Σήμερα, καθώς πήγαινα τον γιο μου στο μάθημα Κουνγκ Φου, άκουσα μια γριά να πλησιάζει στο ανοικτό παράθυρο μιας κρεπερί και να ρωτάει τον νεαρό που δούλευε εκεί :
«Πώς πάει;»
«Ε, πώς να πάει, καλά, τι να λέει…»
«Ζεις;» τον ρώτησε η γριά.
«Τι;»
«Ζεις;»
«Ζω. Δεν με βλέπεις, ζω, τι κάνω;» είπε αυτός ειρωνικά.
«Τότε είσαι μια χαρά», του είπε η γριά κι έφυγε.
Είχα κοντοσταθεί για ν’ ακούσω τη συζήτηση. Ο Τηλέμαχος με σκούντηξε να περπατήσουμε.
Η ζωή μας είναι θέμα εστίασης. Γεννιόμαστε με γιγάντιους μεγενθυντικούς φακούς. Ως μωρά βλέπουμε μόνο αυτό που υπάρχει τώρα-εδώ.
Καθώς μεγαλώνουμε ο κόσμος διευρύνεται, χωρικά και χρονικά.
Εμφανίζεται το βυζί της μάνας και μετά το πρόσωπο της. Έπειτα τα πρόσωπα των άλλων συγγενών, το σπίτι, τα παιχνίδια, η μέρα και η νύχτα.
Ανοίγει ο χώρος, ανοίγει και ο χρόνος. Η γειτονιά, το σχολείο, οι φίλοι, η βδομάδα, οι γιορτές κι οι εποχές, το καλοκαίρι, το υπέροχο καλοκαίρι χωρίς σχολείο.
Κι όλο μεγαλώνει το οπτικό πεδίο. Καταλαβαίνουμε πού ζούμε, σε ποια πόλη-χώρα-εποχή, καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος, πιστεύουμε ότι μπορούμε να τον γυρίσουμε ολόκληρο, να τον αλλάξουμε ολάκερο.
Νέες εμπειρίες, γνωριμίες, ταξίδια, όνειρα, γνώσεις, υποσχέσεις, επαναστάσεις, το οπτικό πεδίο διαρκώς διευρύνεται, χωρικά, χρονικά, αλλά όχι για πολύ.
Είσαι αθάνατος μέχρι την αρχή της νεότητας. Μετά δοκιμάζεις τα πρώτα δείγματα θανάτου.
Μπορεί να είναι κάποιες αποτυχίες, η συνειδητοποίηση ότι το γαμημένο σύμπαν του Κοέλιο, αυτό που νόμιζες ότι συνωμοτεί για να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν δίνει δεκάρα για σένα και τις επιθυμίες σου.
Τα χρόνια περνάνε και κάποιες μέρες αρχίζουν να γίνονται επαναλαμβανόμενες, όχι τόσο seize the fuckin day όσο νόμιζες ότι θα ‘ναι η ζωή σου.
Μπορεί να κάνεις και παιδιά, μπορεί και να μην ήθελες ή να μην έτυχε, αλλά ούτως η άλλως, τότε τα όρια στενεύουν, το οπτικό σου πεδίο παύει να διευρύνεται, αρχίζει η πρεσβυωπία των σαράντα.
Γκρίζα μαλλιά και κυτταρίτιδα, πονεμένες αρθρώσεις και χοληστερίνη, εμμηνόπαυση και συμβαίνει-σε-όλους-τους-άντρες-αγάπη-μου, μια γενική βαρεμάρα και χαμομήλι με σπόρια το βράδυ, και δεν έχεις γίνει τόσο πλούσιος ή διάσημος όσο νόμιζες ότι θα γινόσουν, άσε που χρωστάς και στην εφορία-ΔΕΗ-τράπεζα.
Αλλά συνεχίζεις να προχωράς. Γίνεσαι 60-70-80 κι εστιάζεις περισσότερο. Δεν σε απασχολεί τι θα γίνει σε δέκα-πέντε-δύο χρόνια. Δεν σε απασχολεί τι θα γίνει του χρόνου. Το μόνο που σε νοιάζει είναι το πεζοδρόμιο μπροστά σου και το επόμενο βήμα με το ΠΙ
Μια ώρα αργότερα, καθώς περίμενα να πάρω τον Τηλέμαχο είδα έναν γέρο να βγαίνει απ’ το καφενείο που είναι δίπλα στο κουνγκ φου. Έμοιαζε λίγο με τον Μπίλμπο Μπάγκινς -όταν έδωσε το δαχτυλίδι στον Φρόντο και γέρασε. Περπατούσε με το ΠΙ, ένα βήμα ανά λεπτό, τόσο γρήγορα.
Τον παρακολούθησα να περνάει (αργά, απελπιστικά αργά) και σκεφτόμουν ότι αυτός κάποτε ήταν ένα δεκάχρονο παιδί που ίσως να διάβαζε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας -τον Αόρατο Άνθρωπο, του H.G. Wells σε μετάφραση Παπαδιαμάντη (υπάρχει, δεν είναι δική μου επινόηση, δείτε link Ο αόρατος).
Στάθηκα και τον κοιτούσα να προχωράει, μάλλον λιγάκι αδιάκριτα. Ίσως να φορούσε πάνες, ξανά. Τι όνειρα για το μέλλον να κάνεις αν ζεις έτσι;
Σίγουρα κανείς άνθρωπος δεν θέλει ν’ αφήσει τη ζωή, αλλά τα γηρατειά, όταν σε καταπλακώνουν, όταν γίνονται αμείλικτα, τότε μοιάζουν λίγο καλύτερα απ’ το τίποτα, απ’ τον θάνατο (και την ελπίδα του ποτέ-δεν-ξέρεις-τι-μπορεί-να-υπάρχει-μετά).
Τα παιδιά βγήκαν απ’ το κουνγκ φου και ξεκίνησαν να τρέχουν, μιλώντας για online παιχνίδια. Τους φώναξα να προσέχουν καθώς προσπερνούσαν τον γερο-Μπίλμπο. Εκείνος δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τίποτα απ’ ό,τι συνέβαινε γύρω του, λες κι ήταν ένα απ’ τα αποτυχημένα (γραφιστικά) ανδροειδή της πρώτης τριλογίας του Star Wars.
Ώσπου ξαφνικά και αναπάντεχα, τα μάτια του έλαμψαν! Μια κοπέλα, με πολύ κοντή φούστα, και καλσόν που είχε το σχέδιο ζαρτιέρας-κάλτσας, μας προσπέρασε καλπάζοντας.
Εκείνος σταμάτησε να σέρνει το ΠΙ και την παρακολούθησε με το βλέμμα του μέχρι που έστριψε στη γωνία. Μάλλον θα σκεφτόταν: «Αν ήμουν εξήντα χρόνια νεότερος…»
Ο παράδοξος άνθρωπος. Τη μια στιγμή ο κόσμος δεν υπάρχει. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να φτάσεις στο σπίτι σου όρθιος, στο σπίτι όπου είσαι μόνος, να ξαπλώσεις, να κοιμηθείς και να ξημερωθείς. Άλλος χρόνος δεν υπάρχει, είσαι εδώ. Τώρα.
Όταν πλησιάζει το τέλος, αν είσαι τυχερός, τόσο τυχερός ώστε να το τερματίσεις το μηχάνημα, αποφεύγοντας όλα τ’ αυτοκινητιστικά κι όλα τα πρόωρα εμφράγματα, τ’ ατυχήματα στο μπάνιο και τους βομβαρδισμούς νατοϊκών και τζιχαντιστών, αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να μην πάθεις καρκίνο απ’ τα τριάντα, μ’ όλες τις αηδίες που τρως και αναπνέεις και βάζεις στο δέρμα σου, μ’ όλες τις στιγμές που γεμίζουν άγχος τους πόρους σου....
κι αν δεν πνιγείς τρώγοντας καραμέλες βουτύρου, κι αν δεν σε χτυπήσει το ρεύμα ένα πρωί πριν ξεκινήσεις για τη βαρετή δουλειά, αν αποφύγεις όλες τις πιθανότητες πρόωρου θανάτου που σίγουρα δεν είναι και λίγες, και φτάσεις αισίως εκείνα τα μυθικά ενενήντα του Μπάγκινς και του Γιόντα, τότε καταλαβαίνεις πόσο παροδικά κι ασήμαντα ήταν όλα εκείνα που θεωρούσες παντοτινά και σπουδαία.
Όλα σου φαίνονται ασήμαντα. Και τότε σε προσπερνάει καλπάζοντας το κορίτσι με το μίνι.
Τότε κάτι εκρήγνυται μες στο μυαλό σου. Είναι το τελευταίο σήμα που κατεβαίνει την ταλαιπωρημένη σου ραχοκοκαλιά ως τα μαραμένα περβόλια των αρχιδιών σου. Βαράει έναν άκυρο συναγερμό (οι στρατιώτες βγήκαν στη σύνταξη πριν πολλά χρόνια) και γυρνάει τρέχοντας στο ύστατο καταφύγιο, την αμυγδαλή, το κέντρο των αναμνήσεων.
Στέκεσαι και χαμογελάς ανάποδα. Τα πιτσιρίκια με τις στολές σε προσπερνάνε τιτιβίζοντας, οι μανάδες τους πιο πίσω, κι απέναντι άντρες ή αγόρια που παριστάνουν τους άντρες, ένας τύπος με μια γκρίζα τούφα στα μαλλιά που σε κοιτά αδιάκριτα, και δεν υπάρχει χρόνος για τίποτα άλλο.
Σκέφτεσαι και χαμογελάς ανάποδα: «Η Σμαρώ φορούσε τέτοιες κάλτσες… Ο Γιαννάκης όταν γεννήθηκε έκλαιγε πολύ… Πώς το λέγανε το σκυλί μου; Δεν είχα γράψει καλά στα μαθηματικά… Η θάλασσα στο νησί… Σαρδέλες στα κάρβουνα…»
Σ’ ένα λεπτό στοιβάζονται 90 χρόνια μες στο μυαλό σου. Έπειτα κλείνεις τα μάτια, λες ευχαριστώ για τα ψάρια, και σωριάζεσαι.
Κόσμος τρέχει γύρω σου, τους ακούς από μακριά, από ψηλά, να φωνάζουν «έπεσε-φωνάξτε ασθενοφόρο-έπεσε», αλλά δεν σε νοιάζουν πια οι φωνές τους.
Και καθώς σβήνει ο κόσμος φωτίζεται μια άλλη εικόνα, μια παραλία, όπου οι φίλοι ψήνουν ψαράκια στα κάρβουνα, όπου τα κορίτσια δεν φοράνε το πάνω μέρος του μαγιό, κάποιος παίζει κιθάρα, γυρνάνε μπύρες και τσιγάρα, μια γαλανομάτα σε κοιτάει, κι είναι καλοκαίρι.
Ο εγκέφαλος, είπαν οι επιστήμονες πρόσφατα, λειτουργεί μέχρι και δέκα λεπτά μετά τον θάνατο. Αυτά τα δέκα λεπτά μπορεί να είναι ένα αιώνιο καλοκαίρι.
ΥΓ προς τον αναγνώστη :
Νομίζεις, αγαπητέ, ότι αυτό το τέλος είναι μακριά. Συγχώρεσε με, που δεν θα γεμίσω την καρδιά σου αισιοδοξία, αλλά το τέλος είναι πάντα πιο κοντά απ’ όσο νομίζεις.
Ακόμα κι αν φτάσεις τα ενενήντα ή τα εκατό, αυτό θα γίνει πιο γρήγορα απ’ όσο νομίζεις.
Όταν το κοιτάς απ’ την αρχή προς το τέλος μοιάζει σαν παραγωγή του Τζορτζ Λούκας, που πάντα υπάρχει κάτι καινούριο να γίνει.
Όταν το δεις απ’ το τέλος είναι σαν ένα τρέιλερ της ζωής που έζησες.
Αυτή είναι η ζωή σου. Ένα τρέιλερ που τελειώνει πριν προλάβεις να καταλάβεις ότι είσαι (ήσουν) ο πρωταγωνιστής.
Καλό ξημέρωμα, λοιπόν, και να ‘σαι ευγνώμων για την ψαριά της ημέρας.
Η φωτογραφία είναι του Alex Webb
Alex Webb, Nuevo Laredo, Tamaulipas, 1996, © Alex Webb / Magnum Photos
Ο τίτλος είναι από το βιβλίο του Ντάγκλας Άνταμς, «So long and thanks for all the fish».
Πηγή κειμένου από το εξαιρετικό SaneJoker
*Πρώτη δημοσίευση 16 Μαρτίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου