλα καλυμμένη με αστραφτερό χιόνι.
Κοντά στην ιτιά ζούσε ο Χεϊτάρο, ένας νεαρός αγρότης, που επειδή όλη του τη ζωή είχε ζήσει δίπλα στο δέντρο το σεβόταν και είχε καλλιεργήσει βαθιά επικοινωνία μαζί του.
Ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπε όταν ξυπνούσε το πρωί και όταν το βράδυ γυρνούσε από τα χωράφια αναζητούσε με το βλέμμα τη γνώριμη μορφή της. Κάποιες φορές έκαιγε θυμίαμα κάτω από τα κλαδιά της, γονάτιζε και προσευχόταν.
Μια μέρα, τον πλησίασε ένας γέροντας του χωριού και του είπε ότι οι χωρικοί ήθελαν να χτίσουν ένα γεφύρι πάνω από το ποτάμι και ότι για την κατασκευή του χρειαζόντουσαν το ξύλο της ιτιάς.
«Το αγαπημένο μου δέντρο να γίνει γέφυρα που θα πατούν πάνω της όλη την ώρα;» είπε έντρομος ο Χεϊτάρο.
«Ποτέ δεν θα το επιτρέψω αυτό γέροντα! Μ’ ακούς; Ποτέ!»
Όταν ανέκτησε την ψυχραιμία του ο Χεϊτάρο πρότεινε στο γέροντα να χρησιμοποιήσουν οι χωρικοί κάποια από τα δικά του δέντρα ώστε να σωθεί η αιωνόβια ιτιά.Και πράγματι.
Καθώς όλοι θαύμαζαν το υπέροχο δέντρο, συμφώνησαν και η ιτιά συνέχισε να δεσπόζει στο χωριό.Μια νύχτα, εκεί που ο Χεϊτάρο ξαπόσταινε κάτω από το δέντρο, είδε ξαφνικά μια όμορφη γυναίκα να στέκεται δίπλα του και να τον κοιτάζει ντροπαλά, σαν να ήθελε κάτι να του πει.
Αφού υποκλίθηκε με σεβασμό είπε:
«Αξιότιμη κυρία, φαίνεται πως περιμένεις κάποιον που αγαπάς. Θα φύγω για να σας αφήσω μόνους».
«Δεν θα έρθει», είπε η γυναίκα χαμογελώντας.
«Δεν σ’ αγαπάει πια; Αχ, πόσο φριχτή είναι η ψεύτικη αγάπη που φεύγοντας αφήνει πίσω της μονάχα στάχτες!»
«Κάθε άλλο, ευγενικέ άρχοντα».
«Τότε γιατί δεν έρχεται; Τι παράξενο μυστήριο είναι αυτό;»
«Μα εδώ είναι! Η καρδιά του ανέκαθεν ήταν εδώ, κάτω από την ιτιά».
Και με ένα λαμπερό χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της, η γυναίκα εξαφανίστηκε. Ο Χεϊτάρο δεν μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Ήταν ερωτευμένος. Το επόμενο πρωί έφυγε νωρίς για τα χωράφια. Δούλεψε σκληρά εκείνη τη μέρα προσπαθώντας να ξεχάσει τη γυναίκα που είχε συναντήσει στην ιτιά. Επιστρέφοντας στο σπίτι του το βράδυ, την είδε ξανά!
Τον πλησίασε και τον χαιρέτησε ευγενικά. «Καλωσόρισες! Θα πρέπει να είσαι κουρασμένος. Έλα να ξαποστάσεις κάτω από τα κλαδιά της ιτιάς που τόσο πολύ αγαπάς».
Ο Χεϊτάρο δέχτηκε και με την ευκαιρία της εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Κάθε νύχτα συναντιόντουσαν κάτω από την ιτιά. Η συστολή της γυναίκας είχε εξαφανιστεί και δεν χόρταινε να ακούει τoν Χεϊτάρο να πλέκει ξανά και ξανά το εγκώμιο του δέντρου που τους φιλοξενούσε κάτω από τα φύλλωμά του.
«Μικρή μου, που μοιάζεις σα να βγήκες από την ιτιά», της είπε ένα βράδυ, «θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»
«Μετά χαράς», απάντησε η γυναίκα που κανένας στο χωριό δεν είχε δει. «Μπορείς να με φωνάζεις Χίνγκο (που σημαίνει ιτιά). Υπάρχει μόνο ένας όρος. Δεν θα με ρωτήσεις ποτέ για τους γονείς ή για τους φίλους μου. Δεν έχω κανέναν. Εγώ σου υπόσχομαι ότι θα είμαι μια καλή και πιστή σύζυγος που θα σε αγαπά ολόψυχα. Μια μέρα θα καταλάβεις».
Ο Χεϊτάρο και η Χίνγκο παντρεύτηκαν και σε λιγότερο από ένα χρόνο απέκτησαν ένα γιο που τον ονόμασαν Τσιγιόντο. Το σπιτικό τους ήταν λιτό αλλά το ζευγάρι ήταν το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι σε όλη την Ιαπωνία. Μια μέρα έφτασαν νέα στο χωριό.
Ο πρώην αυτοκράτορας Τόμπα είχε αποφασίσει να χτίσει στο Κιότο ένα ναό προς τιμή της θεάς της ευσπλαχνίας, Κουάν Γιν και για το λόγο αυτό έστειλε υλοτόμους σε όλη τη χώρα. Οι χωρικοί έπρεπε να συνεισφέρουν προσφέροντας την ιτιά, από το ξύλο της οποίας θα κατασκευαζόταν η σκεπή.
Όσο και αν διαφώνησε μαζί τους, όσο και αν τους διαβεβαίωσε ότι υπήρχαν και άλλα δέντρα κατάλληλα για το σκοπό αυτό, κανένα τους δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο η ιτιά και ο Χεϊτάρο δεν κατάφερε να τους πείσει να μην την κόψουν.
Έφτασε η μοιραία μέρα. Ένα βράδυ, εκεί που το ζευγάρι και ο γιος τους κοιμόντουσαν, ο Χεϊτάρο ξύπνησε από τον ήχο τσεκουριών και μια κραυγή. Έκπληκτος είδε ότι η Χίνγκο ήταν ήδη όρθια και τον κοίταζε. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.
«Είναι σκοτάδι και το δωμάτιο γέμισε ψιθύρους. Κόβουν την ιτιά. Ακούς; Κοίτα πώς τρέμει η σκιά της στο φως του φεγγαριού. Είμαι η ψυχή της ιτιάς και οι χωρικοί με σκοτώνουν. Πόσο με πονούν οι τσεκουριές!
Η καρδιά μου σκίζεται όταν σκέφτομαι τη θλίψη του πολυαγαπημένου μας γιου όταν μάθει ότι η μητέρα του δε ζει πια. Παρηγόρησέ τον, αγαπημένε. Και στους δυο σας εύχομαι να ζήσετε για πολλά χρόνια και να ευημερήσετε. Αντίο, αγαπημένε...»
Ο Χεϊτάρο έκλαιγε με αναφιλητά.
«Άνδρα μου,» ψέλλισε η Χίνγκο, «φεύγω, όμως η αγάπη μας ποτέ δεν θα χαθεί, όσο δυνατά κι αν με χτυπούν τα τσεκούρια. Θα σας περιμένω».
Τότε, ένας φοβερός κρότος ακούστηκε από έξω. Η ιτιά είχε σωριαστεί στο χώμα. Την αυγή, ο Χεϊτάρο πήρε τον Τσιγιόντο από το χέρι και τον οδήγησε στο κομμένο δέντρο. Παρά τις προσπάθειές τους οι υλοτόμοι δεν είχαν καταφέρει να το σύρουν στο ποτάμι απ' όπου θα το οδηγούσαν στο Κιότο.
«Στο κομμένο δέντρο που προσπαθείτε να μετακινήσετε ζει το πνεύμα της γυναίκας μου. Ίσως είναι πιο εύκολο αν αφήσετε το γιο μου να σας βοηθήσει. Εξάλλου, επιθυμία του είναι να τιμήσει τη μητέρα του».
Οι υλοτόμοι συμφώνησαν και έκπληκτοι είδαν τον μικρό Τσιγιόντο να πλησιάζει το δέντρο και να το σπρώχνει με το μικρό του χέρι. Ο τεράστιος κορμός κύλησε αβίαστα προς το ποτάμι.
Απόσπασμα από το βιβλίο Σοφές Ιστορίες Αγάπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου