Ένας άνθρωπος ταξιδεύει. Παίρνει μαζί του τις αναμνήσεις, γλυκές στιγμές που τον συντροφεύουν. Η δίψα του για ζωή τον επαναφέρει σε μνήμες που χρειάζεται να αντλήσει δύναμη, για να συνεχίσει. Μια εικόνα με εκείνον δίπλα στον πατέρα του τον κάνει να θέλει να ξαποστάσει. Ένα ζεστό στήριγμα, το συναίσθημα που ένιωσε τότε. Ένα κάθισμα η παρουσία του εκεί πλάθει με ασφάλεια τα ταξίδια του.
Κάτι τον κρατάει όμως! Δεν είναι πια κοντά του… Τον χρειάζεται, για να συνεχίσει. Νοσταλγεί την παρουσία του. Η μνήμη δεν είναι αρκετά δυνατή, ώστε να εξαφανίσει το βαρύ συναίσθημα από την απώλεια. Οι στιγμές που έζησε δεν επαρκούν, για να αποφύγει τη στενοχώρια που βαραίνει τη μοναξιά του. Η θλίψη γίνεται ο νέος σύντροφός του.
Προχωράει. Μια εικόνα του τον θυμίζει. Μια θάλασσα απλώνεται μπροστά του. Για αυτό αγαπάει τη θάλασσα, άραγε; Μήπως τον κρύβει μέσα της; Μήπως δεν έχει φύγει, αλλά απλώς δεν θέλει να του φανερωθεί; Είναι φορές που θέλει να πάει να τον συναντήσει. Αν όχι αυτόν, τη θάλασσα που του τον κρύβει. Δεν θα το καταλάβει κανείς. Θα πει σε εκείνους που θα τον περιμένουν ότι έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι.
Θυμάται τότε, που έκαναν μακροβούτια αντάμα, ένα σώμα, μια ψυχή οι δυο τους. Πόσο του λείπει αυτό το ‘μαζί’! Προσπαθεί να πιαστεί από τις λέξεις. «Να γίνεις καλύτερος από εμένα, να με ξεπεράσεις», έτσι του έλεγε. Σαν άγιο φυλαχτό, η θύμηση από τα λόγια του, να τον προστατεύουν και να τον καθοδηγούν σε κάθε περίσταση.
Όταν χρειάζεται να ανταγωνίζεται τους άλλους, να γίνεται καλύτερος και από τις προσδοκίες του ακόμα. Για αυτό άραγε προχώρησε στη ζωή του; Έχει το βλέμμα του, να τον συντροφεύει. Θαύμαζαν ο ένας τον άλλον, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Το κοινό και των δύο; Τους άρεσαν τα ύψη. Ποθούσαν να κατακτήσουν τους ουρανούς.
Εκείνος έφυγε όμως. Και μένει μόνος του. Οι ουρανοί του άδειασαν. Τα ύψη του χαμηλώνουν. Σαν Ίκαρος που πλησίασε τον ήλιο και τα φτερά του έλιωσαν. Και εκείνος σαν Ίκαρος φλέγεται. Πέφτει χωρίς εκείνον. Τον καίει η νοσταλγία του ή μήπως ο θυμός του, που τον εγκατέλειψε;
Ήρθαν κοντά οι δυο τους. Τόσο κοντά, που κάποιες φορές ένιωθαν πως έπαιρνε οξυγόνο ο ένας από τον άλλον. Για αυτό κι η ανάσα του τώρα τελευταία, βγαίνει όλο και πιο δύσκολα.
Σε αυτό του το ταξίδι τον χρειάζεται : τη θάλασσά του, τους ουρανούς του, τον ήλιο, κι ας τον κάψει. Χρειάζεται τον ίδιο, την παρουσία του. Τα σημεία που του τον θυμίζουν δεν του αρκούν. Απλώνεται στο κάθισμα του. Ή μήπως στην αγκαλιά του; Τι θέλει εκείνος, άραγε; «Να μη το βάλω κάτω», σκέφτεται. «Να συνεχίσω το ταξίδι. Χωρίς εκείνον;», αναρωτιέται. «Πώς θα είναι η ζωή μου χωρίς εκείνον;»
Αναθυμάται τα λόγια του: «Να είσαι καλά, να προσέχεις και να αγαπάς τον εαυτό σου, όπως εγώ εσένα» του έλεγε φεύγοντας.
Μπολιάζεται με το πάθος του. Τον διαπερνά ένα δυνατό πάθος για ζωή. Εκείνος του έδωσε την άδεια να τον ξεπεράσει. Μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να ζήσει. Έχει την άδεια για ζωή.
Τον σκέφτεται. Δεν είναι μόνος του. Τον συνοδεύει. Περπατάει, όπως εκείνος. Τον ακούει κι ας μην είναι δίπλα του. Απολαμβάνει τη θάλασσα. Δεν χρειάζεται να χαθεί στα βάθη της. Πρέπει και εκείνος με τη σειρά του να πει στο δικό του παιδί: «Μπορείς να με ξεπεράσεις, σου δίνω την άδεια». Πώς θα το πει, αν λείπει από το δικό του ταξίδι;
Ξεμακραίνει από εκείνον. Δέχεται το θάνατό του. Δεν κινδυνεύει πλέον να γίνει δικός του θάνατος. Δεν χρειάζεται να τον ακολουθήσει στο δικό του ταξίδι. Έχει τη δική του πορεία να χαράξει με τη παρότρυνση του γονιού του και το χάρτη στο χέρι∙ ένα χάρτη, που έχει τη σφραγίδα του.
Ο πόθος για ζωή γίνεται δίψα ασίγαστη, προορισμός για την πηγή. Το ταξίδι είναι μια υπόσχεση για δυο ανθρώπους: έναν που προχωράει και έναν που με τα μάτια του μυαλού σαν παιχνίδι της φαντασίας ζεσταίνει με το βλέμμα, χαράζει τα βήματα και δείχνει το δρόμο∙ το δρόμο της ζωής.
''Εκείνος που ήπιε από την πηγή της ζωής δεν αποζητά το θάνατο''.
Οι παραστάσεις αγάπης είναι εμπειρίες ζωής που έχουμε βιώσει και έχουν αποτυπωθεί στην καρδιά μας. Τις εικόνες αυτές χρειάζεται να τις διασφαλίσουμε ως πολύτιμο σύμμαχο στον αγώνα της ζωής μας.
Αυτές οι παραστάσεις, που μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές για τον καθένα μας, είναι εκείνες που μας καθιστούν πλούσιους στην ψυχή. Μπορεί να είναι κληροδότημα από τους γονείς μας, από αγαπημένους μας δασκάλους, από συγγενείς, από ανθρώπους που μας αγάπησαν πολύ.
Έχουμε ευθύνη προς τον εαυτό μας, αυτήν την αγάπη να την κάνουμε στόλισμα ψυχής και να ξεπροβοδίζουμε τις επιθυμίες μας, τη δημιουργικότητά μας, τους στόχους μας, με αυτήν ως παντοτινή συνοδεία, γιατί είναι ένα δώρο Τιμής.
Ορισμένες φορές κάνουμε το λάθος στο να αναλωνόμαστε να μας απορροφούν εκείνες οι παραστάσεις, όπου το παράπονο, το αίσθημα αδικίας, η απογοήτευση πρωτοστάτησε παρασύροντας την αξία μας. Εάν τοποθετήσουμε το αρνητικό στο χρονοντούλαπο της μνήμης, καταλαγιάζοντας τα συναισθήματα που μας προκαλεί, δε θα το αφήσουμε να μας παρασύρει σε ένα ψυχικό ή ακόμα και σε ένα σωματικό θάνατο, προκειμένου να το συναντήσουμε για να δικαιωθούμε.
Όσο προστατεύουμε σθεναρά αυτές τις παραστάσεις αγάπης και τους δίνουμε τη θέση που τους αξίζει, τόσο περισσότερο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να ζήσει με αλήθεια, με αγάπη, με αξία. Η ζωή μάς ανήκει, όσο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να έχουμε μια θέση σε αυτήν και τη θέση που θα ορίσουμε σε αυτήν, εμείς θα την διαλέξουμε. Οι ζωογόνες εικόνες θα μας συντροφεύουν, για να ενισχύουν την απόφασή μας ότι έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε μια ζωή, όπου θα αισθανόμαστε αντάξιοι της.
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου