Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Αχ ρε μάνα, πρόλαβες να γεράσεις αλλά όχι να ζήσεις...!!!!

Στο πρώτο άκουσμα του καινούριου τίτλου που μου δόθηκε, πλημμύρισα με δάκρυα. Δάκρυα χαράς. Ήταν τόσα πολλά, που θεώρησα πως ήταν αρκετά για να μην κλάψω ποτέ ξανά.

Γελάστηκα όμως.

Γιατί τη δεύτερη φορά που μου δόθηκε ξανά ο ίδιος τίτλος, αυτός του «μαμά» είχα ακριβώς την ίδια αντίδραση.

Κάπως έτσι ένα νέο κεφάλαιο άνοιξε στη ζωή μου.

Με λέτε υπερπροστατευτική και αυστηρή όμως μοναδικό μοχλό βάζω την αγάπη μου για εσάς. Μεγαλώσατε αρκετά και ξεχνάτε όλα όσα έχω κάνει. Για εσάς.

Θυμάστε τα βράδια που ήσασταν μικρά και κοιμόσασταν και εγώ ερχόμουν να σας σκεπάσω μη τυχόν και κρυώσετε;

Άγρυπνος φρουρός. Εγώ.

Τώρα όμως φύγατε από το σπίτι και έχετε τη δική σας ζωή, τα δικά σας προβλήματα, τη δική σας καθημερινότητα. Θεωρείται δεδομένη την παρουσία μου, όμως ξεχνάτε. Ξεχνάτε ότι δε θα είμαι για πάντα εδώ. Μαζί με εσάς, η ζωή τρέχει και για εμένα.

Πήγαινε στη λαϊκή αγορά και πέρασε από την κεντρική πλατεία, αφηρημένη όπως πάντα στις σκέψεις της. Παρατηρούσε δύο γυναίκες κοντά στην ηλικία της πιασμένες αγκαζέ, να εισβάλλουν συνωμοτικά στο κομμωτήριο της γειτονιάς. Άθελα της, έπιασε τα μαλλιά της. Τα δάχτυλα της γλίστρησαν στην στραβοπιασμένη της αλογοουρά. Μαλλιά στοιβαγμένα επιπόλαια.

Πότε ήταν η τελευταία μου φορά στο κομμωτήριο;

Φτιάχνει πάλι τις χάρτινες βαρκούλες της πίνοντας έναν βιαστικό καφέ, πριν φύγει βιαστικά για τη δουλειά της.

Πώς θα έμοιαζε η δική μου βάρκα; Τι τίτλο θα μπορούσα να της βάλω;

Κατευθύνθηκε στον ολόσωμο καθρέφτη της κρεβατοκάμαράς της να αντικρίσει το είδωλό που εμφανίζεται στο τζάμι.

Παρατημένη γαλέρα. Μια παρατημένη και αφρόντιστη γαλέρα. Σκισμένα πανιά το αφυδατωμένο μου δέρμα, σκουριασμένες καδένες οι χαραγμένες μου ρυτίδες και σαπισμένα ξύλα τα μαλλιά μου. Ακριβώς σαν μια παρατημένη γαλέρα.

Ύστερα στη δουλειά. Τα πόδια της και η μέση της ίσα που την κρατάνε. Νιώθει να την εγκαταλείπουν λίγο-λίγο κάθε μέρα.

Αυτή είναι η ζωή μου τόσα χρόνια. Τι παραπονιέμαι τώρα; Μια ζωή άριστα προγραμματισμένη, αλλά με χαμηλά λιπαρά. Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και χωρίς ιδιαίτερο χρώμα. Ευτυχώς όταν γυρίσω σπίτι προλαβαίνω να κάνω ένα μπάνιο και να διαβάσω λίγο από το βιβλίο μου, θα μαγειρέψω κάτι γρήγορο για αύριο και θα κοιμηθώ νωρίς.

Δεν πρόλαβε να μπει σπίτι και το τηλέφωνο άρχισε τα ντριν.

«Τι θα φτιάξεις για αύριο;» ρωτούσε η κόρη της στην άλλη γραμμή

«Ξέρεις έχω εξάωρο και δεν προλαβαίνω να μαγειρέψω και ο Αποστόλης μου πιθύμησε τα γεμιστά σου.»

«Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα προγραμματίσει κάτι, αλλά σκεφτόμουν κάτι πιο εύκολο γιατί ….»

«Εντάξει λοιπόν! Θα περάσω αύριο πριν την απογευματινή σου βάρδια να τα πάρω. Φίλησε μου τον μπαμπά!»

«τουτ τουτ τουτ τουτ…»

Σιωπή. Αυτή η άρρωστη σιωπή, γεμάτη μυρωδιά μούχλας και κλεισμένης υγρασίας από αγέννητα όνειρα. Γιατί δακρύζουν τα όνειρα όταν δε γεννιούνται; Γιατί υγραίνουν τα μάτια; Κατευθύνθηκε στο δωμάτιο όπου αποτύπωνε τόσα χρόνια τη σκέψη της, τη φαντασία της, τη ζωή της. 

Έβγαλε τις ντομάτες από το ψυγείο και άρχισε να τους βγάζει τα σπλάχνα. Η βάρδια της δεν είχε τελειώσει. Φρόντισαν άλλοι να επιμηκυνθεί το ωράριο της.

Την επόμενη μέρα ήρθε ο γιος της για να πάρει και αυτός τις προμήθειες του.

«Μάνα τι καλό μας έφτιαξες σήμερα;»

«Γεμιστά γιαβρί μου. Τα ζήτησε η αδερφή σου.»

«Καλά ρε μάνα ανάπηρη είσαι; Τόσες μέρες σου ζητάω παπουτσάκια και εσύ φτιάχνεις γεμιστά που ξέρεις ότι δεν τα τρώω! Πάλι κάνα burger θα φάω, έλεος ρε μάνα!»

Και η πόρτα έκλεισε πίσω του, το ίδιο βίαια όσο οι λέξεις που εκτόξευσε.

Ανάπηρη; Ναι. Με μια αναπηρία που δε φαινόταν. Με μια αδυναμία εκ γενετής. Με μια μόνιμη ανεπάρκεια να αρθρώσει τις λέξεις που της έρχονταν στο στόμα. Ναι λοιπόν. ΑΝΑΠΗΡΗ. Και δυστυχώς, χωρίς πατερίτσες.

Το βράδυ γύρισε από τη δουλειά και χώθηκε ξανά στο δωμάτιο με τις εκκρεμότητες. Την κουζίνα της.

«Σου έφτιαξα παπουτσάκια που τα ζήτησε και ο γιός σου.» Φώναξε η κουζίνα στον καναπέ. Και ο καναπές δεν απάντησε. Τι να απαντήσει άλλωστε; Σε ευχαριστώ; Θα ακουγόταν αστείο ακόμη και αν δεν είναι. 

Τι αξία είχαν κάτι παπουτσάκια ακόμη; Κοντά 30 χρόνια η κουζίνα προσφέρει τις υπηρεσίες της στον καναπέ. Ποια μυρωδιά θα μπορούσε να κάνει αυτά τα παπουτσάκια διαφορετικά; Ποια γεύση θα μπορούσε να συνεπάρει τους γευστικούς κάλυκες του καναπέ; 

Ποια μυρωδικά και μπαχάρια θα ξυπνούσαν έναν ενθουσιασμό βάφοντας τα μάτια του λαμπερά; Κανένα. Και εκείνη το ήξερε καλά αυτό.

Σκεφτόταν τη ζωή της πάλι.

Ο κόσμος προχωράει και εγώ τι κάνω;

Ήταν μια εργαζόμενη μαμά. Μια εργαζόμενη σύζυγος. Μια εργαζόμενη γυναίκα. Είχε προλάβει να ψωνίσει, όχι όμως και να τακτοποιήσει. Είχε προλάβει να μαγειρέψει, όχι όμως και να καθαρίσει. Είχε προλάβει να γεράσει, όχι όμως και να ζήσει.




Ειρήνη Τσικρίκα 
wp.loveletters.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου