Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Οι τρεις μανίες του ανθρώπου «δόξα, ισχύς, χρήμα»......!!!

Με τον τίτλο «Ανθρωπολογία από πραγματιστική σκοπιά» ο Καντ δημοσιεύει το 1798 τα μαθήματά του που αναφέρονται στο ίδιο θέμα, το οποίο προφανώς τον ενδιαφέρει, δεδομένου ότι ο ιδρυτής της κριτικής φιλοσοφίας δίδαξε Ανθρωπολογία στο πανεπιστήμιο επί τριάντα ολόκληρα χρόνια. 

Στην πραγματικότητα, η καντιανή ανθρωπολογία αποτελείται από μια σειρά μαθημάτων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό και των οποίων το αντικείμενο δεν μοιάζει σχεδόν σε τίποτα με αυτό που έχουμε συνηθίσει σήμερα να ονομάζουμε ανθρωπολογία. 

Για τον Καντ ο όρος βρίσκεται πολύ κοντά στο ετυμολογικό του περιεχόμενο και σημαίνει «αυτό στο οποίο ο άνθρωπος, ως υποκείμενο ελεύθερης δραστηριότητας, έχει μετατρέψει ή πρέπει να μετατρέψει τον εαυτό του». 

Από τη σκοπιά αυτή, η ανθρωπολογία εξετάζει τον άνθρωπο ως πολίτη του κόσμου και ενδιαφέρεται ειδικά για τη δεύτερη φύση του ανθρώπου, αυτήν που προκύπτει από τις συνήθειές του.

Ανάμεσα στα θέματα που εξετάζει η ανθρωπολογία ο Καντ δίνει ιδιαίτερη σημασία σε αυτό που ονομάζει «τάση του ανθρώπου να μπορεί να ασκεί γενικά επίδραση στους άλλους ανθρώπους». Η τάση αυτή δεν κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί από τον θεωρητικό λόγο γιατί ανήκει στην περιοχή του τεχνικού και του πρακτικού λόγου ­ ένα είδος τεχνογνωσίας της καθημερινής ζωής. 

Κυριαρχώ στις τάσεις των άλλων ανθρώπων με τρόπο ώστε να τις λυγίζω και να τις καθορίζω σύμφωνα με τις προθέσεις μου σημαίνει για τον Καντ ότι επιθυμώ σχεδόν να υποτάξω τους ανθρώπους και να τους καταστήσω όργανα της βούλησής μου. Ετσι, η προσπάθεια για να αποκτήσω επίδραση στους άλλους γίνεται πραγματικό πάθος και η ικανότητά μου να το ικανοποιήσω εξαρτάται από τρεις δυνάμεις : δόξα, ισχύ και χρήμα. 

Οταν τις κατέχω (τουλάχιστον δύο από τις τρεις, επισημαίνει ο Καντ, χωρίς να διευκρινίζει ποιες), μπορώ να επιβληθώ στους ανθρώπους και να τους χρησιμοποιήσω για τους σκοπούς μου. Από εδώ και η επιθυμία των ανθρώπων να αποκτήσουν όλο και περισσότερο δόξα, ισχύ και χρήμα και η επιθυμία αυτή, οι ρυθμοί της οποίας ξετυλίγονται με γεωμετρική πρόοδο, παίρνει τη μορφή τριπλής μανίας: μανία δόξας, μανία κυριαρχίας και μανία πλουτισμού.

Οι τρεις προηγούμενες επιθυμίες, ως μανίες, χαρακτηρίζονται από τον Καντ αδυναμίες και έτσι ορίζονται: μανία της δόξας είναι η αδυναμία των ανθρώπων που επιτρέπει να επιδράσουμε σε αυτούς με μοχλό τις πεποιθήσεις τους· μανία της κυριαρχίας είναι η αδυναμία που επιτρέπει να επιδράσουμε στους ανθρώπους με μοχλό τον φόβο· και μανία πλουτισμού η αδυναμία που επιτρέπει να επιδράσουμε στους ανθρώπους με μοχλό τα συμφέροντά τους. 

Και στις τρεις περιπτώσεις, όμως, έχουμε να κάνουμε με μια «κατάσταση δουλείας» που επιτρέπει σε κάποιον να χρησιμοποιήσει κάποιον άλλον, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες του. Αλλά οι αδυναμίες αυτές απλώνονται στο σύνολο των ανθρώπων, από το οποίο ο Καντ δεν εξαιρεί τους εκμεταλλευτές, που γίνονται το παίγνιο της μανίας τους.

Υστερα από τη γενική περιγραφή, έχει ενδιαφέρον να δούμε τις επιμέρους αναλύσεις του φιλοσόφου για κάθε μανία ξεχωριστά. Ως προς τη δόξα ο Καντ διευκρινίζει ότι δεν εννοεί, στην προκειμένη περίπτωση, την υψηλή εκτίμηση που ένας άνθρωπος δικαιούται να αναμένει από τους άλλους εξαιτίας της προσωπικής του αξίας· εννοεί την προσπάθεια για να αποκτήσει κάποιος τη «φήμη της δόξας, στην οποία αρκεί το φαίνεσθαι». 

Στην προσπάθεια αυτή ο Καντ αναγνωρίζει ένα είδος υπεροψίας με την οποία αναγκάζουμε τους άλλους να υποτιμήσουν εαυτούς. Ετσι τούτη εδώ η φήμη δημιουργεί ολόκληρη στρατιά κολάκων που συνοδεύουν τους μεγάλους και τους ισχυρούς, στους οποίους ο κόλακας «αφήνει πάντοτε την τελευταία λέξη». 

Αλλά η υπεροψία εμπεριέχει την υπονόμευσή της καθώς αποτελεί ασφαλές δείγμα ότι ο υπερόπτης τότε μόνον μπορεί να διακριθεί όταν μειώνει τους άλλους. Συνεπώς, καταλήγει ο Καντ, μια τέτοια σκέψη δεν μπορεί να ανήκει παρά σε εκείνον που βρίσκεται πολύ κοντά στη μετριότητα.

Ως προς τη μανία κυριαρχίας αφετηρία της είναι ο φόβος που νιώθει κάποιος να βρεθεί ο ίδιος υποτελής. Προσπαθεί, κατά συνέπεια, να έχει συνεχώς το προβάδισμα έναντι των άλλων. Στην πραγματικότητα, σημειώνει ο Καντ, αυτός ο τρόπος να επιδράσουμε στους ανθρώπους είναι ο λιγότερο αποτελεσματικός, γιατί δημιουργεί έντονες αντιδράσεις, καθώς αμφισβητεί την ισότητα όλων έναντι των νόμων, δημιουργώντας το αίσθημα της αδικίας. 

Αν η προσπάθεια άμεσης κυριαρχίας είναι τελικά ατελέσφορη, η προσπάθεια έμμεσης κυριαρχίας είναι πιο αποδοτική. Παράδειγμα αυτού του τύπου κυριαρχίας αποτελεί για τον Καντ η τέχνη που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να πετύχουν τον στόχο τους: «Αντί να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη, μεταχειρίζονται τη γοητεία τους, στην οποία το άλλο φύλο έχει την τάση να υποκύπτει».

Μένει η μανία του πλουτισμού. Για την περιγραφή της ο φιλόσοφος ξεκινά από την ξηρή διαπίστωση ότι «το χρήμα κάνει τα πάντα». Ετσι, όποιος ευνοείται από τον Πλούτο βλέπει να ανοίγουν μπροστά του όλες οι πόρτες που παραμένουν κλειστές σε κάποιον φτωχότερο. 

Ο Καντ παρατηρεί ότι το χρήμα θα έπρεπε να μείνει πάντα το μέσο κυκλοφορίας των προϊόντων της ανθρώπινης δραστηριότητας και όχι να μετατραπεί σε σκοπό αλλά από τη στιγμή που η μετατροπή αυτή έγινε δεν πρέπει να απορεί κανείς για τη μανία του πλουτισμού: ο τελευταίος αποτελεί μια δύναμη που πιστεύουμε ότι μπορεί να αντικαταστήσει όλες αυτές που μας λείπουν.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Καντ ονομάζει μανίες τους τρεις τρόπους που διαθέτουν οι άνθρωποι να επιδρούν στους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας έναν έντονο όρο που προέρχεται από το τεχνικό λεξιλόγιο της ψυχοπαθολογίας. 

Εχω την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για ρητορική έξαρση εκ μέρους του φιλοσόφου, του οποίου το ύφος είναι συνήθως λιτό και σφιχτοδεμένο· πρόκειται, αντίθετα, για κυριολεκτική χρήση του όρου, δεδομένου ότι, όπως το υπογραμμίζει ο Καντ, «η συνείδηση και μόνο ότι κατέχουμε τα μέσα που μας επιτρέπουν να επιδράσουμε στους άλλους ερεθίζει τα πάθη μας πολύ ζωηρότερα από τη χρήση αυτών των μέσων στην πράξη». 

Με άλλα λόγια, η επιθυμία μας να κυριαρχήσουμε στους άλλους μπορεί να γίνει και να μείνει βίδα που γυρίζει στο κενό: αυτό που έχει σημασία είναι να υπάρχει το κενό ­ και η βίδα.

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.



ΤΟ ΒΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου