Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πρίγκηπας που ζούσε σ΄ένα παλάτι και είχε ότι μπορούσε να επιθυμήσει, σαν κάθε πρίγκηπας του παραμυθιού. Το πρωί της ιστορίας μας, βλέπει να περνάει ένας ζητιάνος μ’ ένα πιατάκι και να ζητάει ελεημοσύνη. Ο πρίγκηπας στέλνει να τον φωνάξουν και είναι έτοιμος να πετάξει μερικά νομίσματα στο παράξενο κιτρινωπό πιατάκι του.
Ο ζητιάνος, όμως, τον σταματάει και του λέει: “Με συγχωρείς, άρχοντά μου, είσαι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο. Αν θέλεις πραγματικά να μου δώσεις ελεημοσύνη – και ομολογώ πως δεν είσαι υποχρεωμένος – δώσε μου αρκετά για να γεμίσει το πιάτο μου.
Μη μου δώσεις χρήματα, αν δεν θέλεις, δώσε μου φαγητό ή ό,τι έχεις για πέταμα, δώσε μου, όμως, τόσα ώστε να γεμίσει μέχρι πάνω η γαβάθα μου. Αν δεν θέλεις άρχοντά μου, ή δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, θα προτιμούσα να περιμένεις τον επόμενο ζητιάνο για να ικανοποιήσεις την ανάγκη σου να δώσεις ελεημοσύνη”.
Μένει κατάπληκτος ο πρίγκηπας, του 'ρχεται να τον πετάξει έξω με τις κλωτσιές, σκέφτεται όμως ότι μπορεί ο ζητιάνος να έχει κάποιο δίκιο. Αν δεν μπορεί ο πρίγκηπας να ικανοποιήσει έναν ζητιάνο, ποιος θα μπορούσε να το κάνει….
Ο πρίγκηπας χτυπάει τα χέρια κι εμφανίζονται δύο υπηρέτες μ΄ένα δίσκο ξέχειλο από δερμάτινα πουγκιά γεμάτα νομίσματα. Χωρίς να πει λέξη, αρχίζει ο πρίγκηπας ν΄αδειάζει τα νομίσματα στο πιάτο, και με έκπληξη τα βλέπει να εξαφανίζονται αμέσως στον πάτο της γαβάθας.
Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που συμβαίνει, όμως, αφού έχει ρίξει και τα τελευταία νομίσματα, το πιάτο είναι τόσο άδειο όσο κι όταν ήρθε ο ζητιάνος στο παλάτι.
Ο άρχοντας καλεί τον σύμβουλό του, και σε λίγο φέρνουν ένα σεντούκι γεμάτο πολύτιμα κοσμήματα απ΄ όλα τα μέρη του κόσμου. Στην αρχή με τις χούφτες, και μετά με τη βοήθεια των υπηρετών, όλοι ρίχνουν πετράδια στο πιάτο του ζητιάνου για να καταφέρουν να το γεμίσουν, έστω και για μια στιγμή…Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση ! Ο κιτρινωπός πάτος της γαβάθας μοιάζει να καταπίνει αυτοστιγμή ότι πέφτει μέσα.
Θυμώνει ο πρίγκηπας και διατάζει να φέρουν δίσκους γεμάτους φαγητά, και γίνεται ξανά το ίδιο: το πιάτο παραμένει άδειο όπως και πριν. Ηττημένος, ο άρχοντας σταματάει τους δέκα υπηρέτες του που ακόμα ρίχνουν όλοι μαζί, ανεπιτυχώς, ψωμιά και φρούτα στο πιατάκι του ζητιάνου.
“Με νίκησες” λέει ο πρίγκηπας. “Εγώ, ο πιο ισχυρός άνθρωπος στον κόσμο, δεν μπορώ να γεμίσω το πιάτο ενός ζητιάνου. Πήρα ένα μάθημα ταπεινοφροσύνης…Σε παρακαλώ, μείνε να φας μαζί μου και πες μου που βρήκες αυτή τη μαγική γαβάθα που δεν γεμίζει ποτέ.”
“Πριν μερικούς μήνες”, του απαντάει ο ζητιάνος, “έσπασε η παλιά μου ξύλινη γαβάθα. Ψάχνοντας να βρω έναν πεσμένο κορμό δέντρου για να σκαλίσω μια καινούργια, ένα βράδυ βλέπω μπροστά μου ένα πτώμα πεταμένο στην άκρη του δρόμου. Τα ζώα είχαν καταβροχθίσει τις σάρκες του άτυχου άντρα κι απόμεινε γυμνός ο σκελετός του.
Σίγουρος ότι δεν έκανα κανένα κακό, κατάφερα να δανειστώ ένα πριόνι από κάποιους κτηνοτρόφους κι έκοψα το πάνω μέρος του κρανίου του. Το έπλυνα, κι από τότε το χρησιμοποιώ σαν πιατάκι. Αυτό που είδες, άρχοντα μου, δεν είναι κάτι μαγικό.
Απλώς, αυτό το κρανίο διατηρεί ακόμα κάποιες από τις ιδιότητες που είχε όταν αποτελούσε μέρος του κεφαλιού εκείνου του ανθρώπου. Και το κεφάλι, υψηλότατε, είναι πάντα αχόρταγο!!!!”
Κατά τους μελετητές της παιδικής συμπεριφοράς, οι πρώτες λέξεις που μάθαμε όταν ήμαστε μικροί, ήταν λίγο -πολύ οι ίδιες για όλους :
πρώτα μάθαμε να λέμε μαμά,
στη συνέχεια προφέραμε τη λέξη μπαμπάς
και η τρίτη λέξη ήταν σχεδόν πάντα '' κι άλλο'' .
Σ’ εκείνες τις τρεις πρώτες λέξεις καθρεπτίζονται οι πιο βαθιές και πραγματικές μας επιθυμίες: πρώτα η αγάπη, μετά η ασφάλεια και μετά το “ακόμα περισσότερο” απ’ αυτά τα δύο προηγούμενα. Έτσι καθορίζεται ότι εκεί βρίσκονται ριζωμένες οι πιο πρωτόγονες ανάγκες μας, οι βασικές μας απαιτήσεις στο δρόμο μας προς την ευτυχία…
Αυτός ο αδιόρθωτος όμως συσχετισμός της ευτυχίας με την ιδιοκτησία, μας συνδέει με μια κατάσταση από την οποία είναι δύσκολο να βγει κανείς. Αν, όπως υπαινίσσεται το παραμύθι, η ανθρώπινη φύση είναι αχόρταγη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην κατάκτηση της ευτυχίας έχει να κάνει με την ίδια μας τη φύση.
Με δεδομένο ότι δεν είναι ποτέ δυνατόν να ικανοποιήσουμε όλες μας τις επιθυμίες – είτε είναι επιθυμία γι΄αγάπη, για σεξ, για χρήματα, για προσοχή, για ασφάλεια, για ευχαρίστηση ή για τροφή – μπορούμε να πούμε πως η ευτυχία που επιχειρούμε να ορίσουμε είναι κάτι εξ ορισμού αδύνατον.
Τα υλικά αγαθά όμως, δεν μπορούν να προσδιορίζουν την ευτυχία μας, γιατί είναι εξ ορισμού, ανεπαρκή και ανίκανα να μας προσφέρουν ικανοποίηση. Η ποσότητα της δυστυχίας ισούται με τις επιθυμίες μείον την πραγματικότητα.
Όποια λοιπόν κι αν είναι η κλίμακα της δυστυχίας, εμείς ξεκινάμε αμέσως την προσπάθεια ν΄αλλάξουμε την πραγματικότητα. Είναι μια ιδέα λογική, αποτελεσματική, καταπληκτική, η οποία μας προτρέπει να δράσουμε.
Ο μόνος τρόπος για να λύσουμε αυτήν την εξίσωση ώστε να πάψει να βγάζει ένα αποτέλεσμα δυστυχίας, είναι να δουλέψουμε πάνω στην επιθυμία κι όχι μόνο πάνω στην πραγματικότητα. Γιατί, αν βελτιώσω την πραγματικότητα, αλλά μαζί μ΄αυτήν αυξηθούν αναλόγως και οι προσδοκίες μου, η δυστυχία θα παραμείνει στη θέση της.
Κάθε φορά που νοιώθουμε δυστυχισμένοι, πασχίζουμε ν΄αλλάξουμε την πραγματικότητα, να την κάνουμε να μοιάζει περισσότερο μ΄αυτό που περιμέναμε απ΄αυτήν, να πιέσουμε τα πράγματα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση – χωρίς να σκεφτόμαστε ότι, αν αυτό που θέλουμε πραγματικά είναι να είμαστε ευτυχισμένοι, η προσπάθειά μας θα μπορούσε να είναι μάλλον εσωτερική και όχι εξωτερική, να έχει να κάνει περισσότερο με τις προσδοκίες μας παρά με την πραγματικότητα, περισσότερο μ’ αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε παρά μ΄αυτό που αντιμετωπίζουμε στην πραγματικότητα
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ Ο Δρόμος της Ευτυχίας, Φύλλα Πορείας ΙV
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου