Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Γιατί Πάντα αναζητάμε ένα Γιατί ;

Χιλιάδες γιατί μας βασανίζουν συνεχώς:
Γιατί γεννήθηκα; Γιατί θα πεθάνω;
Γιατί τα πράγματα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν; 
Γιατί φερόμαστε όπως φερόμαστε;
Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Ανεξάρτητα από το αν το εκάστοτε γιατί αφορά την αιτία των πραγμάτων (εργαλειακή διάσταση) ή το νόημα των πραγμάτων (υπαρξιακή διάσταση), μοιάζει να είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση μας η προσπάθεια απάντησής του.

Φαίνεται να υποθέτουμε, άρρητα, ότι υπάρχει μια λογική αλληλουχία στα πράγματα, ότι το καθετί συμβαίνει όχι τυχαία, αλλά για κάποιο λόγο, τον οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα εργαλεία.

Το επικρατέστερο εργαλείο απαντήσεων σήμερα είναι η επιστήμη (οι έρευνες εξηγούν ότι…), ενώ δεν λείπουν οι αναφορές στην αυθεντία (είναι έτσι επειδή το λέει ο τάδε…), στην κοινή λογική ή καθημερινή γνώση (είναι έτσι επειδή φαίνεται «λογικό» να είναι έτσι…), στην κάθε είδους πίστη (είναι έτσι επειδή το λέει ο λόγος του θεού…).

Ξεκαθαρίζουμε ότι το κείμενο αυτό δεν συμπαθεί την εμμονή με το γιατί όλων των πραγμάτων. Δεν μας διαφεύγει, ωστόσο, η αντίφαση ενός κειμένου που, ενώ δηλώνει εξαρχής ότι στέκεται κριτικά απέναντι στην έννοια του γιατί, στην ουσία, όπως προδίδει ο τίτλος του, θα επιχειρήσει να απαντήσει ένα ακόμα γιατί…

ΤΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΑ ΟΦΕΛΗ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ
Δεν είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι η αναζήτηση απάντησης στο γιατί μας προσφέρει έλεγχο πάνω στα πράγματα. Ψυχολογικά, είναι απολύτως κατανοητή και σεβαστή η επιθυμία να βγάλουμε νόημα από την εμπειρία μας, να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε τον κόσμο γύρω μας. 

Για παράδειγμα, όταν η δική μας ευημερία συνδέεται με ή εξαρτάται από τη συμπεριφορά ενός τρίτου, έχουμε απόλυτη ανάγκη να ερμηνεύσουμε αυτή τη συμπεριφορά, να την εντάξουμε σε ένα γνωστό σε εμάς σχήμα, ώστε να καταφέρουμε να την προβλέψουμε και να αντιδράσουμε αναλόγως.

Μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες της ενασχόλησης με το γιατί είναι ότι καθυστερεί το πένθος. Όπως συμβαίνει όταν κάποιος δικός μας άνθρωπος πεθαίνει και εμείς, αντί να επεξεργαστούμε την απώλεια και να βιώσουμε τον αναπόφευκτο πόνο που τη συνοδεύει, αναλωνόμαστε σε μία ατέρμονη αναζήτηση των αιτιών του θανάτου του. 

Αντιμέτωποι με σκληρά γεγονότα που δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε, καταφεύγουμε στα γιατί σε μια προσπάθεια να προστατέψουμε τον εαυτό μας, καθυστερώντας την έλευση του πόνου.

Συνήθως φοβόμαστε την αλλαγή και γι' αυτό αποφεύγουμε να αμφισβητήσουμε τον εαυτό μας. Για να μη διασαλευτεί η ψυχική μας δομή, σε κάθε ένα γιατί αναζητούμε (και βρίσκουμε…) απαντήσεις που είναι σε συμφωνία με την αυτοεικόνα μας. Πολύ συχνά μάλιστα, μοιάζει να μην μας ενοχλεί το ότι οι απαντήσεις μας είναι αυθαίρετες ή κόντρα στα «αντικειμενικά» γεγονότα.

Παράδειγμα :
Γιατί δεν με θέλει;
Απάντηση όταν νιώθω αξιαγάπητη και καλή : Γιατί είναι βλάκας.
Απάντηση όταν νιώθω αποκρουστική και κακιά : Γιατί δεν είμαι αρκετά καλή ώστε να με θέλει.

Επιλέγουμε, δηλαδή, την απάντηση/ερμηνεία που ενισχύει περαιτέρω την εικόνα που ήδη έχουμε για τον εαυτό μας. Στο παράδειγμα μας, στην πρώτη περίπτωση εξακολουθώ να νιώθω καλή, ενώ στη δεύτερη, επιβεβαιώνω ότι είμαι κακιά.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σε ένα διαζύγιο ή χωρισμό. Πολύ συχνά, η απάντηση που δίνουμε στο «γιατί χωρίσαμε», συσκοτίζει το δικό μας μερίδιο ευθύνης, επιτρέποντάς μας να προχωρήσουμε παρακάτω χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουμε κάτι και χωρίς δυσάρεστα συναισθήματα αποτυχίας ή ενοχής.

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το ότι, συνήθως, αναρωτιόμαστε για το γιατί όταν συμβαίνουν αρνητικά γεγονότα. Για ό,τι θετικό συμβαίνει στη ζωή μας δεν μας απασχολεί τόσο να βρούμε τις αιτίες του (για παράδειγμα, αναρωτιόμαστε «γιατί αρρώστησα», αλλά, σπανίως, μας βασανίζει το γιατί είμαστε υγιείς…).

Η διαφορετική στάση μας απέναντι στις αιτίες των θετικών ή αρνητικών συμβάντων μάλλον σχετίζεται με την (φυσική ή ψυχολογική) επιβίωσή μας. Όταν αντιμετωπίζουμε μια αρνητική κατάσταση που απειλεί την ευημερία μας, έχουμε σοβαρούς λόγους να ανακαλύψουμε τις αιτίες που την προκάλεσαν, ώστε να τη διορθώσουμε ή βελτιώσουμε και να βγούμε από τη δύσκολη θέση.

Είναι πιθανό να μην υπάρχουν συγκεκριμένες αιτίες για όλα όσα συμβαίνουν, και είναι εξίσου πιθανό, ακόμα και όταν υπάρχουν αιτίες, να μην έχουμε πρόσβαση σε αυτές. Γι? αυτούς τους λόγους, οι απαντήσεις που δίνουμε στα γιατί που μας απασχολούν, τις περισσότερες φορές, είναι απλώς οι δικές μας ερμηνείες, οι δικές μας προβολές πάνω στον κόσμο.

Προκειμένου να εντάξουμε τους ανθρώπους και τα πράγματα σε γνωστά σχήματα, προκειμένου να μειώσουμε την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα του τυχαίου ή του αγνώστου και αδυνατώντας να συμφιλιωθούμε με το ακατανόητο και ανεξήγητο, αρνούμαστε, διαστρεβλώνουμε ή εκλογικεύουμε τα πράγματα ώστε να τα καταλάβουμε.

ΛΑΤΡΕΙΑ ΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ : Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Η ψυχολογική μας δίψα για απαντήσεις ενισχύεται ιδανικά σήμερα από την επικρατούσα κοινωνική συνθήκη (στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον…).

Το σημερινό ορθολογικό και τεχνοκρατικό Zeitgeist λατρεύει τις απαντήσεις και, μάλιστα, διατείνεται ότι έχει τα εργαλεία να τις παράσχει. Η αναζήτηση αιτιών, η αιτιολόγηση των πάντων, ο ντετερμινισμός (αιτιοκρατία) αποτελούν τη θρησκεία του σήμερα. Η (θετικιστική) επιστήμη υπόσχεται ότι μπορεί πλέον να κατευνάσει τις αγωνίες μας για κάθε αναπάντητο γιατί. Από τη στιγμή που όλα τα πράγματα εξηγούνται αιτιολογικά από άλλα πράγματα, αυτό που απομένει να κάνουμε είναι απλώς να βρούμε τις κατάλληλες συνδέσεις.

Φαίνεται να πιστεύουμε ότι τα πράγματα είναι μονοπαραγοντικά ή ότι, έστω, οφείλονται σε μικρό αριθμό ελέγξιμων παραγόντων. Υποθέτουμε ότι υπάρχει ένα βέλος που συνδέει κάθε αίτιο με κάθε αιτιατό σε μια λογική τύπου «από το Α στο Β». Παρόλο που γνωρίζουμε πλέον ότι τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου δεν είναι σε καμία περίπτωση μονοσήμαντα, εξακολουθούμε να το πιστεύουμε για την ανθρώπινη κοινωνία, την ανθρώπινη συμπεριφορά και τον ανθρώπινο ψυχισμό.

Τελικά, είναι η λογική του μπιλιάρδου που κυριαρχεί (στην επιστήμη, στην πολιτική, στην οικονομία, στην ψυχολογία) ενισχύοντας τις κοινωνικές και ατομικές ψευδαισθήσεις ότι θα βρεθούν οι απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα – ότι θα μπορέσουμε έτσι να έχουμε απόλυτο έλεγχο και χειρισμό της ζωής μας.

ΚΙ ΑΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΛΩΣ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ;
Οι άνθρωποι είμαστε περίπλοκοι και το ίδιο περίπλοκες είναι και οι κοινωνίες μας. Δεν είναι δυνατόν, είτε είμαστε επιστήμονες είτε όχι, να έχουμε πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που υπάρχουν. Ούτε είναι δυνατόν να γνωρίζουμε πώς συνδέονται μεταξύ τους όλοι οι παράγοντες που προσδιορίζουν το εκάστοτε φαινόμενο. Χώρια που οι διαφόρων λογιών προκαταλήψεις και προσδοκίες μας νοθεύουν την όλη διαδικασία.

Εξάλλου, δεν υπάρχουν, προς το παρόν, επιστημονικά μοντέλα (ιδίως στις κοινωνικές επιστήμες) που να μπορούν να μας δώσουν πολυπαραγοντικές αναλύσεις του τύπου που υπονοείται εδώ. Τα μοντέλα της επιστήμης μπορούν βεβαίως να φωτίσουν επιλεκτικά κάποιες επιμέρους πλευρές ενός φαινομένου, αλλά δεν υπάρχουν επιστημονικά υπερ-μοντέλα που να μπορούν να συνδέσουν όλες τις συνιστώσες των φαινομένων σε ένα συνεκτικό σχήμα.

Για να πάμε σε ένα επίκαιρο παράδειγμα, τα μοντέλα εξήγησης του «γιατί περιήλθαμε σε κρίση», είτε επιστημονικά είτε ερασιτεχνικά (ευθύνεται το πολιτικό σύστημα, το οικονομικό σύστημα, οι μετανάστες κ.λπ.), τελικά δεν απαντούν στο ερώτημα. Είναι μονομερή και αποσπασματικά αγγίζοντας ένα μικρό μόνο κομματάκι από τη συνολική εικόνα αφήνοντας μας ανικανοποίητους.

Σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη συμβίωση είναι καλό να θυμόμαστε ότι, παρόλο που οι διάφορες αιτιολογήσεις κάνουν περισσότερο προβλέψιμες τις αλληλεπιδράσεις μας, την ίδια στιγμή τις απογυμνώνουν από κάθε στοιχείο έκπληξης ή αλλαγής και μας στερούν τη δυνατότητα να μάθουμε ο ένας από τον άλλον.

Ζούμε σε μια εποχή που μας «απαγορεύει» απλώς να υπάρχουμε, απλώς να είμαστε. Δεν είμαστε ελεύθεροι απλώς να πούμε «θέλω ή δεν θέλω», «μπορώ ή δεν μπορώ», «θα το κάνω ή δεν θα το κάνω». Για όλα αυτά πρέπει να δώσουμε εξηγήσεις - στους άλλους ή στον ίδιο μας τον εαυτό. Πρέπει να τα εξηγήσουμε αιτιολογικά με βάση κάποια τρέχουσα ωφελιμιστική, αξιακή λογική. Αν δεν ξέρουμε το λόγο πίσω από τη στάση μας, αν δεν μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της, κινδυνεύουμε να φανούμε από ανόητοι έως διαταραγμένοι.

Την επόμενη φορά που κάποιος τρίτος ή ο ίδιος μας ο εαυτός θα μας ρωτήσει «γιατί», ας τολμήσουμε να απαντήσουμε «δεν ξέρω». Ή ακόμα καλύτερα, ας απαντήσουμε «γιατί έτσι».

Και ακόμα, την επόμενη φορά που κάποιος θα μας πει «νιώθω κάπως περίεργα», ας προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τον πειρασμό να τον ρωτήσουμε «γιατί» και ας ρωτήσουμε απλά «πώς είναι να νιώθεις έτσι;».

ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ;
Είμαστε, τολμώ να πω, κάπως ανώριμοι οι άνθρωποι. Αποφεύγουμε τα δύσκολα και εύκολα γοητευόμαστε, για παράδειγμα, από μια ψυχολογία που υπόσχεται απαντήσεις σε όλα τα γιατί μας, ενώ δυσπιστούμε απέναντι σε μια ψυχολογία που είναι αβέβαιη, αναρωτιέται, και θέτει ερωτήματα αντί να δίνει απαντήσεις.

Τελικά, παρόλο που ο κόσμος μας φαίνεται να υπακούει στη θεωρία του χάους (οι θετικές επιστήμες ήδη το αποδέχονται αυτό…), οι άνθρωποι συνεχίζουμε να αναζητούμε τελικές απαντήσεις στα γιατί μας. Ελλείψει, όμως, σαφών απαντήσεων, φαίνεται να επιλέγουμε τις εξηγήσεις που μας ταιριάζουν, που μας συμφέρουν ή που αντέχουμε…

Θα ήθελα μόνο να κλείσω με την ευχή, ακόμα και αν καταφέρουμε κάποτε να αντέξουμε χωρίς απαντήσεις, να μην μπορέσουμε ποτέ να αντέξουμε χωρίς ερωτήσεις…

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στον Δ.Π. που με προέτρεψε να το γράψω





Βιβή Φατούρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου