Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Στα δύσκολα, ανέβα στο ύψος του πεπρωμένου σου...!!!!

Μονόλογος στον καθρέπτη:
Μπορώ να γίνω ότι θέλω να γίνω.
Εσύ δεν με αφήνεις γιατί δεν τολμάς να φανταστείς το αδύνατο.

Αλλά όλα είναι ρόλοι. Διαλέγεις κάθε φορά το ρόλο σου και τον φοράς πάνω σου περήφανα. Τον μελετάς, τον αφήνεις να σε καταπιεί, γίνεσαι ένα μαζί του. Πως όχι; Γιατί εναντιώνεσαι λέγοντάς μου ότι δεν είσαι «έτσι» εσύ; ότι δεν είσαι ο εαυτός σου και δεν μπορείς να προσποιηθείς κάτι άλλο; Δεν κουράστηκες να είσαι μόνον ο παλιός σου εαυτός;

Πήγαινε επιτέλους με το ρεύμα!
Σου δίνει η ζωή λεμόνια; κάνε λιμοντσέλο.
Σου δίνει μέλι; κάνε μελομακάρονα.

Γιατί κάθε φορά αλλάζουμε πίστα. Πας στο παραπάνω επίπεδο κι αν δεν ανέβεις, το Σεπτέμβριο θα παρουσιαστείς με τον κηδεμόνα σου, θα την ξανακάνεις την τάξη.

«Βρε εδώ», σου λέει ο Ύψιστος. «Ξεκουβάλα! Ρίζωσες, έγινες φυτό και δεν ανθίζεις κιόλας! Ανέβα επίπεδο, βλαμμένο!»

Αλλά εσύ, εκεί, το πείσμα σου.
Κι όχι μόνον δεν κουνιέσαι, αλλά και πέφτεις κάτω και χτυπιέσαι.

Μύξες, δάκρυα, αναστεναγμούς.
«Αχ γιατί εγώ;»

Ναι γατάκι μου, μόνο εσύ τυραννιέσαι εδώ χάμω. Ενώ όλοι οι άλλοι γεννήθηκαν ευτυχείς, έπαιζαν ξυστό δια βίου και απεβίωσαν σε πλήρη μακαριότητα.

Μην και νόμιζες ότι η ζωή είναι spa διαρκείας με αιθέρια έλαια, massage και δίσκο με χουρμάδες και σύκα λες κι είσαι η Βαλιντέ Σουλτάν;

Αμ δε!
Εκεί που στήνεις τα πιόνια στη σκακιέρα κι ετοιμάζεσαι για το ένδοξο ρουά ματ, σκάει το απρόοπτον και σε στέλνει να παίζεις ακορντεόν γωνία Ακαδημίας και Ομήρου με μαύρο γυαλί και να σου πετάνε οι περαστικοί τάλιρα στο καπέλο.

Εδώ σε θέλω καρδιά μου!
Πως θα πάρεις τα μούτρα σου και θα ξανασηκωθείς όρθιος ενώ τις τρως στριμωγμένος στα σχοινιά με τα μούτρα νταούλι σαν τον Ρόκυ Μπαλμπόα στον έκτο γύρο.

«Εκείνο που έχει σημασία είναι πόσο καλά περπατάς μέσα στη φωτιά», έγραφε ο Μπουκόφσκυ, ο Τσάρλς, ν’ αγιάσουν τα πεθαμένα του.

Αλλά εδώ δίνεις παράσταση στην Επίδαυρο κι εσύ μου κρύβεσαι backstage τρέμοντας.

Βγες καλέ έξω και στάσου στη μέση της αρένας!
Φτώχεια; Πόνoς; Αρρώστια; Θλίψη; Απόρριψη; Αδικία;

Εύγε! Δώσε μου κι άλλα!
Ότι ορίζει ο Γιαραμπής. Ξέρεις εσύ τι είναι καλό και δεν ξέρει Αυτός;

Προχώρα εκεί και πάρε το ρόλο πάνω σου κι ανέβα στο ύψος του πεπρωμένου σου!

Ενώ κοιμάσαι, άλλος γράφει ιστορία και μετά θα μου κοιτάζεσαι στους καθρέπτες των Βερσαλλιών και θα πιάνεις τη μιζέρια κοπανέλι.

Γίνεται μωρέ να Είσαι αν δε φάει η μούρη σου χώμα; Aν δε γίνεις σουρωτήρι από τις τρύπες που θα σου ανοίξουν φίλοι και οχτροί; Ειδικά οι φίλοι κι όσοι πολύ ηγάπησες. Γίνεται να βάλεις τα γαλόνια στον ώμο, άμα κοιτάς τον αγώνα από τον πάγκο καθισμένος εξωφυλαρούχας;

Ε δε γίνεται κουκλάκι μου!

Όρμα στην αρένα με τα λιοντάρια και χόρεψε ζεϊμπέκικο αν είσαι σερνικό κι αν είσαι θηλυκό, στήσε κει ένα τσιφτετέλι να στενάξουν και τα λιθάρια.

Τι μου κάθεσαι σαν τη γυναίκα του Λωτ πετρωμένος και δηλώνεις απλά παρών;

Τι παρών και πράσινα αλόγατα;
Φοβάσαι να ζήσεις, φοβάσαι να ονειρευτείς, φοβάσαι να τολμήσεις, φοβάσαι να αλλάξεις, ν’ αγαπήσεις, φοβάσαι να δείξεις και να πεις τι νοιώθεις. Και το εγκληματικότερο όλων, φοβάσαι να αναλάβεις την ευθύνη σου.

Άντε κι έτσι κι αποδημήσεις εις Κύριον, θα σου βάλουμε κτερίσματα στην τελευταία σου κατοικία τα θέλω σου που δεν τα έκανες πραγματικότητα, τα λόγια σου τ’ ανείπωτα, τις μέρες-καρμπόν η μία ίδια με την άλλη και τους φόβους σου επιτύμβια στήλη :

«Ενθάδε κείτε ένας σαν όλους τους άλλους που δεν θέλησαν».

Βρε στυλιάρι που θέλουν τα τροφαντά σου οπίσθια!
Πως; δεν σου αρέσουν τα λόγια μου; Είναι μήπως σκληρά και άκομψα; Δεν έχω ύφος new age μες στη γλύκα και στο καλόπιασμα;

Ναι γιατί αν σε καλόπιανα, θα έβγαινες από τον λήθαργο.

Εδώ, έχει αρχίσει το μυαλό σου και ρετάρει, έχει βαρέσει καδένα κι αρχινάς τα ψυχοφάρμακα και το σώμα κατεβάζει μία-μία τις ασφάλειες και συ μου θες καλοπιάσματα!

Σήκω πάνω αγάπη μου και πολέμα!
Κόψε μαχαίρι τις παρόλες και τις δικαιολογίες, πάρε έναν καθρέπτη, στήσε τον απέναντι κι αρχίνα :

«Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου, ποιος είναι ο βλακωδέστερος όλων;”

Κι απάντα: «Εγώ, καλέ μου εαυτέ, είμαι ο βλακωδέστερος όλων, υπεύθυνος των λαθών μου και τα παίρνω όλα πάνω μου».

Γιατί ετούτο είναι το συμφέρον σου, να δεις που τα έκανες μαντάρα εσύ, όχι οι άλλοι.

Ειδάλλως κάτσε να κλαις τη μοίρα σου, αναμασώντας σαν την κατσίκα τα φταιξίματα των άλλων κι εσύ να παριστάνεις τον μάρτυρα επί Διοκλητιανού.

Που καθώς είπεν ο Κύριος :
«Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο να τον σφυρίξει κατακέφαλα στον άλλον».

Δεν είπε, πάρε εκεί ένα μικροσκόπιο κι εξέτασε τα λάθη των αλλονών και τα δικά σου κλώσσα τα να βγάλουνε πουλάκια.

Αλλά δε φταις εσύ κουκλάκι μου. Φταίω εγώ που σου κάνω ιδιαίτερα τζάμπα.

Πάρε τη γομολάστιχα και σβήστα όλα, ανωτερότης!
Κι έχει ο Θεός, σε όλους δίνει, κόψε εσύ το χαρτάκι σου και κάτσε στην ουρά και θα ‘ρθει κι η ώρα η δική σου να λάβεις. Αρκεί να κουνήσεις και σύ λίγο τα χέρια σου, ε; Ν’ αναλάβεις και καμιά ευθύνη, κανένα ρίσκο, ν’ αλλάξεις συνθέμελα τα κακώς κείμενα, να κάνεις την υπέρβαση που λέγαμε εξαρχής, θυμάσαι;

To άλμα πάνω από τη φθορά που χρόνια τώρα ονειρεύεσαι..
Είναι πάνω στη μύτη σου και δεν το βλέπεις.
Ευλόγησον.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου